12.7 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΔιεθνήΈνα έθνος, έξι κράτη ή αλλιώς «Παντουρκισμός»

Ένα έθνος, έξι κράτη ή αλλιώς «Παντουρκισμός»


Του Νικόλαου Τσελέντη,

Το τελευταίο μαζικό κύμα ανεξαρτητοποίησης κρατών παρατηρήθηκε στις αρχές του 1990, όταν η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε και έδωσε τη θέση της στην Ομοσπονδία της Ρωσίας και σε άλλα μικρότερα κράτη. Αμέσως ανέκυψαν πολλές οντότητες στον λεγόμενο ευρασιατικό χώρο, οι οποίες θέλησαν να προσδιορίσουν τους εαυτούς τους και να πλέξουν τον δικό τους μύθο περί εθνικής συνείδησης. Στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας δε, οι νέες χώρες προσπάθησαν να απογαλακτιστούν – άλλοτε με επιτυχία κι άλλοτε όχι – από τον προηγούμενο «δυνάστη» τους και να βρουν συμμάχους, βασιζόμενες σε οικονομικά, πρωτίστως συμφέροντα. Η Τουρκία, λοιπόν, αποτέλεσε τη βέλτιστη λύση τους, ιδίως από τη στιγμή που οι δεσμοί μαζί της έχουν ένα τεράστιο ιστορικό υπόβαθρο.

Στα μέσα του 19ου αιώνα, εμφανίστηκε η ιδεολογία του «Πανσλαβισμού», προερχόμενη από τους Σλάβους της Κεντρικής Ευρώπης. Το πολιτικό αυτό κίνημα, παίρνοντας έμπνευση από τον γερμανικό ρομαντισμό, αποσκοπούσε στην ένωση όλων των Σλάβων της Γηραιάς Ηπείρου, χάρη στην επιρροή της τσαρικής Ρωσίας. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, περίπου εκείνη τη χρονική περίοδο εκφράστηκε το όραμα της ενότητας όλων των Τουρκικών λαών από τον Ismail Gasprinski. Ο Gasprinski διέδιδε τις απόψεις του στην εφημερίδα του, ονόματι Tercüman (Ο Μεταφραστής), η οποία είχε ως βασικό της σύνθημα την «ενότητα της γλώσσας, της ιδέας και της δράσης». Επρόκειτο δηλαδή για μια απόπειρα πολιτισμικής επαγρύπνησης των Τουρκικών φυλών, προκειμένου να σχηματίσουν ένα ισχυρό κέντρο αναφοράς, τερματίζοντας τον διασκορπισμό τους.

Η ιδέα του Παντουρκισμού εκφράστηκε πρώτη φορά στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπό το πρίσμα της σωτηρίας των αδερφών Τούρκων στην Ασία, αλλά οι συνθήκες της εποχής πάγωσαν την πραγμάτωσή της. Πηγή εικόνας: Greek City Times

Σε επίπεδο πολιτικής κινητοποίησης, ο «Παντουρκισμός» απέκτησε δυναμική μετά την επανάσταση των Νεότουρκων, το 1908, αναδεικνυόμενος ως μία εναλλακτική θεώρηση έναντι στον Οθωμανισμό και στον Ισλαμισμό. Η κατάρρευση της Τσαρικής Αυτοκρατορίας αποτέλεσε την ευκαιρία να μετουσιωθούν οι βλέψεις του. Όμως, κάτι τέτοιο δεν συνέβη, αφενός γιατί το κοινό αίσθημα μεταξύ Οθωμανικών και Τουρκικών λαών δεν υπερίσχυσε της μεμονωμένης εθνικής αντίληψης, αφετέρου γιατί η νεοσύστατη Τουρκική Δημοκρατία εστίασε στην ενίσχυση του εθνικού κράτους εντός των αναδιαμορφωμένων συνόρων της. Η αιφνίδια αλλαγή πλεύσης στη ρητορική της Τουρκίας οφειλόταν εν πολλοίς στον ιδρυτή της, Mustafa Kemal, ο οποίος αντιλαμβανόταν την Κεντρική Ασία ως την ιστορική πατρίδα των Τούρκων, τονίζοντας συγχρόνως ότι ο Τουρκισμός περιορίζεται πλέον στα εδάφη της σημερινής Τουρκίας (Κεμαλικός Τουρκισμός). Για τους παραπάνω λόγους, λοιπόν, ο Παντουρκισμός αποκαταστάθηκε μόνο μετά το πέρας του Ψυχρού Πολέμου.

