26.5 C
Athens
Κυριακή, 13 Οκτωβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ αγωγή του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας

Η αγωγή του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας


Της Στέλλας Κίζυλη,

Η αγωγή, όπως αυτή ορίζεται στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, είναι το ένδικο βοήθημα, το οποίο ασκείται για την ικανοποίηση χρηματικής αξίωσης που απορρέει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. Το ένδικο αυτό βοήθημα εισάγεται στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, δημιουργώντας διαφορά ουσίας, αφού είναι κρίσιμο να εξεταστούν τα νομικά και πραγματικά περιστατικά υπό τα οποία γεννήθηκε η χρηματική απαίτηση. Αυτό που τη διακρίνει από τα άλλα ένδικα βοηθήματα του διοικητικού δικαίου είναι ότι, ενώ με την αίτηση ακυρώσεως, την προσφυγή και την ανακοπή, ζητείται η ακύρωση πράξεων ή παραλείψεων της διοίκησης, με την αγωγή ζητείται η καταβολή χρημάτων.

Το άρθρο 71 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, το οποίο προβλέπει την αγωγή, καλύπτει χρηματικές αξιώσεις που απορρέουν από πλείονες αιτίες, όπως ενδεικτικά από αδυναμία παροχής, κακή εκπλήρωση, υπερημερία και απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών. Για την άσκηση της αγωγής νομιμοποιούνται ενεργητικά τόσο ο ίδιος ο δικαιούχος όσο και οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοί του. Ειδικότερα, δικαιούχος είναι μόνο εκείνος ο οποίος υπέστη άμεση ζημία στα δικαιώματα ή στα συμφέροντά του και όχι εκείνος ο οποίος υφίσταται τις συνέπειες μιας πράξης ή μιας παράλειψης έμμεσα και αντανακλαστικά. Υπό αυτή την έννοια, δικαιούχοι είναι και αυτοί που υφίστανται άμεσα βλάβη στη ψυχική ή σωματική τους υγεία λόγω της πράξης ή της παράλειψης του Δημοσίου, οι δικαιούμενοι σε ψυχική οδύνη βάσει του 932 ΚΠολΔ, καθώς και ο ασφαλιστής που κατέβαλε το ασφάλισμα.

Πηγή εικόνας: freepik.com / Δικαιώματα χρήσης: Racool_Studio

Ωστόσο, πέρα από τον κύκλο των προσώπων αυτών, δικαίωμα στην άσκηση αγωγής αναγνωρίζεται από το άρθρο 71 παρ. 3 και στους δανειστές των ως άνω προσώπων, προβλέποντας ευθέως την πλαγιαστική αγωγή. Στην περίπτωση αυτή, όμως, οι δανειστές μπορούν να προβούν στην άσκηση του βοηθήματος, εφόσον οι δικαιούχοι και οφειλέτες τους αδρανούν, και ζητείται η καταβολή της παροχής όχι στον ενάγοντα, αλλά στον οφειλέτη τους, εφόσον η αξίωση δεν είναι προσωποπαγής, δηλαδή «αυστηρά» συνδεδεμένη με το πρόσωπο του δικαιούχου. Από την άλλη, το αίτημα για καταβολή της παροχής δεν μπορεί παρά να στρέφεται κατά του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, το οποίο εξέδωσε την πράξη και του Δημοσίου εν γένει.

Όσον αφορά το δικόγραφο της αγωγής, αυτό, πέρα από τα γενικά στοιχεία τα οποία απαιτείται να περιλαμβάνει κάθε δικόγραφο κατά το άρθρο 45 ΚΔΔμίας, είναι απαραίτητο να περιέχει σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών, καθορισμό της έννομης σχέσης, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση, έκθεση των λόγων αγωγής και σαφές αίτημα. Ειδικότερα, πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια, ακρίβεια και πληρότητα τα περιστατικά εκείνα, τα οποία αποτελούν την ιστορική βάση της αγωγής, αφού η ελλιπής ή πλημμελής, τυχόν, έκθεση αυτών καθιστά το δικόγραφο αόριστο και ως εκ τούτου απορριπτέο. Ο καθορισμός της έννομης σχέσης δημοσίου δικαίου, από την οποία απορρέει η αξίωση, σημαίνει ότι ο ενάγων θα πρέπει να αναφέρει αν η αξίωσή του πηγάζει από σύμβαση, από αδικαιολόγητο πλουτισμό, από αστική ευθύνη του Δημοσίου (άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ) ή από άλλο νόμιμο λόγο ευθύνης του Δημοσίου προς καταβολή χρημάτων.

Επιπρόσθετα, όσον αφορά τους λόγους της αγωγής, είναι απαραίτητο να εκτίθεται στο δικόγραφο με ποιον τρόπο, με ποιες ενέργειες ή παραλείψεις επί τη βάσει των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών προσβλήθηκαν δικαιώματα ή συμφέροντα του δικαιούχου. Το αίτημα της αγωγής μπορεί να είναι τόσο καταψηφιστικό, δηλαδή να συνίσταται στην καταβολή της παροχής δυνάμει απόφασης που αποτελεί εκτελεστό τίτλο, όσο και αναγνωριστικό, το οποίο συνίσταται στην αναγνώριση της αξίωσης. Χαρακτηριστικό είναι ότι το αναγνωριστικό αίτημα του άρθρου 73 παρ 2. ΚΔΔμίας μπορεί να αφορά μόνο την ύπαρξη συγκεκριμένης υφιστάμενης χρηματικής αξίωσης του ιδιώτη κατά του Δημοσίου και όχι την ανυπαρξία της, δεν προβλέπεται, δηλαδή, αρνητική αναγνωριστική αγωγή, όπως στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ακόμα, σύμφωνα με τον ΚΔΔμίας είναι επιτρεπτή η αναγνώριση μόνο παρελθούσης ή ενεστώσας και όχι μελλοντικής χρηματικής αξίωσης κατά του Δημοσίου.

Πηγή εικόνας: istockphoto.com/ Δικαιώματα χρήσης: WILLIAM POTTER

Τέλος, η αγωγή ασκείται διά καταθέσεως και δεν απαιτείται και επίδοση, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της πολιτικής δίκης, ενώ μπορεί να έχει μία ή περισσότερες επικουρικές βάσεις και ως προς τη νομική και ως προς την πραγματική της βάση, γεγονός που έχει μεγάλη σημασία, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα ελλόχευε ο κίνδυνος δημιουργίας αντιφατικού δεδικασμένου. Η επικουρική βάση που δεν εξετάστηκε από το δικαστήριο, αλλά και αυτή που εξετάστηκε καταχρηστικά, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση νέας αγωγής, αφού η κρίση του δικαστηρίου στην περίπτωση αυτή δεν εξοπλίζεται με δεδικασμένο.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Πάνος Λαζαράτος, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 3η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Στέλλα Κίζυλη
Στέλλα Κίζυλη
Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πλέον είναι ασκούμενη δικηγόρος. Γνωρίζει αγγλικά και γερμανικά, ενώ πρόσφατα ξεκίνησε την ενασχόλησή της με την αρθρογραφία.