22.3 C
Athens
Πέμπτη, 18 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΜάχη για τις «πράσινες» επενδύσεις: Δυσμενείς οι εκτιμήσεις για το παγκόσμιο οικονομικό...

Μάχη για τις «πράσινες» επενδύσεις: Δυσμενείς οι εκτιμήσεις για το παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι


Του Κωνσταντίνου Γκότση, 

Το μοντέλο που έχει διαμορφώσει όλα αυτά τα χρόνια στην οικονομία της η Ευρωπαϊκή Ένωση δίνει τη δυνατότητα στα κράτη–μέλη της να απολαμβάνουν τα οφέλη ενός κοινού νομίσματος και μιας ανταγωνιστικής αγοράς με μηδαμινά εμπόδια στο μεταξύ τους εμπόριο. Αυτό, μάλιστα, αποτελεί μια από τις επιτυχίες των Βρυξελλών στο δρόμο για την πλήρη ευρωπαϊκή ενοποίηση. Ωστόσο, η σημαντική ετερογένεια που υπάρχει μεταξύ των εθνικών οικονομιών, σε συνδυασμό με τον ανεπαρκή έλεγχο που υπήρχε κατά το παρελθόν —ως προς το βαθμό συμμόρφωσης των μελών της με το ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο— και τη μερική παρεκτροπή σε ορισμένες περιπτώσεις από την κοινή γραμμή, την έκαναν αρκετά εύθραυστη απέναντι σε κρίσεις.

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 έβγαλε στην επιφάνεια κάποια δομικά της προβλήματα, τα οποία την οδήγησαν σε κρίση χρέους, ωθώντας στο «χείλος του γκρεμού» αυτό το προοδευτικό εγχείρημα. Γενικά, σε περιόδους κρίσεων και υφέσεων παρατηρείται διεθνώς το φαινόμενο του απομονωτισμού και του εθνικιστικού παρεμβατισμού. Η κάθε χώρα, δηλαδή, γίνεται πιο εσωστρεφής και επικεντρώνεται υπερβολικά στη δική της «επιβίωση», σε βαθμό που κρίνονται ανορθολογικές και αντιαναπτυξιακές αυτές οι πολιτικές.

Ήδη από το 2021, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει βρεθεί αντιμέτωπη με μια σοβαρή ενεργειακή κρίση, με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία να έχει κλιμακώσει αρνητικά την όλη κατάσταση. Αυτή η κρίση έχει θέσει σε κίνδυνο το διασυνοριακό εμπόριο ενέργειας μεταξύ των κρατών–μελών της, το οποίο έχει βοηθήσει σε μεγάλο βαθμό να εξοικονομηθούν πόροι και χρήματα, διατηρώντας, παράλληλα, την ενεργειακή ασφάλεια στη Γηραιά Ήπειρο.

Οι ετήσιες επενδύσεις σε καθαρή ενέργεια παγκοσμίως. Πηγή εικόνας: ft.com, Πηγή δεδομένων: IEA

Σε αυτή την αναταραχή της ευρωπαϊκής αγοράς έρχεται να προστεθεί μια ακόμα απειλή στον τρόπο λειτουργίας της. Αυτή η ταραχώδης εξέλιξη προέρχεται από την πολιτική της Κυβέρνησης των Η.Π.Α., να διοχετεύσει υπέρογκα ποσά (πάνω από $500 δις) στην εγχώρια οικονομία μέσω των «πράσινων» επιδοτήσεων. Αυτό έχεις ως αποτέλεσμα πολλές επιχειρήσεις και επενδυτές, οι οποίοι τηρούν τις προδιαγραφές για αυτές τις επιχορηγήσεις, να ελκύονται περισσότερο από την αμερικανική οικονομία, πόσω μάλλον σε μια εποχή νομισματικής «σύσφιξης», που καθιστά πιο δύσκολη τη δανειακή χρηματοδότηση των έργων τους.

Ανέκαθεν, η ενιαία αγορά της Ευρώπης έχει ως βάση τις φιλελεύθερες αρχές, ενώ, συγχρόνως, στοχεύει προς την επίτευξη ενός (όσο γίνεται) «τέλειου» ανταγωνισμού με ίσους όρους για όλες τις επιχειρήσεις, χωρίς να γίνονται διακρίσεις ανάμεσα στις αγορές των κρατών–μελών. Αυτό, μάλιστα, θέτει προφανώς και δημοσιονομικούς περιορισμούς στις εθνικές Κυβερνήσεις, ώστε να αποτρέπονται πολιτικές που ευνοούν συγκεκριμένους οργανισμούς, κλάδους και, ευρύτερα, ομάδες πίεσης. Σίγουρα, έως τώρα, δεν το έχει επιτύχει εντελώς αποτελεσματικά, αλλά βρίσκεται προς τη σωστή κατεύθυνση, όσο γίνεται πιο αυστηρή ως προς τους ελέγχους της για την τήρηση των κοινών κανόνων.

Αυτό το πλαίσιο είχε, ήδη, χαλαρώσει σημαντικά το τελευταίο διάστημα, λόγω την αλλεπάλληλων κρίσεων που δέχθηκε ο κόσμος διεθνώς, με την αντισυμβατική επεκτατική δημοσιονομική πολιτική των Η.Π.Α., αλλά και τον εντεινόμενο κρατικό παρεμβατισμό της Κίνας, να τη «σπρώχνει» σε περαιτέρω χαλάρωση. Σε μια περίοδο, μάλιστα, που οι Βρυξέλλες προσπαθούν να περιορίσουν αυτές τις επεκτατικές ενέργειες των Κυβερνήσεων.

