22.1 C
Athens
Κυριακή, 28 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΥγείαΤο Treponema pallidum ως ο μολυσματικός παράγοντας της σύφιλης

Το Treponema pallidum ως ο μολυσματικός παράγοντας της σύφιλης


Του Εμμανουήλ Μπιμπή,

Η σύφιλη αποτελεί ένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, το οποίο προκαλείται από το βακτήριο Treponema pallidum υποείδος pallidum. Παράλληλα, μπορεί να μεταδοθεί από την έγκυο μητέρα στο έμβρυο. Το βακτήριο προσβάλλει μόνο τον άνθρωπο και είναι γνωστό για την ικανότητά του να αποφεύγει τους μηχανισμούς του ανοσοποιητικού συστήματος. Η ασθένεια χωρίζεται σε τέσσερα στάδια, την πρωτοταγή, τη δευτεροταγή, τη λανθάνουσα και την τριτοταγή, που διαρκούν ως και πάνω από δέκα χρόνια συνολικά, με αρχική εκδήλωση τις τοπικές φλεγμονές.

Ο χαρακτηρισμός των σταδίων της ασθένειας διαφέρει μεταξύ χωρών, αλλά και του Π.Ο.Υ., με πρώιμη σύφιλη τυπικά να θεωρείται η κατάσταση στην οποία η ασθένεια μπορεί να μεταδοθεί με σεξουαλική επαφή και περιέχει από την πρωτογενή ως τη λανθάνουσα. Η νομοθεσία του Π.Ο.Υ. την τοποθετεί στα ως και δυο χρόνια από την έκθεση, ενώ στην Ευρώπη και στις Η.Π.Α. ως ένα χρόνο από την έκθεση.

Συγκεκριμένα, τα πρώτα συμπτώματα περίπου τρείς εβδομάδες μετά την έκθεση περιλαμβάνουν πληγές ή αλλοιώσεις στα γεννητικά όργανα ή σε άλλα σημεία του σώματος, τα οποία σχετίζονται με τη σεξουαλική επαφή, καθώς και πρησμένους λεμφαδένες. Συνήθως, δεν προκαλούν πόνο και υποχωρούν από μόνα τους. Έξι με οκτώ εβδομάδες αργότερα εμφανίζονται τα δευτερεύοντα συμπτώματα, που περιέχουν πυρετό, πονοκέφαλο και ωχρά εξανθήματα στα πλευρά, στους ώμους, στα χέρια, στο στήθος, στην πλάτη και συχνά στις παλάμες και στις πατούσες. Καθώς και αυτά τα συμπτώματα υποχωρούν, ο ασθενής εισέρχεται στη λανθάνουσα φάση, που μπορεί να διαρκέσει και χρόνια.

Τα πρώτα ένα με δύο χρόνια της λανθάνουσας φάσης, το άτομο θεωρείται ακόμα ικανό να μεταδώσει την ασθένεια, ενώ υπάρχει 25% πιθανότητα υποτροπής και επανεμφάνισης των συμπτωμάτων. Με βάση τη βιβλιογραφία, το 15-40% των ασθενών που δεν θα λάβουν θεραπεία θα εμφανίσουν τα συμπτώματα της τριτογενούς φάσης της ασθένειας, που περιλαμβάνουν καρδιακά και νευρολογικά προβλήματα, εμφάνιση μη καρκινικών μαλακών μαζών επιδερμικά ή εσωτερικά, καθώς και προβλήματα στα οστά.

Πηγή Εικόνας και Δικαιώματα Χρήσης: verywellhealth.com

Παρότι τα νευρολογικά προβλήματα της σύφιλης εμφανίζονται στα τελευταία στάδια, σε αρκετούς ασθενείς με πρώιμη σύφιλη το βακτήριο μπορεί να εντοπιστεί στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό, αν και η έλλειψη συμπτωμάτων στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα οδηγεί στη μη χορήγηση θεραπείας. Τα τυπικά συμπτώματα περιλαμβάνουν χρόνια μηνιγγίτιδα, σημάδια που θυμίζουν εγκεφαλικό επεισόδιο, δυσκολία στην κίνηση και προοδευτική άνοια. Ενδιαφέρουσα παρατήρηση αποτελεί πως οι ασθενείς που είναι μολυσμένοι με τον ιό της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας έχουν προδιάθεση να εμφανίσουν τις νευρολογικές επιπλοκές της σύφιλης.

Η μετάδοση της ασθένειας από τη μητέρα στο έμβρυο γίνεται ως την αρχή της λανθάνουσας φάσης και ως και τέσσερα χρόνια από την έκθεση. Η φάση της μόλυνσης της μητέρας επηρεάζει το πώς θα επηρεαστεί το έμβρυο, καθώς το 30% των εγκυμοσυνών οδηγούν στον θάνατο του μωρού στη μήτρα το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης ή μετά τον τοκετό. Τα μωρά γεννιούνται πρόωρα, με μη φυσιολογικό βάρος, χαμηλή πρόσληψη τροφής, λήθαργο, εξανθήματα, ίκτερο, ηπατοσπληνομεγαλεία και αναιμία. Τα παραπάνω μπορούν να αποφευχθούν αν η μητέρα ελεγχθεί για πιθανή μόλυνση και της χορηγηθεί η θεραπεία πριν το τέλος του δεύτερου τριμήνου της εγκυμοσύνης.

