17.9 C
Athens
Τρίτη, 19 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΜουσικήHave a Nice Life – “Deathconsciousness”: Ένα κλασικό έργο της εναλλακτικής μουσικής

Have a Nice Life – “Deathconsciousness”: Ένα κλασικό έργο της εναλλακτικής μουσικής


Του Δημήτρη Σεργάκη,

Πίσω στο 2008, o Dan Barret και Tim Macuga κυκλοφόρησαν ένα από τα σπουδαιότερα διπλά LP όλων των εποχών. Ένα σκοτεινό ατμοσφαιρικό ταξίδι για την εξερεύνηση της κατάθλιψης, της απάθειας της απελπισίας και του θανάτου, αποτελεί πλέον ένα κλασικό έργο της εναλλακτικής μουσικής. Σήμερα, είναι ίσως το σήμα κατατεθέν και πρότυπο του τι μπορεί να δημιουργήσει κανείς όχι μόνο χωρίς επαγγελματικό εξοπλισμό, αλλά και χωρίς ιδιαίτερη γνώση ηχοληψίας και «άρτιο» ήχο. Θα έλεγε κάνεις πως έχει δημιουργήσει ένα δικό του μουσικό είδος, επηρεάζοντας και εμπνέοντας σημαντικά ανεξάρτητους και DIY μουσικούς για τα επόμενα χρόνια.

Την εποχή που κυκλοφόρησε, όμως, κανείς δε νοιάστηκε πραγματικά. Ίσως και να ήταν ότι οι ίδιοι οι δημιουργοί του δήλωναν ότι πρόκειται για τον πιο καταθλιπτικό δίσκο της Iστορίας, μα περισσότερο το γεγονός πως αναμφισβήτητα ήταν και είναι μουσική δύσκολη να τη «χωνέψει» ο μέσος ακροατής. Η αλήθεια είναι πως για τους δημιουργούς η αποδοχή της μάζας και η κριτική ήταν το τελευταίο πράγμα που τους ενδιέφερε. Αντίθετα, ήταν αποτέλεσμα περίπου πέντε ετών δουλειάς, όπου μαζί βυθίστηκαν στα βαθιά νερά του shoegaze, noise, synthpop, του drone, doom και οτιδήποτε υπάρχει ενδιάμεσα σε αυτά, έχοντας στη διάθεσή τους ένα εξαιρετικά χαμηλό budget. Αυτό είναι και ένα από τα στοιχεία του δίσκου που τον καθιστά εντυπωσιακό.

Dan Barret και Tim Macuga. Πηγή Εικόνας: Revolver Magazine

Μία επαναστατική, θα έλεγε κανείς δουλειά, με τελείως ξεχωριστό και ιδιαίτερο ήχο, δημιουργήθηκε με εργαλεία που είναι διαθέσιμα κυριολεκτικά σε οποιονδήποτε. Ο Jonathan Tuite της “Flenser”, εταιρεία υπεύθυνη, αργότερα, για την κυκλοφορία του δίσκου, δήλωσε χαρακτηριστικά πως: «Είναι σαν ένας δίσκος που φτιάχτηκε από όλους, παρόλο που είναι ένα έργο σχεδόν ιδιοφυές».

Ο διπλός δίσκος, The plow that broke the plains και το The Future, έρχεται με σχεδόν μιάμιση ώρα μουσικής και μαζί με ένα βιβλιαράκι πάνω από 80 σελίδες, όπου ένας καθηγητής της Ιστορίας εξηγεί το απαραίτητο για την κατανόηση του δίσκου ιστορικό-θρησκευτικό υπόβαθρο. Το ιστορικό εξώφυλλο του άλμπουμ κοσμεί «Ο θάνατος του Μαρά», ένα από τα πιο διάσημα έργα της περιόδου της Γαλλικής Επανάστασης, του Ζακ-Λουί Νταβίντ. Οι οδηγίες χρήσης προτείνουν ακουστικά και σκοτάδι.

Ζακ-Λουί Νταβίντ, «Ο θάνατος του Μαρά» (1793). Πηγή Εικόνας: wikipedia.org

Eπιφανειακά, ίσως οι δύο δίσκοι ακούγονται πολύ διαφορετικοί, στην ουσία, όμως, μοιράζονται έναν κοινό παρονομαστή και μία ηχητική αντίληψη. Μια αντίληψη που θέλει την παραγωγή μουντή, τα φωνητικά θολά σαν να έχουν ηχογραφηθεί σε μία σκοτεινή και υγρή σπηλιά, θαμμένα κάτω από πολυεπίπεδα στρώματα και πλέγματα κιθαρών διεστραμμένων με κάθε είδους εφέ και πετάλια. Τα ντραμς, «βρώμικα» και υπερβολικά δυνατά, μα, ταυτόχρονα, να δίνουν περιέργως πολύ ιδιαίτερη αισθητική στη μίξη και με όλα τα παραπάνω βυθισμένα σε πολλαπλά επίπεδα από reverb. Λίγο καιρό μετά, θα έλεγε κανείς πως ελάχιστοι δίσκοι έλαβαν τόσο μεγάλο έπαινο και προσοχή όσο το Deathconsciousness. Ανεξάρτητα από το ποια ήταν τα γούστα κάποιου, υπήρχε κάτι στον δίσκο για τον καθένα και ο καθένας πήρε κάτι διαφορετικό από αυτό. Ήταν ικανό να κάνει τον ακροατή να αναθεωρήσει ό,τι ήξερε περί μουσικής και, ειδικότερα, περί μουσικής παραγωγής.

