17.6 C
Athens
Κυριακή, 28 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ δράση του βασιλιά Κωνσταντίνου στην εξορία (Γ΄ Μέρος: Φεβρουάριος-Σεπτέμβριος 1918)

Η δράση του βασιλιά Κωνσταντίνου στην εξορία (Γ΄ Μέρος: Φεβρουάριος-Σεπτέμβριος 1918)


Του Στέλιου Καραγεώργη,

Στις αρχές Φεβρουάριο του 1918, η βασιλική οικογένεια θα εγκατασταθεί στη Λουκέρνη, μαζί με τη βασιλομήτορα Όλγα, που είχε έρθει από την Αγία Πετρούπολη, καθώς ξέσπασε η Ρωσική Επανάσταση. Εκεί, θα παραμείνουν μέχρι να ανακληθεί ο βασιλιάς Κωνσταντίνος στον ελληνικό θρόνο τον Δεκέμβριο του 1920. Τον ίδιο μήνα, ο υπολοχαγός Ιωάννης Καλαμαράς και ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Χατζόπουλος από το Δ΄ Σώμα Στρατού, θα φτάσουν στις δυτικές ακτές της Πελοποννήσου μέσω υποβρυχίου. Της αποστολής αυτής επρόκειτο να ακολουθήσει επόμενη, με δυο ακόμα αξιωματικούς. Εντούτοις, η επιχείρηση απέτυχε, καθώς οι δυο άνδρες συνελήφθησαν αμέσως, καταδικάστηκαν σε θάνατο και τουφεκίστηκαν στο Γουδί. Το μόνο μέρος του σχεδίου (βλέπε Α΄ Μέρος και Β΄ Μέρος του άρθρου) του εκδιωχθέντος βασιλιά, που έδειχνε να ευδοκιμεί ήταν η αντιπολεμική προπαγάνδα, η οποία ευνοούταν από τη δύσκολη οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα. Σε αυτήν, συνεισέφερε και η δυσαρέσκεια εξαιτίας της επιστράτευσης, που είχε ξεκινήσει ο Βενιζέλος σε συνδυασμό με τις εκκαθαρίσεις στην κρατική μηχανή και τις διώξεις των αντιβενιζελικών στοιχείων. Ωστόσο, όσες στάσεις και αν πραγματοποιήθηκαν στο στράτευμα, καταστάληκαν με επιτυχία.

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος με την κόρη του Ελένη το 1920 στην εξορία. Πηγή εικόνας: gettyimages.ca, Δικαιώματα χρήσης: Photo12/Universal Images Group via Getty Images

Παρόλα αυτά, την άνοιξη του 1918, ο κάιζερ Γουλιέλμος Β΄ θα επαναφέρει το ζήτημα της επίθεσης στη Μακεδονία, στα πλαίσια ενός ευρύτερου μεγαλόπνοου σχεδίου του για τα Βαλκάνια, που συμβάδιζε με τις απόψεις του Έλληνα εστεμμένου. Σε συζήτηση που είχε ο Γερμανός αυτοκράτορας με τον εκπρόσωπο του Υπουργείου Εξωτερικών στην Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Κουρτ φον Γκρύναου, υποστήριξε πως η κυριαρχική θέση της Βουλγαρίας, θα έπρεπε να βρει ένα αντίβαρο, ώστε να μην αμφισβητήσει τα συμφέροντα της Γερμανίας μεταπολεμικά. Αυτό το αντίπαλο δέος θα μπορούσε να είναι η κωνσταντινική Ελλάδα, που θα λάμβανε εδαφική αποζημίωση στη Βόρεια Ήπειρο για την απώλεια της ανατολικής Μακεδονίας, και παράλληλα γερμανική βοήθεια προς αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεών της. Κατέληγε, πως έπρεπε άμεσα να εκκινήσουν οι διαδικασίες προετοιμασίας για επίθεση στη Μακεδονία, μόλις διευθετούταν το βουλαγαρο-ρουμανικό ζήτημα σχετικά με τη νότια Δοβρουτσά. Και πάλι όμως τα σχέδια του κάιζερ, προσέκρουσαν στην αντίθεση του ενοχλημένου με τις πρωτοβουλίες του, Υπουργείου Εξωτερικών, που για τους ιθύνοντές του, το θέμα του βασιλιά Κωνσταντίνου είχε κλείσει οριστικά, και οι Γερμανοί έπρεπε να επικεντρωθούν στη διευθέτηση των ενδοσυμμαχικών υποθέσεών τους στα Βαλκάνια.