Την επαύριον του τερματισμού του διπολικού συστήματος, η περιοχή της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου πλήθυνε από χώρες που διέθεταν γλωσσικές και πολιτισμικές ομοιότητες με την Τουρκία· Αζερμπαϊτζάν, Καζακστάν, Κιργιστάν, Ουζμπεκιστάν και Τουρκμενιστάν λογίζονται ως «Tουρκογενή» κράτη. Ο τότε Τούρκος Πρόεδρος Turgut Özal, προς επίρρωση των βαρύγδουπων δηλώσεών του περί «τουρκικού 21ου αιώνα», προσέγγισε τις απελευθερωμένες από τη Ρωσία δημοκρατίες και, με τη δημιουργία της Κοινότητας των Ανεξάρτητων Κρατών (Commonwealth of Independent Countries – CIS) ως «διαδόχου» της ΕΣΣΔ, κατέστησε την Τουρκία το πρώτο έθνος που τις αναγνώρισε ως Tουρκογενείς οντότητες. Έναν χρόνο αργότερα, το 1992, ο Πρωθυπουργός Süleyman Demirel μίλησε για τη δυνατότητα ίδρυσης μιας «Ένωσης Τουρκικών Κρατών», επιθυμώντας να εγκαταλείψουν τη ζώνη του ρουβλίου, να ενταθεί η στρατιωτική και οικονομική τους συνεργασία και να εισαχθεί το τουρκικό αλφάβητο στο εκπαιδευτικό τους σύστημα. Γνωρίζοντας, όμως, πως οι ηγεσίες τους δεν ενδιαφέρονταν να υπαχθούν απλώς σε μία νέα σφαίρα επιρροής, έχοντας μόλις βγει από τη ρωσική «κηδεμονία», και πως η ίδια δεν θεωρείτο ακόμη δύναμη στο εξωτερικό, η Τουρκία στράφηκε στην ήπια ισχύ διαμέσου της εκπαίδευσης.

Χάρτης που απεικονίζει τα Τουρκογενή κράτη. Πηγή εικόνας: Asia News

Το 1992 ξεκίνησε η λειτουργία της Τουρκικής Υπηρεσίας Συνεργασίας και Συντονισμού (TİKA), η οποία ανήκει στο Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού και επικεντρώθηκε αρχικά στην αρωγή προς την Κεντρική Ασία σε θέματα παιδείας. Η σύναψη διπλωματικών σχέσεων με το Κιργιστάν ακολουθήθηκε από την προσφορά εκπαίδευσης και κατάρτισης σε τουρκικά πανεπιστήμια σε 1.000 περίπου Κιργίζιους φοιτητές, ενώ μετέπειτα το τουρκο-κιργιζικό «Πανεπιστήμιο Manas» μετετράπη στο καλύτερο ίδρυμα της χώρας, με τις τουρκικές επενδύσεις να αγγίζουν τα 300 εκατομμύρια. Ομοίως, το Καζακστάν συνεργάστηκε με την Τουρκία σε ζητήματα πολιτιστικής κληρονομιάς, καθιερώνοντας την «Ακαδημία των Τουρκικών Λαών» στην πρωτεύουσα, Nur-Sultan (ευρέως γνωστή ως Αστάνα), και επιτρέποντας την προβολή τουρκικών τηλεοπτικών προγραμμάτων. Βέβαια, η συνέχεια δεν ήταν εξίσου καλή.

