12.8 C
Athens
Τρίτη, 3 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο αποδεικτικό μέσο των μαρτύρων

Το αποδεικτικό μέσο των μαρτύρων


Της Δήμητρας Αργυρού,

Η εμμάρτυρη απόδειξη αποτελεί ένα από τα επώνυμα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 339 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ) σχετικά με το δίκαιο της απόδειξης. Μάρτυρες ονομάζονται τρίτα πρόσωπα ως προς τη δικαστική διαμάχη. Αξίζει να σημειωθεί, βέβαια, πως και ο απλός ομόδικος (άρ.74 ΚΠολΔ) θεωρείται και αυτός τρίτο πρόσωπο ως προς τη δίκη, παρά τη συμμετοχή του σ’ αυτήν. Οι μάρτυρες καλούνται να καταθέσουν γεγονότα που συνέβησαν στο παρελθόν.

Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ωστόσο, περιορίζει αισθητά την απόδειξη με μάρτυρες, καθώς προτιμά ένα ασφαλέστερο μέσο για τη δημιουργία της δικανικής πεποίθησης, την απόδειξη με έγγραφα. Μάλιστα, με το ν. 4535/2015 δεν εξετάζονται πλέον μάρτυρες στην τακτική διαδικασία και ο ρόλος τους έχει περιοριστεί κυρίως στις ειδικές διαδικασίες (εκούσια δικαιοδοσία). Ο νομοθέτης, λοιπόν, θέλει τα μέρη να συναλλάσσονται με έγγραφα για να επιτυγχάνεται τόσο η ασφάλεια των συναλλαγών όσο και η ασφάλεια δικαίου.

Πηγή Εικόνας: communitycare.co.uk

Συγκεκριμένα, στο άρ.393 ΚΠολΔ αναφέρεται πως δεν επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες για συμβάσεις ή συλλογικές πράξεις, καθώς και πρόσθετα σύμφωνα δικαιοπραξιών που έχουν συνταχθεί εγγράφως, όταν η αξία του αντικειμένου υπερβαίνει τα 30.000 ευρώ, έστω και αν οι μάρτυρες δεν αποδεικνύουν περιεχόμενο αντίθετο από αυτό των εγγράφων. Ακόμη, όπως τονίζει το ίδιο άρθρο στη δεύτερη παράγραφο (άρ. 393 παρ.2) δεν επιτρέπεται απόδειξη με μάρτυρες κατά περιεχόμενου εγγράφου. Αυτό συνάγεται λίαν ευκόλως και από την πρώτη παράγραφο που αναλύσαμε, καθώς ο νομοθέτης δεν επιθυμεί την εμμάρτυρη απόδειξη ούτε προς επιβεβαίωση στοιχείων του εγγράφου.

Εξαιρετικά, ο νομοθέτης δικαιολογεί την απόδειξη με μάρτυρες ανεξάρτητα του ποσού και αντί εγγράφων για τις περιορισμένες περιπτώσεις του άρ. 394 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη στις παρακάτω περιστάσεις:

Α) αν υπάρχει αρχή έγγραφης απόδειξης που πηγάζει από έγγραφο που έχει αποδεικτική δύναμη,

Β) αν υπήρχε φυσική ή ηθική αδυναμία να αποκτηθεί έγγραφο,

Γ) αν αποδεικνύεται ότι το έγγραφο που είχε συνταχθεί χάθηκε τυχαία, και

Δ) αν από τη φύση της δικαιοπραξίας ή τις ειδικές συντρέχουσες συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε και ιδίως όταν πρόκειται για εμπορικές συναλλαγές, δικαιολογείται η απόδειξη με μάρτυρες.

Περαιτέρω, την ικανότητα, αλλά ταυτοχρόνως και υποχρέωση του μαρτυρείν, την έχει κάθε τρίτος, κάθε πρόσωπο, με ορισμένες εξαιρέσεις. Το άρθρο 399 ΚΠολΔ κάνει λόγο για ανεπιτήδειους μάρτυρες, οι οποίοι δεν εξετάζονται. Μάλιστα, για τη συνδρομή των λόγων ως προς τη μη εξέτασή τους αρκεί απλή πιθανολόγηση και λαμβάνονται υπόψιν είτε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο είτε μετά από αίτηση κάποιου διαδίκου (άρ.403 ΚΠολΔ), που πρέπει να πραγματοποιείται πριν την όρκιση του μάρτυρα (άρ.408 ΚΠολΔ). Η όρκιση, ωστόσο, μπορεί να μην πραγματοποιηθεί, κατά τις επιταγές του άρθρου 405 ΚΠολΔ, για πρόσωπα κάτω των 14 ετών ή για πρόσωπα που έχασαν τα πολιτικά τους δικαιώματα λόγω καταδίκης.

Πηγή Εικόνας: attorneyatlawmagazine.com

Πιο συγκεκριμένα, εξαιρέσιμοι θεωρούνται κληρικοί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, γιατροί, ψυχολόγοι, καθώς και άλλοι που αναφέρονται στο άρ.399, για τους οποίους κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους τηρείται το καθήκον εχεμύθειας, εκτός αν το επιτρέψει εκείνος που τους εμπιστεύθηκε τα γεγονότα ή και τον αφορά το απόρρητο. Επιπλέον, εξαιρέσιμοι είναι και οι δημόσιοι υπάλληλοι και στρατιωτικοί, εκτός αν ο αρμόδιος υπουργός επιτρέψει να εξεταστούν.  Οι προαναφερθέντες, καθώς και οι συγγενείς των διαδίκων, έχουν δικαίωμα να αρνηθούν την εξέτασή τους ως μάρτυρες, βάσει του άρθρου 401 ΚΠολΔ.

Ο μάρτυρας, λοιπόν, αν δεν συντρέχει κάποιος δικαιολογημένος λόγος για την άρνηση της εξέτασής του, έχει καθήκον να εμφανιστεί αυτοπροσώπως στο δικαστή και να καταθέσει όσα γνωρίζει (άρ. 398 ΚΠολΔ). Εφόσον ο μάρτυς δεν προσέλθει, καταδικάζεται σε πληρωμή των εξόδων που προκλήθηκαν από την αδικαιολόγητη απουσία του, ενώ μπορεί να καταδικαστεί ταυτόχρονα και χρηματική ποινή κατά το άρ. 205 ΚΠολΔ. Το ακριβώς παραπάνω ισχύει και για μάρτυρα που ναι μεν εμφανίσθηκε στη δίκη, αλλά αρνείται να καταθέσει (άρθ. 404 ΚΠολΔ).


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • N.K. Κλαμαρής – Σ.Ν Κουσούλης – Σ.Σ Πανταζόπουλος, Πολιτική Δικονομία, Γ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2016


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δήμητρα Αργυρού
Δήμητρα Αργυρού
Γεννήθηκε το 2000 στην Αθήνα και σπουδάζει στο τμήμα νομικής του ΕΚΠΑ .Έχει κλίση προς το διεθνές και το Ενωσιακό δίκαιο, ενώ τρέφει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το δίκαιο του διαστήματος. Έχει άριστη γνώση της αγγλικής και τον τελευταίο καιρό ασχολείται με την εκμάθηση της αραβικής. Το καλοκαίρι του 2021 ξεκίνησε τα πρώτα της βήματα στην αρθρογραφία, μέσω του OffLine Post.