Σε μια ακόμα απόπειρά του να πείσει τους Γερμανούς, ο εξόριστος άνακτας θα εισηγηθεί πως το επιθετικό σχέδιο εναντίον της Ελλάδας του Βενιζέλου, μπορούσε να ευοδωθεί αν η Γερμανία εξαπέλυε ισχυρή επίθεση στο δυτικό μέτωπο, με τους Συμμάχους να αναγκάζονται να αποσύρουν δυνάμεις από τη Μακεδονία. Παρόλα αυτά, αν η επίθεση στη Μακεδονία τελικά δεν πραγματοποιούνταν, ή αποτύγχανε, ο βασιλιάς ζητούσε από τους Γερμανούς να εντάξουν την αποκατάστασή του στον θρόνο, ως έναν από τους πολεμικούς τους στόχους στη συνδιάσκεψη της ειρήνης, που θα ακολουθούσε εάν αυτοί επικρατούσαν στην κεντρική Ευρώπη.

Η ελληνική βασιλική οικογένεια σε φωτογραφία του 1920. Πηγή εικόνας: gettyimages.ca, Δικαιώματα χρήσης: Keystone-France/Gamma-Keystone

Εντούτοις, τα σχέδια του Έλληνα μονάρχη, που είχαν τη στήριξη του κάιζερ λόγω της δυναστικής τους σχέσης, βρήκαν αντίθετους τη στρατιωτική ηγεσία και τον Υπουργό Εξωτερικών Ριχάρδο φον Κούλμαν. Ο Κούλμαν επέβαλλε την άποψή του, πως αν έπρεπε να υπάρξει μεταπολεμικά αντίβαρο προς τη Βουλγαρία, αυτό έπρεπε να αναζητηθεί στη Ρουμανία ή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σύμφωνα με την εκτίμησή του, η Ελλάδα ακόμα και σε μια ημιαποικιακή σχέση με τη Γερμανία θα παρέμενε, λόγω γεωγραφικής θέσης, εξαρτημένη από το θαλάσσιο εμπόριο, το οποίο ήλεγχε η Βρετανία. Παράλληλα, αμφισβητούσε τη δυνατότητα του βασιλιά Κωνσταντίνου να επιβάλει τις απόψεις του στην Ελλάδα, αν επέστρεφε σε αυτήν με την βοήθεια των Βουλγάρων και με την απώλεια της ανατολικής Μακεδονίας δεδομένη, παρά την αντιστάθμισή της με τη Βόρεια Ήπειρο.

Κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού, ο βασιλιάς θα συνεχίσει τις εκκλήσεις του προς το Βερολίνο, για συνέχιση των διαπραγματεύσεων μέσω αποστολής του Θεοτόκη στη γερμανική πρωτεύουσα και ανάληψη επιθετικών ενεργειών εναντίον της βενιζελικής Ελλάδας. Μάλιστα, πλέον θα εγκατέλειπε το πάγιο αίτημά του για εγγύηση της εδαφικής ακεραιότητας του κράτους, υπενθυμίζοντας την πρόθεσή του να συμμετάσχει και ο ίδιος στην επίθεση εναντίον της Μακεδονίας. Ταυτόχρονα, επαναλάμβανε πως δεν έπρεπε να επιτραπεί στην Ελλάδα να παρακαθίσει στο τραπέζι των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, προτού αποκατασταθεί το νόμιμο καθεστώς στη χώρα. Τέλος, πρότεινε μια ακόμα κατασκοπευτική αποστολή στην Ελλάδα, αλλά οι Γερμανοί δεν τη θεωρούσαν πλέον σκόπιμη. Καθώς η Γερμανία πρακτικά βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με το ελληνικό βασίλειο, το Βερολίνο μείωσε τις επαφές τους με την ελληνική βασιλική οικογένεια.

