18.1 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΗ επίδραση της φορολογίας κεφαλαίου στις σύγχρονες οικονομίες

Η επίδραση της φορολογίας κεφαλαίου στις σύγχρονες οικονομίες


Της Ελένης Μπαλγκουράνου,

Οι απρόσκοπτες προσπάθειες σχεδιασμού φορολογικών δομών εγείρουν συχνά έντονες αντιπαραθέσεις. Με σκοπό τα κράτη να εξομαλύνουν τις φορολογικές διαφορές τους και να βρουν μια κοινή πορεία στο δαιδαλώδες εγχείρημα της διαμόρφωσης φορολογικής πολιτικής, έχουν τεθεί πέντε βασικοί πυλώνες ως κριτήρια αξιολόγησής της. Ειδικότερα, οι φορολογικές πολιτικές πρέπει να χαρακτηρίζονται από αποτελεσματικότητα, διοικητική απλότητα, ευελιξία, διαφάνεια, πολιτική υπευθυνότητα και δικαιοσύνη. Επιπλέον, εξαιτίας της τρέχουσας κατάστασης και των ραγδαίων οικονομικών εξελίξεων, ένα φορολογικό σύστημα πρέπει να είναι ανθεκτικό απέναντι στη διαφθορά.

Ως φόρος, λοιπόν, χαρακτηρίζεται το επιπλέον πόσο, το οποίο επωμίζονται οι πολίτες, λαμβάνει τη μορφή χρηματικής παροχής, είναι οριστικός και υποχρεωτικός και τίθεται για λόγους κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής. Κατά την επιβολή του, ένας φόρος οφείλει να είναι καθόλα νόμιμος, να αποσκοπεί στην φορολογική ισότητα, να μην είναι αναδρομικός και να μην παρεμβαίνει στη σφαίρα των ατομικών δικαιωμάτων. Χωρίζεται σε διάφορες κατηγορίες, ωστόσο, στο παρόν άρθρο θα αναλυθεί η φορολογία επί του κεφαλαίου. Πώς δηλαδή πρέπει να επιβάλλεται και ποιοι είναι οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν. Στη φορολογία κεφαλαίου περιλαμβάνονται: η φορολογία κληρονομιάς, δωρεών και γονικών παροχών, ακίνητης περιουσίας και μεταβίβασης ακινήτων. Συγκεκριμένα, η φορολογική κλίμακα των μερισμάτων είναι 15%, των τόκων είναι 15% και των δικαιωμάτων είναι 20%. Τα εισοδήματα από ακίνητη περιουσία αφορούν τα φυσικά πρόσωπα, ενώ τα έσοδα αυτά των νομικών προσώπων εντάσσονται στην επιχειρηματική δραστηριότητα.

Οι απόψεις σχετικά με τη φορολόγηση του εισοδήματος από κεφάλαιο διίστανται, με αποτέλεσμα να καταλήγει ως ένας από τους βασικούς λόγους πολυπλοκότητας του φορολογικού μας συστήματος. Τα επιχειρήματα για τη φορολόγηση του κεφαλαίου έχουν, όμως, ως κοινό παρονομαστή, ζητήματα δικαιοσύνης και αποτελεσματικότητας. Ειδικότερα, σχετικά με τα θέματα δικαιοσύνης, ο οικονομολόγος Fisher είχε δηλώσει ότι «Είναι προτιμότερο να φορολογούνται τα άτομα με ό,τι αφαιρούν από την κοινωνία μέσω της κατανάλωσης τους, παρά βάσει του εισοδήματος τους». Συνεπώς, ένας φόρος βάσει εισοδήματος ευνοεί τα άτομα, τα οποία δεν φορολογούνται για όσο καταναλώνουν, καθώς δεν επωμίζονται φορολογικό βάρος. Ωστόσο, αν δεν φορολογηθεί το κεφάλαιο, μεγάλο μέρος της κοινωνίας, των πιο εύπορων, δεν θα ήταν υποχρεωμένο να καταβάλλει το πόσο που του αναλογεί. Εν αντιθέσει, σύμφωνα με την άποψη της μη φορολόγησης του κεφαλαίου, επειδή ακριβώς η οικονομία μας εξαρτάται από τις επενδύσεις κεφαλαίων, πώς θα δίνονταν κίνητρα για επενδύσεις, αλλά και για αποταμίευση;

Το ζήτημα αυτό θα αναλυθεί, τόσο από την σκοπιά της κλειστής εθνικής οικονομίας, όσο και σε συνθήκες ανοιχτής οικονομίας. Συγκεκριμένα, η εθνική επένδυση εξαρτάται από την ιδιωτική αποταμίευση (νοικοκυριά και επιχειρήσεις) και από την εθνική αποταμίευση (διαφορά της ιδιωτικής αποταμίευσης και του κρατικού ελλείμματος). Συνεπώς, αν μειωθεί ο φόρος απόδοσης του κεφαλαίου, τότε μειώνονται τα κρατικά έσοδα και ταυτόχρονα, μπορεί να αυξάνεται το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού, σε σύγκριση με την ιδιωτική αποταμίευση. Αν ο κρατικός μηχανισμός υποκαταστήσει τη μείωση του φόρου του εισοδήματος από κεφάλαιο με μια αύξηση του φόρου στους μισθούς, τότε η ιδιωτική αποταμίευση αυξάνεται. Όμως, παρά την εύρεση εναλλακτικών τρόπων συγκομιδής φόρων από το κράτος, δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι τα άτομα με εισόδημα από κεφάλαιο είναι αναμφισβήτητα πιο εύπορα. Αυτό μπορεί να συμβαίνει είτε επειδή κληρονόμησαν περιουσίες χωρίς να μοχθήσουν και να πληρώσουν για αυτές καταβάλλοντας κάποιον φόρο κληρονομιάς είτε λόγω φοροαποφυγής-φοροδιαφυγής.