Επιχειρηματικές επιδοτήσεις σε καθαρές πηγές ενέργειας. Πηγή εικόνας: ft.com, Πηγή δεδομένων: Cleantech for Europe

Οι Η.Π.Α., εδώ και καιρό, έχουν χαλαρώσει τους κανόνες δίκαιου εμπορίου στη νομοθεσία τους, ειδικά σε δραστηριότητες που αφορούν στην «πράσινη» επιχειρηματικότητα. Δημόσια ποσά δισεκατομμυρίων μετακυλίονται προς εταιρείες που δραστηριοποιούνται, ή σκοπεύουν να επεκταθούν, στον τομέα της καθαρής ενέργειας, κυρίως μέσω φορολογικών πιστώσεων. Πάντα, όλα αυτά γίνονται εστιασμένα στα «αμερικανικά συμφέροντα». Ως έναν βαθμό είναι πλήρως θεμιτό και αποδοτικό να δίνονται κίνητρα σε επενδύσεις φιλικές προς το περιβάλλον, που, ίσως, παρουσιάζουν λιγότερο ελκυστικές αποδόσεις. Ωστόσο, όταν ασκούνται με υπερβολή αυτές οι πολιτικές καταλήγουν να υπονομεύουν τον ανταγωνισμό και την ελευθερία στην αγορά, αναδύοντας, συνήθως, τις πιο μεγάλες εταιρείες, ενώ, παράλληλα, εκτοπίζονται οι πιο μικρές.

Οι πιο οικονομικά αδύναμες χώρες, που οι επιχειρήσεις τους είναι λιγότερο ανθεκτικές απέναντι στις κρίσεις, καθώς, επίσης, και χώρες με «βαθύ» κρατισμό −όπως η Γαλλία− πιέζουν σημαντικά τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, να επεκτείνουν τα μέτρα για τις επιδοτήσεις και τις επιχορηγήσεις, με προφανή στόχο το πολιτικό όφελος. Ίσως, βέβαια, να είναι σχεδόν αναγκαία αυτή η «χαλάρωση», με σκοπό να ανταποκριθούν στον ανταγωνισμό της Κίνας και των Η.Π.Α. στην παγκόσμια αγορά, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει πως δεν καραδοκούν σημαντικοί κίνδυνοι μεσομακροπρόθεσμα. Αντιθέτως, οι πιο οικονομικά φιλελεύθερες χώρες, ή διαφορετικά και πιο κοινώς αποδεκτά οι δημοσιονομικά συντηρητικότερες, προειδοποιούν για τους κινδύνους που ενέχουν οι επιπλέον κρατικές ενισχύσεις.

Στις 9 με 10 Φεβρουαρίου, αναμένεται να συζητηθεί στη συνάντηση των 27 ηγετών της Ένωσης το Πράσινο Επενδυτικό Σχέδιο, με σκοπό τη θωράκιση της Ευρώπης στη μάχη της αποτροπής αποεπένδυσης των επιχειρηματιών από τη Γηραιά Ήπειρο, αλλά και την προσέλκυση νέων επενδυτών, διατηρώντας ανταγωνιστικές τις βιομηχανίες της σε διεθνές επίπεδο. Όλη αυτή η οικονομική και εμπορική κατεύθυνση, που λαμβάνουν οι μεγάλες δυνάμεις και πιέζουν την Ε.Ε. προς αυτά τα «μονοπάτια», πιθανώς να προκαλέσουν και έναν εκτεταμένο δασμολογικό πόλεμο, συνδυαστικά με ευρύτερες πολιτικές εθνικο–οικονομικού προστατευτισμού.

Κλείνοντας, εκτός των άλλων, εκτιμάται πως θα διαβρωθεί το ελεύθερο και ανταγωνιστικό σύστημα της αγορά, το οποίο έχει περάσει από «χίλια μύρια κύματα» κατά περιόδους της παγκόσμια Ιστορίας, ενώ, παράλληλα, ελλοχεύει έντονα και ο κίνδυνος του δημοσιονομικού εκτροχιασμού, καθώς τα κρατικά χρέη διογκώνονται διαρκώς. Το μέλλον, τόσο για το εμπόριο όσο και για την οικονομία, ίσως καταλήξει να είναι σοβαρά δυσμενές, αν δεν υπάρξει μέσα στο διάστημα του 2023–2024 αλλαγή στην παρεμβατική και οικονομικά επεκτατική πολιτική των μεγάλων κρατών. Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ανάγκη για συνταγματικό περιορισμό των Κυβερνήσεων προς τις παρεμβάσεις τους στη λειτουργία των αγορών, ώστε να μην ξεφεύγουν από το εποπτικό και, σε ορισμένες φορές, ρυθμιστικό ρόλο τους.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Can the EU keep up with the US on green subsidies?, ft.com, διαθέσιμο εδώ
  • ΕΕ: Αποκαλυπτήρια για το Πράσινο Επενδυτικό Σχέδιο, ot.gr, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Γκότσης, Αρχισυντάκτης Οικονομικών
Κωνσταντίνος Γκότσης, Αρχισυντάκτης Οικονομικών
Γεννήθηκε το 2001 στην Καλαμάτα. Σπουδάζει στο Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στον ελεύθερό του χρόνο του αρέσει να διαβάζει πολιτικο-οικονομικά και ιστορικά βιβλία και να παρακολουθεί θέματα της επικαιρότητας.