22.1 C
Athens
Δευτέρα, 29 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαApple: Άμεσα συνδεδεμένο το μέλλον της με την κινεζική αγορά

Apple: Άμεσα συνδεδεμένο το μέλλον της με την κινεζική αγορά


Του Κωνσταντίνου Γκαμπή,

Σε προηγούμενο άρθρο, έγινε αναφορά στον τρόπο με τον οποίο η Apple κάνει μάρκετινγκ, καθώς και πώς το έχει χρησιμοποιήσει για να γίνει ένας τεχνολογικός κολοσσός. Δεν έγινε, όμως, λόγος για την εφοδιαστική αλυσίδα και την παραγωγική διαδικασία της εταιρείας, οι οποίες κι αυτές μέσω της καινοτομίας συνέβαλαν καθοριστικά στην επιτυχία της. Οι πρακτικές αυτές όμως –οι οποίες καθορίζουν πλέον την εταιρεία και πολύ δύσκολα μπορεί να τις αποχωριστεί– σύμφωνα με κάποιους έχουν πάρει τη μορφή μίας δαμόκλειας σπάθης, η οποία απειλεί την ευημερία της.

Αυτό συνέβη διότι η Apple στήριξε σχεδόν εξολοκλήρου τον εφοδιασμό και την παραγωγή της στην Κίνα. Σε αυτό το σημείο κάποιος θα μπορούσε να πει πως αυτό είναι μία πάγια πρακτική των περισσοτέρων δυτικών εταιρειών. Κι όντως είναι! Η Apple, όμως, το έχει κάνει σε τέτοιο βαθμό που δε μπορεί να συγκριθεί με καμία άλλη εταιρεία. Ήδη από το 1970, επί προεδρίας Richard Nixon, οι Η.Π.Α. έκαναν το άνοιγμά τους προς την Κίνα, καθώς απελευθερωνόταν σταδιακά η εγχώρια οικονομίας της, με την αμερικάνικη Κυβέρνηση να ενθαρρύνει πιο έντονα τις επιχειρήσεις να εγκαταστήσουν τα εργοστάσιά τους στην Κίνα και να συνεργαστούν με κινέζους προμηθευτές από το 2001 και μετά (ένταξη Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου), με το σκεπτικό ότι ο δυτικός καπιταλισμός θα μπορούσε να «εκδημοκρατίσει» τη χώρα. Έτσι, η Apple μαζί με όλες τις υπόλοιπες εταιρείες δεν είχε ιδιαίτερους ενδοιασμούς να το κάνει. Πλέον, όμως, τόσο η κινεζική όσο κι η αμερικάνικη πολιτική σκηνή έχει αλλάξει δραματικά, με την Apple –ούσα το μεγαλύτερο brand των Η.Π.Α.– να δέχεται μεγάλες πιέσεις από πολιτικούς και επενδυτές, προκειμένου να σταματήσει να εξαρτάται τόσο από την Κίνα, κάτι το οποίο όπως θα δούμε ίσως πρακτικά να είναι αδύνατο.

Παλαιότερες Κυβερνήσεις των Η.Π.Α. ωθούσαν τις αμερικανικές επιχειρήσεις να επενδύσουν στην αναδυόμενη οικονομία της Κίνας, που γινόταν όλο και πιο ελεύθερη, με σκοπό να εκδημοκρατίσουν την ασιατική χώρα. Πηγή εικόνας: dw.com / Δημιουργός και δικαιώματα χρήσης: C. Ohde

Το 2007 η Apple στη λίστα της Gartner –με τις 25 καλύτερες εφοδιαστικές αλυσίδες παγκοσμίως– βρέθηκε στη δεύτερη θέση, το οποίο ήταν απρόσμενο γεγονός. Προμήνυε, όμως, την κυριαρχία της εταιρείας και σε αυτό το κομμάτι.

Το 1998 η Apple αποφάσισε να ακολουθήσει τα βήματα και άλλων εταιρειών και να διευρύνει τις λειτουργίες της σε παγκόσμιο επίπεδο. Πρωταρχικό ρόλο στην απόφαση της εταιρείας να εγκατασταθεί στην Κίνα, αλλά και στη μετέπειτα στρατηγική της εταιρείας να ενισχύει την παρουσία της σε αυτή, έπαιξε ο Tim Cook, ο τωρινός C.E.O. της Apple. Η Apple έχει δημιουργήσει ένα οικοσύστημα στη χώρα, το οποίο τόσο σε μέγεθος όσο και σε πολυπλοκότητα δε μπορεί να συγκριθεί με κανένα άλλο. Αυτή τη στιγμή, το 95% των iPhones, iPads, Macs και Air Pods παράγονται στην Κίνα, από όπου προέρχεται το 1/5 των εσόδων της Apple, ήτοι $ 74 δις τον περασμένο χρόνο. Η πλειονότητα των 1,5 εκατ. εργαζομένων, οι οποίοι δε δουλεύουν άμεσα για την Apple, βρίσκονται στην Κίνα.