Η θεραπεία με αντιβιοτικά περιλαμβάνει τη χρήση πενικιλίνης με τη μορφή benzathine benzylpenicillin, καθώς η φαρμακοδυναμική και φαρμακοκινητική της ταιριάζει με τον χρόνο γενιάς των τριάντα με τριάντα τριών ωρών του βακτηρίου. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη μελέτη του Π.Ο.Υ., το 2012 υπήρχαν 17,7 εκατομμύρια άτομα με σύφιλη ηλικίας δεκαπέντε με σαράντα εννιά ετών, ενώ κάθε χρόνο υπάρχουν 5,6 εκατομμύρια νέα περιστατικά. Η εμφάνιση και η κατανομή των περιστατικών διαφέρει ανά χώρα και ανά περιοχή, με πάνω από το 60% τόσο των νέων περιστατικών, γενικά, με σύφιλη να εμφανίζεται στην αφρικανική ήπειρο.

Οι μελέτες τόσο των μηχανισμών με τους οποίους το βακτήριο προκαλεί βλάβες στους ιστούς και επικείμενη φλεγμονή, όσο και της ανοσολογικής απόκρισης για την καταπολέμησή του αντιμετωπίζουν διάφορα εμπόδια. Οργανισμός μοντέλο για τη μελέτη της μόλυνσης αποτελούν τα κουνέλια, καθώς είναι αρκετά ευαίσθητα και αναπτύσσουν παρόμοια συμπτώματα έπειτα από χορήγηση, όπως εξανθήματα. Ωστόσο, δεν προσομοιάζει πλήρως κάποια χαρακτηριστικά του ανοσοποιητικού συστήματος του ανθρώπου.

Πηγή Εικόνας και Δικαιώματα Χρήσης: biologydictionary.net

Παρατηρώντας την κυτταρική του δομή, η ύπαρξη μιας εξωκυττάριας μεμβράνης το εντάσσει στα κατά gram αρνητικά βακτήρια, αν και λανθασμένα, καθώς δεν διαθέτει τον λιποπολυσακχαρίτη (LPS) και γενικά η σύσταση των φωσφολιπιδίων διαφέρει από τα υπόλοιπα gram αρνητικά βακτήρια. Αυτό, σε συνδυασμό με την ύπαρξη λιποπρωτεϊνών κάτω από την επιφάνεια του κυττάρου, οδηγεί στην έλλειψη μοριακών μοτίβων που θα αναγνωριζόταν από τους μηχανισμούς της έμφυτης-μη ειδικής άμυνας και άρα δίνει την ικανότητα στο βακτήριο να πολλαπλασιαστεί γρήγορα και να διαχυθεί. Ταυτόχρονα, η έλλειψη αντιγονικών επιτόπων επηρεάζει και την επίκτητη-προσαρμοστική-ειδική άμυνα, καθώς επηρεάζεται η παραγωγή αντισωμάτων εναντίον του.

Κατά τη σεξουαλική επαφή, αρκούν μόνο δέκα βακτήρια στις εκκρίσεις για να μεταδοθεί η ασθένεια. Αυτά εισέρχονται είτε μέσω των βλεννογόνων είτε από ασυνέχειες στο δέρμα, το οποίο στην περιοχή των γενετικών οργάνων είναι λιγότερο κερατινοποιημένο. Συγκεκριμένα, για να εδραιωθεί η μόλυνση, θα πρέπει τα βακτήρια να προσκολληθούν στα επιθηλιακά κύτταρα και το εξωκυττάριο πλέγμα και έπειτα να διεισδύσουν μέσα από αυτά. Μόλις ξεπεράσουν αυτό το εμπόδιο, τα βακτήρια πολλαπλασιάζονται τοπικά και έπειτα επεκτείνονται μέσω είτε του λεμφικού συστήματος είτε της κυκλοφορίας του αίματος.

Συνοψίζοντας, η σύφιλη παραμένει μια ασθένεια που απειλεί τη δημόσια υγεία, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά όχι αποκλειστικά. Η ικανότητά της να διαφοροποιείται ανά άτομο, καθώς και η ομοιότητα των συμπτωμάτων με άλλες παθήσεις, οδηγεί στην ανάγκη διενέργειας διαγνωστικών τεστ με σκοπό την έγκαιρη θεραπεία.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ 
  • Syphilis, Nature. Διαθέσιμο εδώ
  • Syphilis, WHO. Διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Εμμανουήλ Μπιμπής
Εμμανουήλ Μπιμπής
Γεννήθηκε το 2002 και είναι από την Αθήνα. Σπουδάζει στο Τμήμα Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Στόχος του μέσα από την αρθρογραφία είναι να φέρει το ευρύ κοινό σε επαφή με διάφορα επιστημονικά θέματα που έχουν αντίκτυπο στην υγεία του. Στον ελεύθερο χρόνο του ακούει μουσική, διαβάζει βιβλία και περνάει χρόνο με τους φίλους του.