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος (κέντρο) με τους γιούς του διάδοχο Γεώργιο (δεξιά) και πρίγκιπα Παύλο (αριστερά) σε φωτογραφία του 1920. Πηγή εικόνας: gettyimages.ca, Δικαιώματα χρήσης: Daily Herald Archive/SSPL/Getty Images

Τον Αύγουστο, ένας λιποτάκτης στους Βουλγάρους, Έλληνας αξιωματικός πληροφόρησε την γερμανική διοίκηση ότι το Α΄ Σώμα Στρατού ήταν έτοιμο να στασιάσει εναντίον των Συμμάχων και των βενιζελικών, αν ο βασιλιάς εμφανιζόταν στο μέτωπο. Στο άκουσμα των νέων ο βασιλιάς και ο κύκλος του αναθάρρησαν, και απέστειλαν αμέσως τον υπασπιστή του άνακτα στη Γερμανία για συνάντηση με τον λιποτάκτη αξιωματικό. Ωστόσο, οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί μέχρι το τέλους του πολέμου θα συνεχίσουν να αγνοούν τα μηνύματα του βασιλιά, κυρίως λόγω της ευθιξίας της Βουλγαρίας από τη διαφαινόμενη ήττα της στο μακεδονικό μέτωπο. Έτσι, ξεκαθάρισαν ότι η παλινόρθωση του βασιλιά Κωνσταντίνου με πρωτοβουλία της Γερμανίας ήταν άμεσα εξαρτημένη από το εύρος της τελικής της νίκης, ώστε είναι σε θέση να την επιβάλει στις ειρηνευτικές συνομιλίες. Το μόνο που έπραξε το Βερολίνο, ήταν να χορηγήσει δύο εκατομμύρια μάρκα για την βασιλική προπαγάνδα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Οι εναπομείναντες ελπίδες για τελεσφόρηση των σχεδίων του εξόριστου μονάρχη, ναυάγησαν οριστικά τον Σεπτέμβριο με την νίκη των Συμμάχων και της Ελλάδας στη Μακεδονία.

Συμπερασματικά, από την αρχή του καλοκαιριού του 1917 η πολιτική του εξόριστου βασιλιά Κωνσταντίνου είχε βασιστεί σε σαθρά θεμέλια. Οι Γερμανοί είχαν αναγάγει τη Βουλγαρία ως βασικό τους εταίρο στα Βαλκάνια, αναγνωρίζοντάς της, την προσάρτηση της ανατολικής Μακεδονίας. Ακόμα και το καλοκαίρι του 1918, με διαφαινόμενη την ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων, ο εκδιωχθείς μονάρχης πίστευε ότι αυτές μπορούσαν να τον αποκαταστήσουν στον θρόνο, αποδίδοντας αντικειμενική υπόσταση σε αυτό που επιθυμούσε. Κατέληξε να απεμπολήσει τις εγγυήσεις, που είχε λάβει από τη Γερμανία το 1915-16 για την ανατολική Μακεδονία, οι οποίες δικαιολογούσαν την πολιτική της ουδετερότητας, που είχε ακολουθήσει. Εκεί, εντοπίζεται το ιστορικό παράδοξο, ο στρατηλάτης των Βαλκανικών Πολέμων και επονομαζόμενος «βουλγαροκτόνος» από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του, να επιθυμεί τη σύμπραξη με τους Βουλγάρους εναντίον της βενιζελικής Ελλάδας. Αυτό, είναι ένα μόνο δείγμα του εύρους του χάσματος μεταξύ του ίδιου και του Βενιζέλου, και κατ΄ επέκταση του Εθνικού Διχασμού σε ολόκληρο το ελληνικό έθνος.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Ιωαννίδης, Ιωάννης Ε. (1935), Κωνσταντίνος ΙΒ΄, τμ. Β΄, Αθήνα: Εκδόσεις Γκοβόστη.
  • Λεονταρίτης, Γεώργιος Β. (2005), Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, 1917-1918, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
  • Συλλογικό (1978), Ιστορία του ελληνικού έθνους, τμ. ΙΕ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Στυλιανός-Λάμπρος Καραγεώργης
Στυλιανός-Λάμπρος Καραγεώργης
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πειραιώς και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας από το Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου. Έχει λάβει επιμόρφωση στην διοίκηση ναυτιλιακών επιχειρήσεων, και στις σχέσεις του ελληνισμού με την Δύση. Είναι γνώστης της αγγλικής και τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στην Ελληνική και Ευρωπαϊκή Ιστορία, του 19ου και 20ου αιώνα.