Ωστόσο, η εταιρεία δεν ακολούθησε τον συνήθη τρόπο που γινόταν η παραγωγή στην Κίνα. Σε αντίθεση με τις περισσότερες εταιρείες, δεν παρέδιδε απλώς τα σχέδια για τα προϊόντα της σε κάποιον κατασκευαστή, ούτε έκανε την επιλογή των εξαρτημάτων από αυτά που υπήρχαν ήδη στην αγορά. Αντίθετα, σχεδίασε η ίδια όχι μόνο τα εξαρτήματα που χρειαζόταν, αλλά και την παραγωγική διαδικασία αυτών και τη συναρμολόγησή τους. Αυτό το έκανε, κυρίως, για να διασφαλίσει τις καινοτομίες της στην παραγωγή.

Οι ισχυροί επιχειρηματικοί δεσμοί που έχει χτίσει η Apple με την κινεζική αγορά καθιστούν σχεδόν αδύνατη την αποσύνδεσή της από αυτή. Πηγή εικόνας και δικαιώματα χρήσης: asia.nikkei.com / Reuters, Επεξεργασία: Nikkei 

Βέβαια, υπήρχαν και άλλοι παράμετροι, που την οδήγησαν σε αυτή την κίνηση. Αρχικά, ο κινεζικός τομέας των ηλεκτρονικών δεν ήταν αρκετά προηγμένος για να μπορέσει να παράγει τα προϊόντα της Apple, τα οποία διακρίνονται για τα υψηλά τους στάνταρντ. Έτσι, η Apple φρόντισε να τον φέρει στα μέτρα της. Αυτό το έκανε μέσω της στενής παρακολούθησης και των παρεμβάσεων στην παραγωγή, με την εκπαίδευση των Κινέζων, στέλνοντας ανά τακτά χρονικά διαστήματα τους καλύτερους μηχανικούς της από την Καλιφόρνια στην Κίνα, καθώς, επίσης, και μέσω του εξοπλισμού, τον οποίο αγόρασε η ίδια και παρέδωσε στους συνεργάτες της.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα που αφορά τον εξοπλισμό είναι αυτό των μηχανημάτων CNC, τα οποία μέσω 3D αρχείων μπορούν να κατασκευάσουν πολύπλοκα εξαρτήματα. Η Apple τα χρησιμοποίησε για να κατασκευάσει το 2008 MacBooks, τα οποία αποτελούταν από ένα μόνο «κομμάτι», ένα «unibody», και όχι από πολλά επιμέρους κομμάτια. «Ένα επίτευγμα  της μηχανικής που προσέφερε ένα επίπεδο ακριβείας ανήκουστο για τη βιομηχανία», όπως είπε και ο Jony Ive, σχεδιαστής των προϊόντων της Apple μέχρι το 2019. Η τεχνολογία αυτή δεν ήταν καινούρια, αλλά ήταν πανάκριβη. Ένα μόνο μηχάνημα CNC κόστιζε $ 500.000. Παρόλα αυτά, η Apple αγόρασε περισσότερα από 10.000 τέτοια μηχανήματα. Υπήρξε, μάλιστα, μία χρονική περίοδος στην οποία η παραγωγή αυξανόταν με τέτοιους ρυθμούς που η παγκόσμια αγορά αδυνατούσε να ικανοποιήσει τη ζήτηση της εταιρείας για CNC.

Όσον αφορά την επιλογή των προμηθευτών της, η Apple δρούσε διεξοδικά, κάτι το οποίο προέρχεται από τον Tim Cook, όπως λένε άνθρωποι που δούλεψαν στην Apple. Η συνήθης πρακτική της είναι να στέλνει έναν μηχανικό στον υποψήφιο προμηθευτή και ξεκινώντας από τον C.E.O. να καταλήγει στον «τελευταίο» τεχνικό της εταιρείας, να ρωτάει και να μαθαίνει τα πάντα για αυτήν. Αν κριθεί κατάλληλη, τότε να παραδίδει ουσιαστικά το R&D κομμάτι της εξ ολοκλήρου στην Apple, δεχόμενη πολύ αυστηρή επιτήρηση. Πρόκειται για μία κοπιαστική διαδικασία, η οποία, όμως, μπορεί να επιφέρει πολλά έσοδα. Η Foxconn το 2000, όταν άρχισε τη συνεργασία της με την Apple, είχε έσοδα $ 3 δις, τα οποία μέχρι το 2010 έφτασαν τα $ 98 δις.

Η πολυετής παρουσία εταιρειών υψηλής τεχνολογίας, συγκεκριμένα στη νότια Κίνα, την έχει μετατρέψει στο μεγαλύτερο και πιο περίπλοκο hub κατασκευής ηλεκτρονικών στον πλανήτη. Το 70% της παγκόσμιας παραγωγής smartphones γίνεται εκεί. Η Κίνα, λοιπόν, δε διαθέτει μόνο τις κλίμακες που χρειάζονται για τέτοιου είδους παραγωγή, αλλά και την εξειδίκευση. Για το 2021, ο αριθμός των οργανισμών στη χώρα που διέθετε πιστοποίηση ISO 9001, δηλαδή βεβαίωση για τη χρήση βέλτιστων πρακτικών στα συστήματα διαχείρισης ποιότητας, ανερχόταν σε 426.716, δηλαδή το 42% περίπου των πιστοποιήσεων παγκοσμίως. Στην Ινδία ήταν 36.505 και στις Η.Π.Α 25.561.

Η επιτυχία της βιομηχανίας των ηλεκτρονικών στην Κίνα δε βασίζεται μόνο στους ιδιώτες της και τους ξένους επενδυτές. Υποβοηθάται κατά πολύ και από το κράτος, τόσο από την κεντρική όσο και από τις τοπικές Κυβερνήσεις. Αρχικά, η Κίνα βλέποντας την επιθυμία δυτικών εταιρειών σαν την Apple να επενδύσουν στη χώρα, φρόντισε να υπάρχουν οι κατάλληλες υποδομές. Το 2009 μόνο οι κρατικές τράπεζες εξέδωσαν δάνεια ύψους $ 1,4 τρις, με σκοπό την ανάκαμψη της οικονομίας από την κρίση του ’08, με τα μισά κεφάλαια να επενδύονται αποκλειστικά στις υποδομές.

Ένας ακόμα τρόπος με τον οποίο το κράτος φροντίζει για την Apple είναι η εξασφάλιση εργατικού δυναμικού. Η κατασκευή και η συναρμολόγηση ενός iPhone είναι μία πολύ μονότονη εργασία. Επομένως, δεν υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον – τουλάχιστον πλέον – για τέτοιες θέσεις, ενώ κι ο ρυθμός με τον οποίο παραιτούνται και προσλαμβάνονται εργάτες είναι πολύ γρήγορος. Για αυτό τον λόγο, πολλοί απλοί πολίτες από αγροτικές περιοχές ή ακόμα και μαθητές υποχρεούνται από το κράτος να δουλεύουν σε εργοστάσια της Apple. Ειρήσθω εν παρόδω, ο Ford, στα πρώτα εργοστάσια με γραμμές παραγωγής έλυσε το πρόβλημα αυτό, εξασφαλίζοντας στους εργάτες έναν υψηλό μισθό, καταργώντας, βέβαια, τα συνδικάτα. Ήταν μία σύμβαση, όμως, που άφηνε ικανοποιημένους τους υπαλλήλους του. Η Apple εδώ δε χρειάζεται να προχωρήσει σε τέτοιες κινήσεις, μιας και μπορεί απλώς να επωφεληθεί της καταναγκαστικής εργασίας –ή αλλιώς iSlavery– της Κίνας (δηλαδή i-Δουλεία), όπως την είχε χαρακτηρίσει πριν μερικά χρόνια ο Τύπος.

Η συναρμολόγηση των συσκευών αποτελεί μονότονη εργασία και η εύρεση ανθρωπίνου δυναμικού είναι μία δύσκολη υπόθεση. Πηγή εικόνας: industryweek.com / Δικαιώματα χρήσης:  EDWARD BURTYNSKY, COURTESY SUNDARAM TAGORE GALLERY AND HOWARD GREENBERG GALLERY, NEW YORK

Η πρόκληση, λοιπόν, που αντιμετωπίζει η Apple είναι αν θα μπορέσει να διαφοροποιήσει την παραγωγή της. Για να το κάνει αυτό θα χρειαστεί να βρει μία χώρα η οποία μπορεί να ανταγωνιστεί έστω και λίγο την Κίνα.

Η προφανής επιλογή είναι η Ινδία, μία Δημοκρατία πιο κοντά στη Δύση, η οποία έχει ως μία επίσημη γλώσσα της τα αγγλικά. Στην Ινδία ήδη γίνονται κάποιες παραγωγές smartphones, από τη Samsung, καθώς και από την Apple (αν και πρόκειται για “lower-end” κινητά, χαμηλότερης ποιότητας). Με τη σειρά της η «παραγωγή» στην Ινδία συνίσταται κατά κύριο λόγο από τη συναρμολόγηση, τον έλεγχο και τη συσκευασία (FATP), διαδικασίες εντάσεως εργασίας, με τις προμήθειες να έρχονται από την Κίνα. Εν τέλει, η Ινδία μπορεί να διαθέτει το εργατικό δυναμικό που είναι απαραίτητο, αλλά δε διαθέτει ούτε την τεχνογνωσία ούτε τις υποδομές για την παραγωγή των υψηλών προδιαγραφών προϊόντων της Apple.