Οι αντιθέσεις είναι απόλυτα φανερές από την αρχή. Ο δίσκος ανοίγει με το “A Quick One Before the Eternal Worm Devours Connecticut”, ένα αργό, μίνιμαλ ατμοσφαιρικό ορχηστρικό κομμάτι οκτώ λεπτών, με ακουστικά όργανα και υπνωτικές μελωδίες που «κολυμπούν» μέσα σε ονειρικά συνθεσάιζερ, με το θρυλικό “Bloodhail” να ακολουθεί δυναμικά. Ένας post-punk ύμνος που παίρνει στοιχεία από το post-punk της δεκαετίας του 1980, με θορυβώδη μπασογραμμή και ντραμς με «παράσιτα» σε ρυθμούς που αντηχούν. Ο πρώτος δίσκος περιτριγυρίζεται από μία μυστηριώδη σκοτεινή ατμόσφαιρα, με περισσότερο πειραματικό και καταθλιπτικό ύφος.

Η γέφυρα μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου δίσκου, είναι το “Waiting for Black Metal Records to Come in the Mail”, το οποίο, παρόλο που ακολουθεί τις ίδιες αντιλήψεις, δίνει νέα πνοή στην ακουστική εμπειρία, καθώς αλλάζει ολοκληρωτικά τα μοτίβα. Πρόκειται για ένα post-punk κομμάτι με γρήγορο ρυθμό και ηλεκτρικές κιθάρες. Συνεχίζοντας στις αντιθέσεις, το “Holy Fucking Shit: 40.000” ακολουθεί με μια απαλή συγχώνευση από γιουκαλίλι, αστραφτερά ηλεκτρονικά, πινελιές πιάνου και φωνητικά που υπάρχουν πίσω από ένα ζεστό, πνιχτό fuzz. Το άλμπουμ θα συνεχίσει με μεγαλύτερη δυναμική και θορυβώδη διάθεση περισσότερο σε ήχους post-punk και shoegaze, πριν κλείσει με το εντυπωσιακό “Earthmover”.

Πηγή Εικόνας: wikipedia.org

Είναι ένα έργο μοναξιάς και απάθειας, με μουσική που πλημμυρίζει από εσωστρέφεια, κλειστοφοβία και παράνοια. Πραγματεύεται σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο τον θάνατο, αλλά και την επίγνωσή του. Αυτή η επίγνωση του θανάτου, η αίσθηση ότι για όλους υπάρχει «ημερομηνία λήξεως», η deathconsciousness όπως λένε και οι Have A Nice Life, αποτελεί την κινητήριο δύναμη της ζωής, εκείνη που μας οδηγεί να ποθούμε να δημιουργούμε, να χτίζουμε, να γράφουμε, να σκαλίζουμε, να συνθέτουμε. Άλλωστε, η τέχνη είναι μία μάχη με τον χρόνο, ο ιδιότυπος πόθος για αθανασία μέσω του έργου. Αυτό, λοιπόν, είναι το δώρο του Dan Barret και Tim Macuga στην εναλλακτική μουσική. Ένα μουσικό έργο, από αυτά που δεν βγαίνουν συχνά, από εκείνα όπου μπορείς να επιστρέφεις ξανά και ξανά.

“Art should disturb the comfortable and comfort the disturbed”.

Cesar A. Cruz

Ακούστε το άλμπουμ στο Spotify εδώ και στο Youtube εδώ.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Have a Nice Life – “Deathconsciousness”, youtube.com, διαθέσιμο εδώ.
  • Have a Nice Life’s ‘Deathconsciousness’ Is the Next Greatest Album of All Time, vice.com, διαθέσιμο εδώ.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δημήτρης Σεργάκης
Δημήτρης Σεργάκης
Γεννήθηκε το 1998 στα Χανιά της Κρήτης και ολοκληρώνει τις σπουδές του στο Τμήμα Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων στην κατεύθυνση της Αρχιτεκτονικής τοπίου και Ανθοκομίας. Η αγάπη του για τη μουσική ξεκίνησε από μικρή ηλικία από την ενασχόληση του με τα παραδοσιακά όργανα της Κρήτης, μέχρι σήμερα που μοιράζεται την αγάπη του μέσα από την προσωπική του μουσική δημιουργία. Του αρέσουν τα ταξίδια και μέσα από αυτά, η εξερεύνηση κάθε νέας κουλτούρας και τέχνης.