12 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΤο χρονικό της Μικράς Ασίας: 100 χρόνια από τον ξεριζωμόΗ ΕΑΠ και η ένταξη των Μικρασιατών στην ελληνική κοινωνία

Η ΕΑΠ και η ένταξη των Μικρασιατών στην ελληνική κοινωνία


Του Θανάση Μπούτσικα,

Ο απόηχος της Μικρασιατικής Εκστρατείας ήταν ολέθριος για την Ελλάδα. Οι βλέψεις για περαιτέρω επέκταση προς ανατολάς εξαφανίστηκαν και το γόητρό της στην παγκόσμια πολιτική σκηνή πληγώθηκε ολοσχερώς. Το χείριστο, όμως, ήταν ο αφανισμός του ελληνισμού της Μικράς Ασίας από την κεμαλική κυβέρνηση, με αποκορύφωμα την καταστροφή της πόλης της Σμύρνης, τον Σεπτέμβριο του 1922. Πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες κατέφθασαν στην απέναντι όχθη, αφήνοντας πίσω τις προγονικές τους εστίες, ζητώντας από τους «συμπατριώτες» τους βοήθεια στη νέα τους ζωή. Αυτή ήταν η πραγματικότητα στην οποία το μικρό ελληνικό βασίλειο είχε εισέλθει: να αποκαταστήσει τους νέους πληθυσμούς στην επικράτειά της, όπως όριζαν οι συνομιλίες με τις Μεγάλες Δυνάμεις, που οριστικοποιήθηκαν με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, το καλοκαίρι του 1923. Για την εκπλήρωση αυτής της δέσμευσης, οι ελληνικές κυβερνήσεις βασίστηκαν κυρίως σε ξένους φορείς, με σημαντικότερη την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ). Πριν αρχίσουμε, όμως, την αναφορά μας στο έργο της επιτροπής, ας δούμε λίγο τα γεγονότα που οδήγησαν στη δημιουργία της.

Τοποθετημένες σκηνές σε πλατεία του Πειραιά για πρόχειρη στέγαση Μικρασιατών προσφύγων. Πηγή εικόνας: kathimerini.gr

Μετά τη λήξη του πολέμου, η Ελλάδα ήταν σε δυσμενή θέση. Η αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία τον Αύγουστο του 1922, καθώς και η τουρκική επίθεση στη Σμύρνη τον επόμενο μήνα, είχαν ως αποτέλεσμα την τεράστια συγκέντρωση προσφύγων στα νησιά του ΒΑ Αιγαίου και στη Δυτική Θράκη (υπολογίζονται στους 300.000), αλλά και την αμφισβήτηση των συνόρων μεταξύ των Ελλήνων και των Οθωμανών προκατόχων του Κεμάλ, μετά το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ξεκινάει η επί ένα χρόνο συνεδρίαση για τον ορισμό των συνόρων της νέας Τουρκικής Δημοκρατίας. Η νέα τουρκική κυβέρνηση νομιμοποιήθηκε ως αντικαταστάτης της σουλτανικής διοίκησης και κατήργησε τη Συνθήκη των Σεβρών του 1920, που ποτέ δεν την αποδέχθηκε ο τουρκικός λαός. Όσο για τα εδαφικά κεκτημένα, η νέα Τουρκία προσάρτησε τα νησιά της Ίμβρου και της Τενέδου, την Ανατολική Θράκη, τη Σμύρνη με τις γύρω περιοχές και τα Στενά, που βρίσκονταν υπό συμμαχικό έλεγχο. Υπήρξαν και προσπάθειες για καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων, αλλά η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε αδύναμη οικονομική θέση, δίνοντας την περιοχή της Παλαιάς Ορεστιάδος στη Θράκη.

Η Ελλάδα, από τη μεριά της, κατάφερε να εγγυηθεί την ευνοϊκή διοίκηση των απολεσθέντων νήσων, αλλά και την παύση τουρκικών επιχειρήσεων για ανάκτηση πρώην οθωμανικών κτήσεων. Το βασικότερο, όμως, από τα προβλήματα του πολέμου ήταν η τύχη των εθνικών μειονοτήτων στις δύο χώρες. Η λύση ήρθε με την υπογραφή της Συμβάσεως της Λωζάνης, έπειτα από διασκέψεις τον Νοέμβριο της προηγούμενης χρονιάς. Η τελική απόφαση όριζε ανταλλαγή όλων των ορθοδόξων πληθυσμών της Τουρκίας και όλων των μουσουλμάνων της Ελλάδος. Οι μόνες εξαιρέσεις στον κανόνα ήταν οι μουσουλμάνοι Έλληνες της Δυτικής Θράκης και οι Ελληνορθόδοξοι που διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο, ως εγγύηση για την τήρηση της συμφωνίας. Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε ο αγώνας του ελληνικού κράτους για την αποκατάσταση των προσφύγων.

Υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα κατέφθασαν περίπου 1.500.000 ορθόδοξοι Μικρασιάτες, ενώ περίπου 700.000 μουσουλμάνοι πολίτες της έφυγαν για να εγκατασταθούν στην Τουρκία. Οι ανταλλαγές άρχισαν μόλις τρεις μήνες μετά την επικύρωση της σύμβασης, τον Μάιο του 1923. Οι σκοποί της ελληνικής κυβέρνησης από την αρχή της ανταλλαγής ήταν ξεκάθαρα πολιτικοί, οικονομικοί και δημογραφικοί. Ήθελε, σχεδόν κατά αποκλειστικότητα, την εγκατάσταση των προσφύγων στην ύπαιθρο. Οι λόγοι ποικίλουν. Η τοποθέτηση οικογενειών προσφύγων στην επαρχία σήμαινε ότι οι καλλιέργειες θα μπορούσαν να δουλευτούν ξανά, για να ενισχυθεί η αγροτική παραγωγή της χώρας. Ήταν σημαντικό και λόγω της ξαφνικής αύξησης του πληθυσμού, οπότε θα έπρεπε οι πρόσφυγες να μπορούν να καλύψουν τις πρώτες ανάγκες τους, ενώ στηρίζουν την τοπική οικονομία, και επειδή θα είχαν τις απαραίτητες εγγυήσεις για δάνεια από το εξωτερικό. Ταυτόχρονα, θα καλυπτόταν το υπάρχον δημογραφικό κενό στις «Νέες Χώρες» (Μακεδονία, Δ. Θράκη, Θεσσαλία, Ήπειρος) εξαιτίας μαζικών αποχωρήσεων του Πολέμου και των ανταλλαγών, με επαναλειτουργία εγκαταλελειμμένων οικισμών από Έλληνες.

Ωστόσο, αναδύθηκαν κωλύματα που εμπόδιζαν την παραπάνω σκέψη: η κακή οικονομική κατάσταση της χώρας και η φύση των ίδιων των προσφύγων. Κατά συντριπτική πλειοψηφία (53-54%) οι πρόσφυγες ήταν αστοί που ασκούσαν αστικά επαγγέλματα. Το ελληνικό κράτος δεν είχε, παρόλο αυτά, τη δυνατότητα ούτε για την εγκατάσταση όλων στις πόλεις ούτε για τη στήριξη του βίου τους στην επαρχία. Μόνο στοιχειώδεις ανάγκες μπορούσαν να καλυφθούν. Για αυτό και τον Φεβρουάριο του 1923, η Ελλάδα παραχώρησε την ευθύνη της εποπτείας όλης της προσπάθειας στην Κοινωνία των Εθνών, η οποία και έλαβε δραστικά μέτρα.

Προσφυγικός Συνοικισμός στην Καβάλα με νέα σπίτια χτισμένα από την ΕΑΠ. Πηγή εικόνας: thessmemory.gr

Τον Οκτώβριο του 1923, με απόφαση της Κοινωνίας των Εθνών (ΚΤΕ), ιδρύθηκε η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ). Πρωταρχικός στόχος αυτού του νέου αυτόνομου σώματος θα ήταν η εποπτεία/διασφάλιση της ομαλής ανταλλαγής πληθυσμών και η εγκατάσταση των προσφύγων στις επαρχίες και στα αστικά κέντρα. Τη διοίκηση ανέλαβε συμβούλιο απαρτιζόμενο από τέσσερα μέλη, δύο εντεταλμένα από την ίδια την ΚΤΕ και άλλα δύο από την ελληνική κυβέρνηση, ενώ ο πρόεδρος ήταν υποχρεωτικό να είναι πολίτης των Η.Π.Α., ο οποίος θα εκπροσωπούσε όλες τις οργανώσεις φιλανθρωπικού περιεχομένου που είχαν πάρει μέρος στη φροντίδα των νεοαφιχθέντων. Την προεδρεία της ΕΑΠ κατείχε πρώτος ο Ερρίκος Μόργκενταου, ο οποίος κατάφερε την παραχώρηση δύο δανείων, ύψους 1.000.000 και 12.300.00 λιρών στερλίνων. Μαζί με ένα άλλο δάνειο 1.000.000 λιρών από την Τράπεζα της Αγγλίας, η Επιτροπή ξεκίνησε τις εργασίες της τον Νοέμβριο του ίδιου έτους.

Η αποκατάσταση χωρίστηκε σε δύο μέρη, αγροτική και αστική, ενώ ήταν απαραίτητος ο διαχωρισμός μεταξύ αστών και αγροτών προσφύγων. Σημαντικότερη θεωρήθηκε η αγροτική αποκατάσταση, λόγω των εγκαταλελειμμένων εκτάσεων και των απαλλοτριωμένων τσιφλικιών. Εκεί δαπανήθηκε πάνω από το 85% του συνόλου των δανείων. Η ΕΑΠ ακολούθησε το μοντέλο της μικροϊδιοκτησίας ως προς την παροχή γαιών, που γινόταν κατά ομάδες. Κάθε προσφυγική οικογένεια έπαιρνε έναν κλήρο μαζί με τα απαραίτητα για τη δούλεψη της γης (ζώα, τροφές, εργαλεία) και έναν προσωρινό τίτλο, έναντι σταδιακής εξόφλησης. Η οριστικοποίηση των τίτλων θα γινόταν μετά την απαρίθμηση των εκτάσεων και των περιουσιών των ντόπιων και θα γινόταν πλήρης ιδιοκτησία μετά την πληρωμή του χρέους. Για τη στέγασή τους, χρησιμοποιήθηκαν οι παλιές κατοικίες των ανταλλάξιμων, αλλά και σλαβόφωνων που έφυγαν μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, και αναγέρθηκαν 60.000 νέες κατοικίες. Όσο για την αστική πλευρά της αποκατάστασης, η οποία κινήθηκε με πιο αργούς ρυθμούς σε σχέση με την επαρχία, σε συνεργασία με το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων και το Υπουργείο Πρόνοιας, κατάφερε να εγκαταστήσει τους πρόσφυγες αρχικά σε καταλύματα πρόχειρα και αργότερα σε συνοικισμούς, νέους και υπάρχοντες, κυρίως στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τον Πειραιά, όπου είχαν εγκατασταθεί πάνω από τους μίσους αστούς πρόσφυγες, ενώ, ταυτόχρονα, επιχείρησε να βοηθήσει στην επαγγελματική τους αποκατάσταση.

Ο προσφυγικός συνοικισμός της Αγίας Φωτεινής στη Θεσσαλονίκη. Πηγή εικόνας: goniaxalarosis.gr

Η ΕΑΠ λειτούργησε έως το 1930, όταν και διαλύθηκε. Μέχρι τότε, κατάφερε να δημιουργήσει κοντά στους 2.000 αγροτικούς οικισμούς στα βόρεια της χώρας, στους οποίους έμειναν πάνω από 500.000 πρόσφυγες, και ευθύνεται για τη δημιουργία νέων συνοικισμών στις πόλεις, 46 εκ των οποίων βρίσκονται μόνο στην Αθήνα και τον Πειραιά. Επίσης, είναι υπεύθυνη για την ανέγερση 30.000 περίπου νέων κτιρίων. Η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων καθ’ όλη τη διάρκεια της δράσης της επιδίωκε την αυτάρκεια των ανταλλάξιμων, την ένταξή τους στην οικονομική ζωή της νέας τους πατρίδας και τη σταδιακή προσαρμογή τους στην ευρύτερη κοινωνική σφαίρα. Οι αρμοδιότητές της πέρασαν στις υπηρεσίες του ελληνικού δημοσίου τομέα και στο Υπουργείο Πρόνοιας. Παρά την τεράστια συνεισφορά, όμως, οι οικονομικές και πολιτικές ατασθαλίες της χώρας, σε συνδυασμό με το αυξανόμενο μένος των γηγενών κατά των νέων κατοίκων, επιβράδυναν αρκετά τη διαδικασία ένταξης και αφομοιώσεως των προσφύγων, που ολοκληρώθηκε μόλις τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Συλλογικό Έργο (2003), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1700-2000: Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940: Από την Αβασίλευτη Δημοκρατία στην Δικτατορία της 4ης Αυγούστου, Τόμος Ζ’, Αθήνα: Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
  • Kontogiorgi, Elisabeth (2006), Population Exhange in Greek Macedonia: The Rural Settlement of Refugees 1922-1930, Oxford: Oxford University Press
  • thessmemory.gr, 31 Οκτωβρίου 1923. Ιδρύεται η διεθνής Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Διαθέσιμο εδώ
  • refugeesingreece.gr, Κοινωνία των Εθνών, Η εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα [αποσπάσματα από την Έκθεση της ΕΑΠ]. Διαθέσιμο εδώ
  • Κακριδής, Ανδρέας (2021), Πτυχές της αποκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα (1922-1930), Αθήνα: Τράπεζα της Ελλάδος. Διαθέσιμο εδώ

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θανάσης Μπούτσικας
Θανάσης Μπούτσικας
Είναι 4οετής φοιτητής με ενδιαφέρον προς την ανακάλυψη της ιστορίας και την σύνδεσή της με το σήμερα. Επιδέξιος, ουσιαστικός και πρόθυμος, θέλει να προσδώσει μία μοντέρνα οπτική για την επίδραση της ιστορίας στον σύγχρονο αναγνώστη.