17.9 C
Athens
Τρίτη, 19 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΦαινομενική η οικονομική ανάπτυξη και η βελτίωση των δημοσιονομικών για την ελληνική...

Φαινομενική η οικονομική ανάπτυξη και η βελτίωση των δημοσιονομικών για την ελληνική οικονομία


Του Κωνσταντίνου Γκαμπή, 

Βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο και, όπως όλα δείχνουν, η Νέα Δημοκρατία, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα καταφέρει να σχηματίσει Κυβέρνηση. Το σημαντικότερο μέρος του αφηγήματος του κυβερνώντος κόμματος έχει να κάνει με την οικονομία. Το πώς την περασμένη τετραετία αναπτύχθηκε, πώς θα πάρει η Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα κ.τ.λ.

Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε συνοπτικά την προηγούμενη τετραετία της διακυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη σε ό,τι αφορά την οικονομία, ρίχνοντας λίγο φως σε θέματα τα οποία δεν συζητιούνται, γενικά, αρκετά σε συστημικά μέσα (για ευνόητους λόγους). Εν συνεχεία, θα αναλύσουμε τι αναμένουμε για την επόμενη τετραετία. Ειδικότερα, θα επικεντρωθούμε, κυρίως, στο χρέος που δημιουργήθηκε την περασμένη περίοδο, καθώς το υψηλό δημόσιο χρέος αποτελεί τη μεγαλύτερη τροχοπέδη για την Ελλάδα.

Σύμφωνα με άρθρο του Στάθη Σχινά στην Αυγή, το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης βρίσκεται λίγο υψηλότερα από το επίπεδο των € 400 δις, με τις κρατικές εγγυήσεις, λόγω του προγράμματος «Ηρακλή», να ανέρχονται σε € 29,8 δις στο τέλος του 2022 από € 9,8 δις στο τέλος του 2019. Ουσιαστικά, αυτά τα χρήματα έχουν δεσμευθεί από τον προϋπολογισμό του κράτους, προκειμένου να εξασφαλισθούν τα κέρδη των funds, τα οποία έχουν αγοράσει τα «κόκκινα» δάνεια από τις ελληνικές τράπεζες. Μάλιστα, οι υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν επί πρωθυπουργίας Κυριάκου Μητσοτάκη είναι μεγαλύτερες από αυτές που δημιουργήθηκαν επί Καραμανλή την περίοδο 2004-2009.

Αντίθετα, βλέπουμε τον δείκτη χρέους προς Α.Ε.Π. να έχει υποστεί ραγδαία μείωση το τελευταίο διάστημα, υποδηλώνοντας δημοσιονομική βελτίωση της χώρας. Ωστόσο, η τάση του δημόσιου χρέους να γίνει πιο «βιώσιμο» είναι φαινομενική, καθώς ο πληθωρισμός έχει ενισχύσει ευρύτερα σε σημαντικό βαθμό τα δημοσιονομικά της Ελλάδας. Όπως αναφέρει και ο Economist: «Έχει καταφέρει να μειώσει τον υψηλότατο δείκτη χρέους της Ελλάδας προς το Α.Ε.Π., αν και αυτό οφείλεται, κυρίως, στις επιπτώσεις του πληθωρισμού, ο οποίος αύξησε τα ονομαστικά έσοδα ταχύτερα από τα ονομαστικά έξοδα».

Πηγή εικόνας: avgi.gr

Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του δημοσίου χρέους είναι πως ένα μεγάλο μέρος του δεν ανήκει στη Γενική Κυβέρνηση. Ο Δημόσιος Τομέας της Ελλάδας αποτελείται από τη Γενική Κυβέρνηση, στην οποία συγκαταλέγεται η Κεντρική Κυβέρνηση, η Αυτοδιοίκηση κ.τ.λ., αλλά και από τους Δημοσίους Οργανισμούς και Επιχειρήσεις. Επειδή μόνο το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης υπόκειται στους περιορισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας της Ε.Ε., η Κυβέρνηση δανείστηκε και μέσω των Δημοσίων Οργανισμών (Ο.Τ.Α., Δ.Ε.Κ.Ο. κ.ο.κ.). Το χρέος αυτό, λοιπόν, ανέρχεται περίπου στα € 45,3 δις, που αφαιρούνται κι από το δημόσιο χρέος, το οποίο πέφτει έτσι στα € 355 δις, δηλαδή στο 165-170% του Α.Ε.Π. Να σημειωθεί εδώ ότι αυτό το αποτέλεσμα προκύπτει και μετά από την «ευνοϊκή» –για το δημόσιο χρέος, ως προς το Α.Ε.Π.– περίοδο υψηλού πληθωρισμού.

