Της Αναστασίας Δάβαρη,
Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου ήταν μια ειρηνευτική συμφωνία που υπογράφηκε στις 3 Μαρτίου 1878, μεταξύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σηματοδοτώντας το τέλος του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1877-1878. Η υπογραφή της έγινε στο προάστιο Άγιος Στέφανος της Κωνσταντινούπολης, από τους πληρεξούσιους των αυτοκρατόρων, Τσάρου Αλεξάνδρου Β΄ και Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β. Εκ μέρους της Ρωσίας υπέγραψαν ο πρέσβης Νικολάι Ιγνάτιεφ και Αλεξάντερ Νελίντοφ, ενώ εκ μέρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπέγραψαν ο Υπουργός Εξωτερικών Σαφβέτ Πασά και Πρέσβη στη Γερμανία Σαντουλάχ Μπέη.
Η συνθήκη αυτή είχε τεράστιες γεωπολιτικές επιπτώσεις στα Βαλκάνια και αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα προς τη διάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή. Ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος του 1877-1878, ξέσπασε στο πλαίσιο του Ανατολικού Ζητήματος, καθώς η Ρωσία επεδίωκε να ενισχύσει την επιρροή της στα Βαλκάνια και να υποστηρίξει τα χριστιανικά έθνη που βρίσκονταν υπό οθωμανική κυριαρχία. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, αν και παραδοσιακή δύναμη στην περιοχή, βρισκόταν σε παρακμή και αντιμετώπιζε συνεχείς εξεγέρσεις από διάφορες εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες, κάτι που την καθιστούσε ολοένα και πιο ασταθή.

Επιπλέον, η Ρωσία ήθελε να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη της από τον Κριμαϊκό Πόλεμο και να περιορίσει την επιρροή των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων στη περιοχή, όπως η Μεγάλη Βρετανία και η Αυστροουγγαρία. Κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου, η Ρωσία υποστήριξε την εξέγερση των σλαβικών λαών (Σέρβων, Μαυροβουνίων και Βουλγάρων), οι οποίοι είχαν κηρύξει ανεξαρτησία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και απέκτησαν έδαφος στους Βαλκανικούς πολέμους. Η Ρωσία, επιπλέον, κατάφερε να σημειώσει σημαντικές στρατηγικές νίκες και να προελάσει μέχρι τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, αναγκάζοντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία να αποδεχτεί την αναγκαιότητα της διαπραγμάτευσης και της ειρηνικής επίλυσης του πολέμου.
Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου περιλάμβανε σημαντικές παραχωρήσεις από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ανατρέποντας οριστικά την προηγούμενη συνθήκη των Παρισίων του 1856, η οποία είχε τερματίσει τον Κριμαϊκό Πόλεμο και είχε εγγυηθεί την ακεραιότητα των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ειδικότερα, στο γενικότερο πλαίσιο επίλυσης του Ανατολικού Ζητήματος, ιδρύθηκε η Μεγάλη Βουλγαρία, η οποία ανακηρύχθηκε αυτόνομο κράτος υπό ρωσική προστασία, με εκτεταμένα σύνορα που έφταναν έως το Αιγαίο και την Αχρίδα. Το γεγονός αυτό ανησύχησε σημαντικά τις Μεγάλες Δυνάμεις. Επιπλέον, η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Ρουμανία, ανακηρύχθηκαν ανεξάρτητα κράτη, αποσπώντας εδάφη από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αποδυναμώνοντάς την εδαφικά ολοένα και περισσότερο. Παράλληλα, η Βοσνία και η Ερζεγοβίνη τέθηκαν υπό αυστριακή ηγεμονία, όντας πλέον αυτόνομα κράτη αποσπώμενες οριστικά από την οθωμανική κυριαρχία. Επιπλέον, η Ρωσία ανακτώντας ξανά τα χαμένα εδάφη του Κριμαϊκού Πολέμου, αποκτούσε πρόσβαση στη Καυκασία και την Αρμενία.
Η συνθήκη αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, κυρίως τη Μεγάλη Βρετανία και την Αυστροουγγαρία, που θεωρούσαν ότι η ρωσική επιρροή στα Βαλκάνια γινόταν υπερβολικά ισχυρή, ανατρέποντας πλήρως τις ισορροπίες της εποχής. Ιδιαίτερα, ο φόβος της Μεγάλης Βρετανίας για πιθανή ρωσική πρόσβαση στα Στενά και την απειλή των δικών της στρατηγικών συμφερόντων στην περιοχή, οδήγησε σε διπλωματικές διαμαρτυρίες και στην ανάγκη αναθεώρησης της συνθήκης.

Ως αποτέλεσμα, λίγους μήνες αργότερα, η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου αναθεωρήθηκε στο Συνέδριο του Βερολίνου τον Ιούλιο του 1878. Εκεί, περιορίστηκε η έκταση της Βουλγαρίας και δόθηκαν περισσότερα προνόμια στην Αυστροουγγαρία, ενώ η Βρετανία προσάρτησε ως αποικία την Κύπρο, εξασφαλίζοντας έτσι τη στρατηγική της θέση στην Ανατολική Μεσόγειο. Η αναθεώρηση αυτή οδήγησε σε μια πιο ισορροπημένη κατανομή των εδαφών, ενώ η ρωσική κυριαρχία στα Βαλκάνια περιορίστηκε.
Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου αποτέλεσε σημαντικό ορόσημο στην ιστορία των Βαλκανίων. Έθεσε τα θεμέλια για την ανεξαρτησία πολλών κρατών και επέφερε δραματικές αλλαγές στη γεωπολιτική κατάσταση της περιοχής. Ωστόσο, η αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων οδήγησε στην αναθεώρησή της, αποτρέποντας την απόλυτη ρωσική κυριαρχία και επιβάλλοντας μια πιο ισορροπημένη λύση στον γεωπολιτικό χάρτη. Παρά τις ανατροπές, η συνθήκη συνέβαλε στη σταδιακή διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στην ανάδυση των βαλκανικών εθνών ως ανεξάρτητες πολιτικές οντότητες. Οι εξελίξεις αυτές συνέβαλαν στη διαμόρφωση του σύγχρονου πολιτικού χάρτη των Βαλκανίων και της Ευρώπης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Barbara Jelavich (2006), Ιστορία των Βαλκανίων Ι, εκδ. Πολύτροπον
- Stevan Pavlowitch (2005), Ιστορία των Βαλκανίων 1804-1945, εκδ. Βάνιας