Από την άλλη πλευρά, υπό συνθήκες ανοιχτής οικονομίας, η φορολογία επί των κεφαλαίων δεν έχει τόσο μεγάλη επίδραση, καθώς ενισχύεται το φαινόμενο της μετακίνησής του από μία χώρα σε μία άλλη. Βέβαια, το ξένο κεφάλαιο δεν αποτελεί υποκατάστατο της εθνικής αποταμίευσης. Σχετικά με τους κρατούντες του κεφαλαίου σε μια χώρα, υπό συνθήκες ανοιχτής οικονομίας, ωθούνται σε επενδύσεις στο εξωτερικό, ώστε να αποφύγουν να πληρώσουν το ύψος του εγχώριου (υψηλού) φόρου που τους αναλογεί.

Το ερώτημα που ανακύπτει συνδέεται με τον βαθμό που οι επιχειρηματίες θα θελήσουν να αναλάβουν τον κίνδυνο για επενδύσεις, εφόσον γνωρίζουν ότι το κεφάλαιο φορολογείται. Ειδικότερα, αν η απόδοση των περιουσιακών στοιχείων ήταν μηδενική και το κράτος μπορούσε να φορολογήσει τα κέρδη και να επιδοτήσει τις ζημίες, έχοντας τον ίδιο συντελεστή, θα μπορούσε να ενθαρρύνει τους επιχειρηματίες να αναλάβουν τον κίνδυνο. Πρακτικά, όμως, η συμμετοχή του κράτους μέσω της καθιέρωσης του νομικού πλαισίου «κάλυψης» των ζημιών, δεν υφίσταται. Οπότε, ελλοχεύουν τα αντίθετα αποτελέσματα. Συνεπώς, τα φτωχότερα άτομα, τα οποία δεν μπορούν να αναλάβουν εύκολα τους εν λόγω κινδύνους, δεν είναι διατεθειμένα να ασχοληθούν περαιτέρω.

Όπως γίνεται αντιληπτό, η φορολογία επί των κεφαλαίων επηρεάζει τη ζωή όλων μας και δεν υπάρχει πρακτικά μία τέλεια φορολογία, κατά την οποία όλα θα λειτουργούν προς όφελος όλων. Οπότε τα βασικά προβλήματα είναι: α) το ότι αυξάνεται η αξία των κεφαλαιακών κερδών κατά το στάδιο της πώλησής τους, ενώ τα κεφαλαιακά κέρδη και οι ζημίες αντίστοιχα δεν είναι εύκολο να μετρηθούν. Ως φυσικό απότοκο, το άτομο γνωρίζει ότι αν προβεί στην πώληση του εν λόγω κεφαλαίου, κινδυνεύει να φορολογηθεί. Επομένως, διατηρεί το κεφάλαιό του, ενισχύοντας τις στρεβλώσεις μέσω του φαινομένου του εγκλωβισμού. β) Καθώς περνούν τα χρόνια, το κράτος είναι δύσκολο να εκτιμήσει την πραγματική αξία ενός κεφαλαιακού προϊόντος, με αποτέλεσμα να καταφεύγει σε απλούς κανόνες εκτίμησης για να υπολογίσει την απόσβεση. Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μια αύξηση και στρέβλωση της πραγματικής οικονομικής απόσβεσης, οπότε δεν επιτυγχάνεται η οικονομική ουδετερότητα. Η φορολόγηση πρέπει να γίνεται με γνώμονα τα γνήσια κέρδη και όχι την κεφαλαιακή απόδοση. γ) Τέλος, το τρίτο βασικό πρόβλημα είναι ο πληθωρισμός, δηλαδή η έλλειψη ορθής τιμαριθμοποίησης. Ουσιαστικά, η φορολογία ασκείται κατά βάση με τις ονομαστικές και όχι με τις πραγματικές αποδόσεις.

Εν κατακλείδι, οι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης και η σύγχρονη ανταγωνιστική κοινωνία έχουν βαρυσήμαντο ρόλο στη στοχοθεσία της φορολογικής πολιτικής. Οι επιρροές που λαμβάνει το εν λόγω σύστημα προέρχονται από διαφορετικά μέτωπα, όπως χρηματοοικονομικές, συμπεριφορικές. Επομένως, ο χρόνος για να προσαρμοστεί στα νέα δρώμενα είναι πολύτιμος. Για τον λόγο αυτό, πρέπει να υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία φορολογικού στρατηγικού σχεδιασμού.


ΕΝΕΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Οικονομική του Δημοσίου Τομέα, Joseph E. Stiglitz, Jay K. Rosengard, επιμέλεια Νικόλαος Καραβίτης, Αντώνης Αδάμ, 2η έκδοση, εκδόσεις Κριτική, 2019
  • «Φορολογικό Δίκαιο», Θ. Φορτσάκης, Κ. Σαββαϊδου, Α. Τσουρουφλής, Π. Πανταζόπουλος, 6η έκδοση, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2021

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ελένη Μπαλγκουράνου
Ελένη Μπαλγκουράνου
Γεννήθηκε το 1999 στη Λάρισα όπου και μεγάλωσε. Είναι φοιτήτρια του τμήματος Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου. Ενδιαφέρεται για την οικονομική επιστήμη, την χρηματοοικονομική Διοίκηση, τη Δημόσια Πολιτική, τη διεθνή και εγχώρια φορολογία. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον εθελοντισμό και ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία.