Της Λυδίας Τσώνη,
Ένα πρωτοφανές περιστατικό βίας σημειώθηκε πρόσφατα σε γνωστό σχολείο της Κηφισιάς. Οι εμπλεκόμενοι, όπως επί το πλείστον σε τέτοια περιστατικά, ήταν μαθητές. Συγκεκριμένα, πρόκειται για μαθητές Λυκείου, που επέλεξαν ως τρόπο εκτόνωσης της δυσαρέσκειάς τους προς ένα άλλο παιδί να το μαχαιρώσουν στο μάγουλο. Η σωματική ζημιά που προκλήθηκε ευτυχώς δεν ήταν σημαντική, χωρίς όμως κανείς να δύναται να εγγυηθεί πως αυτός ήταν πράγματι ο στόχος.
Για μερικές ημέρες ανοίχτηκε μεγάλη συζήτηση επί του θέματος, φωνές, απορίες, υποθέσεις, κριτικές. Και μετά, ως συνήθως… σιωπή. Εάν το ζήτημα αποτελούσε μοναδικό περιστατικό σε μια κατά τα άλλα αρμονική σύγχρονη κοινωνία, θα ήταν φυσιολογικό να ξεχαστεί. Ωστόσο, αυτήν τη φορά, η σιωπή έχει πλέον καταστεί εκκωφαντικά αδικαιολόγητη. Καθημερινά βομβαρδιζόμαστε από τέτοια περιστατικά, όλο και πιο βίαια, όλο και πιο ανεξέλεγκτα, όλο και πιο τερατώδη.
Είναι τελικά άξιο απορίας το πώς από μια κοινωνία όπου όχι απλά ο δάσκαλος κακοποιούσε τον μαθητή, αλλά επιβραβευόταν για αυτό, περάσαμε σε ένα παντελώς αντίθετο άκρο, της πλήρης αδυναμίας για οποιαδήποτε τάξη και αρμονία, ακόμη και στις μεγαλύτερες ηλικίες. Φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζω ότι το προηγούμενο σύστημα ήταν ορθότερο, καθώς και αυτό δημιουργούσε «τερατώδεις» καταστάσεις στη μετέπειτα πορεία του ατόμου, είτε σε ψυχολογικό επίπεδο (π.χ. έλλειψη αυτοπεποίθησης, παιδικά τραύματα), είτε καθιστώντας τη βία μέσο έκφρασής του που το συνόδευε σε ολόκληρη τη ζωή του (ακόμη και όταν δημιουργούσε οικογένεια). Ωστόσο, και η σημερινή έξαρση της βίας γεννά πολλά ερωτήματα, με σημαντικότερο το πιο απλοϊκό που περνά απευθείας από το μυαλό όλων μας: «Γιατί τόσο μίσος;».
Πράγματι, ζούμε σε έναν κόσμο που απέχει πολύ από την ευημερία, με το μίσος να κυριαρχεί ακόμη και στις πιο προσωπικές μας σχέσεις. Όμως, θα περίμενε κανείς μια μεγαλύτερη αθωότητα στις μικρότερες ηλικίες. Η ευρέως διαδεδομένη αυτή αντίληψη δεν αντικατοπτρίζει τελικά την πραγματικότητα, καθώς η εξάπλωση της τεχνολογίας διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην πρόωρη ωρίμανσή τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό είναι θετικό, όμως, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι υπερβολικά εύκολο πλέον μέσω του ίντερνετ να εξαπλώνονται λανθασμένες απόψεις που προωθούν την εχθρότητα, τη βία, την αλαζονεία σε ορισμένες περιπτώσεις. Επιπλέον, δεν είναι κρυφό πως οι διαδοχικές καραντίνες, στις οποίες υποβληθήκαμε λίγα χρόνια πριν, αύξησαν δραματικά τις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, τις οποίες εκατομμύρια παιδιά αναγκάστηκαν να υπομείνουν, γεγονός που τους άφησε σημάδια αθεράπευτα και αδύναμα να φανούν με γυμνό μάτι.
Και αν αυτά δεν ήταν αρκετά, κυριαρχεί ένα διαρκές αίσθημα «κατάρρευσης» κάθε αξίας. Έχουμε όλοι μας αισθανθεί πως έχουμε τόσο τη δυνατότητα και την ευχέρεια, όσο και την υποχρέωση να πάρουμε στα χέρια μας καταστάσεις για να πετύχουμε αυτό που θέλουμε. Πάνω σε αυτό το πρότυπο χτίζεται η βία, αψηφώντας κάθε άλλο άτομο, κάθε προσωπικότητα, κάθε εμπόδιο ή, ακόμη χειρότερα, χρησιμοποιώντας τα ως μέσα επίδειξης δύναμης και εξουσίας. Γιατί, φυσικά, στην εποχή της μαζικής κουλτούρας και της ομαδικής πολτοποίησης, της απαίτησης –και όχι απλώς καταπίεσης– ένταξης σε ένα μείγμα ανθρώπων όπου κανείς δεν ξεχωρίζει, πώς είναι δυνατόν να ενδιαφερθούμε όντως για το άτομο και να το εξετάσουμε με την προσοχή που του αρμόζει;
Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που τα περιστατικά αυτά, κατά κανόνα, λαμβάνουν χώρα στο σχολικό περιβάλλον. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι το σχολείο αποτελεί μια μικρογραφία, ή ένα προστάδιο αν θέλετε, της κοινωνίας. Από τη μια πλευρά, επικρατεί η ανάγκη επιβεβαίωσης από τους άλλους ή η εδραίωση κυριαρχίας, βασισμένης σε ένα κράμα φόβου και θαυμασμού. Από την άλλη πλευρά, η άρνηση πολλών εκπαιδευτικών να διαδραματίσουν σωστά τον ρόλο τους και να ασχοληθούν ουσιαστικά και παραγωγικά με τη διάπλαση του κάθε ατόμου, όχι μόνο προκαλεί στους μαθητές την τάση να αγνοούν με τη σειρά τους τις οδηγίες, αλλά αφήνουν ανολοκλήρωτη τη διάπλαση των αυριανών μελών της κοινωνίας, που θα δουλεύουν όχι για την επιβίωση, αλλά για την ανάπτυξή της.
Συνεπώς, αν επιθυμούμε να υπάρξει κάποια μεταβολή σε αυτήν την τόσο ψυχοφθόρα ρουτίνα, οφείλουμε να έχουμε την ικανότητα να θεσπίσουμε όρια στον εαυτό μας. Όλοι μιλούν για την αλλαγή, περιμένοντας κάποιον άλλον να τη φέρει. Κι όμως, οι επιλογές βρίσκονται στα χέρια μας. Βρίσκονται στα χέρια όσων χρησιμοποιούν τη βία για να καλύψουν την αδυναμία τους, αλλά ταυτόχρονα σε όσων έχουν τη δύναμη να δείξουν αλληλεγγύη.
«Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή», όπως λέει και ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης.
Έχουμε εξάλλου δικαιώματα και υποχρεώσεις. Δικαιούμαστε να επιλέξουμε ποιοι θέλουμε να γίνουμε, αλλά υποχρεούμαστε να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες που θα φέρει αυτό στους ξένους, τους φίλους, τους αγαπημένους μας, και τελικά, στον κόσμο γύρω μας. Εσείς, τι θα επιλέξετε;