Μία άλλη εναλλακτική είναι το Βιετνάμ, στο οποίο ο μέσος μισθός είναι ο μισός αυτού στην Κίνα. Το 2013 η Microsoft, η οποία μόλις είχε εξαγοράσει τη Nokia, προσπάθησε να μεταφέρει την παραγωγή της στο Βιετνάμ. Υπήρχαν, όμως, μεγάλες δυσκολίες, όπως η έλλειψη υποδομών, ο απρόβλεπτος καιρός και το οργανωμένο έγκλημα. Πέραν αυτού, ο πληθυσμός του Βιετνάμ είναι μόλις 100 εκατ., ενώ ο αριθμός των εργαζομένων σε εργοστάσια μόνο στην Κίνα ανέρχεται σε 293 εκατ. Έτσι, ούτε το Βιετνάμ ενδείκνυται για την παραγωγή.

Ακόμα και αν βρεθεί μια άλλη χώρα ή μοιραστεί η παραγωγή σε πολλές, όπως έχει κάνει η Samsung, τα εξαρτήματα θα προέρχονται από την Κίνα, γιατί μόνο εκεί  – σε ολόκληρο τον κόσμο – υπάρχει το οικοσύστημα που επιτρέπει μία μαζική παραγωγή υψηλής ποιότητας. Συν τοις άλλοις, η Apple έχει ξοδέψει πάρα πολλά λεφτά στην Κίνα για να βεβαιωθεί πως όλα βαίνουν καλώς και αν ήθελε όντως να «φύγει» από την Κίνα, αυτό θα έπαιρνε δεκαετίες για να γίνει ομαλά.

Το μέγεθος της οικονομικής δραστηριότητας της Apple στην Κίνα είναι δυσθεώρητο. Πηγή εικόνας: statista.com

Η Apple έχει, μάλλον, δύο επιλογές. Η πρώτη είναι να συνεχίσει να εξαρτάται από την Κίνα, να επενδύει σε αυτήν και να επωμιστεί οποιαδήποτε οικονομικά και πολιτικά κόστη που μπορεί να προκύψουν. Η δεύτερη είναι να αναπτύξει μία στρατηγική “China+1”, όπως έχουν κάνει κι άλλες εταιρείες, δηλαδή να μειώσει την παραγωγή της στην Κίνα.

Η Apple, λοιπόν, τουλάχιστον σε ορίζοντα 20-30 χρόνων δε μπορεί να κόψει τους δεσμούς της με την Κίνα, γιατί δεν υπάρχει άλλη πραγματική εναλλακτική. Όλες οι πιέσεις που δέχεται οφείλονται στην πολιτική ένταση μεταξύ Η.Π.Α-Κίνας – γεγονός που εμποδίζει τις επενδύσεις για λόγους ασφαλείας – και της κατακραυγής για τις συνθήκες εργασίας και της καταπίεσης που βιώνουν οι εργαζόμενοι και γενικότερα οι Κινέζοι (όπως πρόσφατα είδαμε στα lockdowns που επέβαλλε η κινεζική Κυβέρνηση). Το αν οι σχέσεις μεταξύ Κίνας-Η.Π.Α φτάσουν σε τέτοιο χαμηλό επίπεδο, που θα επηρεάσει την παραγωγή της Apple είναι εξαιρετικά αβέβαιο, μιας κι οι 2 οικονομίες είναι εξαιρετικά αλληλεξαρτώμενες. Σχετικά με τις συνθήκες εργασίας, μάλλον δε θα είναι και πολύ καλύτερες σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας. Επιπλέον, τα μέσα ενημέρωσης δε θα μπορούν να ασχολούνται συνέχεια με το θέμα αυτό, με την είδηση αναπόφευκτα κάποια στιγμή να πέφτει στην αφάνεια.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • How Apple tied its fortunes to China, ft.com, διαθέσιμο εδώ

  • What it would take for Apple to disentangle itself from China, ft.com, διαθέσιμο εδώ


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Γκαμπής
Κωνσταντίνος Γκαμπής
Γεννημένος το 2002 στην Κέρκυρα, σπουδάζει στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Θέλει, επίσης, σίγουρα να κάνει κι ένα μεταπτυχιακό, αλλά δεν έχει ιδέα πάνω σε τι. Μιλάει αγγλικά, ενώ πασχίζει να μάθει και ρώσικα. Στον ελεύθερο χρόνο του, ασχολείται με το debate, το μπαλέτο και το διάβασμα, ενώ του αρέσει να περνάει πολλές ώρες σε καφέ, μόνος ή με παρέα.