Το έλλειμα, λοιπόν, της τριετίας 2020-2022 είναι € 49,2 δις, ενώ αν συμπεριλάβουμε και τις εγγυήσεις του «Ηρακλή», ανέρχεται στα € 70 δις. Επιπλέον, να σημειωθεί ότι αυτό το τεράστιο πραγματικά έλλειμα πραγματοποιήθηκε μία περίοδο, κατά την οποία η Ε.Ε. μοίρασε ενισχύσεις σωρηδόν, με την Ελλάδα να έχει πάρει και τις μεγαλύτερες στην Ευρωζώνη, σε απόλυτα μεγέθη.

Σύμφωνα με τα στοιχεία για το χρέος, αντιλαμβανόμαστε ότι στην Ελλάδα, αυτή τη στιγμή, υπάρχει αρκετό χρήμα. Το ερώτημα είναι πώς αυτό έχει διανεμηθεί. Φυσικά, δεν μπορούμε να κάνουμε μία ακριβή ανάλυση αυτού, αλλά ας δούμε κάποια στοιχεία ενδεικτικά.

Σύμφωνα με τη Eurostat, στις 31/12/2022 η Ελλάδα ήταν η τρίτη φτωχότερη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πάνω, μόλις, από τη Σλοβακία και τη Βουλγαρία, με τη μέση αγοραστική δύναμη του Έλληνα να είναι στο 68% του μέσου Ευρωπαίου, αυξημένο κατά 3,4 μονάδες σε σχέση με το 2021, ενώ το 2009 το ποσοστό αυτό ήταν στο 95,9%. Σημειωτέο το γεγονός ότι το μέγεθος αυτό πρόκειται για μέσο, που σημαίνει ότι συμπεριλαμβάνονται και τα υψηλά εισοδήματα, τα οποία μπορεί να διαστρεβλώνουν την εικόνα. Η αύξηση της αγοραστικής δύναμης, το 2022, δεν σημαίνει αναγκαία πως εκφράζει πραγματικά και τον μέσο Έλληνα.

Πηγή εικόνας: kathimerini.gr

Από την άλλη, το σύνολο των εταιρειών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών παρουσίασαν το 2022 καθαρά κέρδη € 10,41 δις (303,6% από το 2021), με 24 από αυτές να εμφανίζουν συνολικά € 8 δις κέρδη. Το 2008, τη χρονιά που το Α.Ε.Π. της χώρας είχε φτάσει στο ζενίθ του, τα κέρδη των εισηγμένων εταιρειών ήταν € 5,7 δις. Τέλος, τα μερίσματα που θα μοιραστούν φέτος θα ανέλθουν στα € 2,4 δις.

Στα παραπάνω στοιχεία, όμως, δεν συμπεριλαμβάνονται οι εταιρείες που δεν είναι εισηγμένες, όπως πάροχοι ενέργειας –πλην της Δ.Ε.Η.–, τα super market και επιχειρήσεις που έχουν σχέση με τον τουρισμό, οι οποίες ήταν αποδέκτες μίας αρκετά ευνοϊκής πολιτικής. Επιπρόσθετα, τα κενά στο Ε.Σ.Υ., τα οποία γιγαντώθηκαν την περίοδο της πανδημίας, οδήγησαν πολλούς σε ιδιωτικά ιατρεία και διαγνωστικά κέντρα, με μεγάλο κοινωνικό κόστος.

Φυσικά, η παραπάνω δεν είναι η πλήρης εικόνα. Το μεγάλο χρέος οφείλεται, εν μέρει, και στις αναγκαίες αυξημένες κρατικές δαπάνες, για να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας. Παρόλα αυτά, γίνεται ξεκάθαρη τόσο η ανεύθυνη στάση της Κυβέρνησης απέναντι στη διαχείριση του δημοσίου χρέους όσο και το ιδεολογικό δόγμα των “trickle down economics”, το οποίο, μάλλον, δεν έχει το αποτέλεσμα που ισχυρίζεται, ότι έχει η Κυβέρνηση. Καθώς οδεύουμε προς τις δεύτερες κάλπες, καλό θα είναι να έχουμε υπόψιν μας τον τρόπο με τον οποίο η Νέα Δημοκρατία αντιλαμβάνεται την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία, αλλά και τις πολιτικές που έχει εφαρμόσει προς αυτή την κατεύθυνση.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Κυριάκος Μητσοτάκης / 50 δισ. το νέο χρέος που δημιούργησε η τετραετία του, avgi.gr, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Γκαμπής
Κωνσταντίνος Γκαμπής
Γεννημένος το 2002 στην Κέρκυρα, σπουδάζει στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Θέλει, επίσης, σίγουρα να κάνει κι ένα μεταπτυχιακό, αλλά δεν έχει ιδέα πάνω σε τι. Μιλάει αγγλικά, ενώ πασχίζει να μάθει και ρώσικα. Στον ελεύθερο χρόνο του, ασχολείται με το debate, το μπαλέτο και το διάβασμα, ενώ του αρέσει να περνάει πολλές ώρες σε καφέ, μόνος ή με παρέα.