Το Ουζμπεκιστάν, η πολυπληθέστερη εξ αυτών χώρα της Κεντρικής Ασίας, έγινε αποδέκτης του μεγαλύτερου αριθμού υποτροφιών από την Τουρκία. Γρήγορα, όμως, η πολιτιστική συνεργασία τους ανεστάλη, εξαιτίας προβλημάτων στις διμερείς τους σχέσεις, αφού, από το 1994, η παρουσία των ισλαμιστών στην Τουρκική Δημοκρατία είχε ενισχυθεί σημαντικά. Έτσι, μέχρι το 1999, όλα τα τουρκικά σχολεία έκλεισαν από την κυβέρνηση του Ουζμπεκιστάν, μιας και η Τουρκία υποστήριξε απροκάλυπτα την ουζμπεκική ισλαμική αντιπολίτευση, προκαλώντας τριγμούς στο εσωτερικό. Παράλληλα, το Τουρκμενιστάν αποστασιοποιήθηκε από την Τουρκία λόγω της πολιτικής απομονωτισμού του Προέδρου του, Saparmurat Niyazov. Η διαδοχή στην εξουσία του Τουρκμενιστάν δεν άλλαξε δραματικά την κατάσταση, προφασιζόμενη η ηγεσία την επικινδυνότητα του ισλαμισμού και κατ’ επέκταση του τουρκικού εθνικισμού.

Οι σχέσεις Τουρκίας και Αζερμπαϊτζάν πέρασαν περιόδους συνεργασίας και έχθρας στο παρελθόν. Πηγή εικόνας: Daily Sabah

Εξέλιξη-ορόσημο στην πορεία του Παντουρκισμού αποτέλεσε η εκλογική νίκη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης της Τουρκίας (AKP) το 2002, το οποίο, βλέποντας πως τα σχέδια περί ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και νεοθωμανισμού «ναυαγούσαν» σταδιακά, εγκατέλειψε την πανισλαμική ατζέντα και εφάρμοσε το πλάνο του Παντουρκισμού. Μάλιστα, ο Καζάκος πρώην Πρόεδρος, Nursultan Nazarbayev, πρότεινε το 2006 τη σύσταση ενός οργανισμού κατ’ εικόνα της Ευρασιατικής Ένωσης, παρέχοντας σημαντική αρωγή για την ευόδωση του εγχειρήματος. Το 2009, με τη Συμφωνία του Nakhichevan, ιδρύθηκε το Συμβούλιο Συνεργασίας Τουρκόφωνων Κρατών, αποτελούμενο από την Τουρκία, το Καζακστάν, το Κιργιστάν και το Αζερμπαϊτζάν και το 2019 εντάχθηκε στην εθελοντική συμμαχία το Ουζμπεκιστάν. Το 2018, η Ουγγαρία του Victor Orban, που δηλώνει δημοσίως τον θαυμασμό του προς τον Recep Tayyip Erdoğan, απέκτησε την ιδιότητα του κράτους-παρατηρητή, δίνοντας το έναυσμα στο «ουδέτερο» Τουρκμενιστάν να ακολουθήσει το παράδειγμά της το 2021.

Πέραν της διακήρυξης της ενεργότερης συμμετοχής του Τουρκμενιστάν στο εν λόγω Συμβούλιο, η 8η Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης (2021) διαδραμάτισε αναμφίβολα καθοριστικό ρόλο για το μέλλον της Ευρασίας. Ειδικότερα, τα κράτη-μέλη ψήφισαν, ύστερα από πρόταση του Nazarbayev το 2019, να αλλάξει ο όρος των «Τουρκόφωνων» σε «Τουρκογενή» κράτη, δείχνοντας πως η αλληλεγγύη τους έχει βαθύτερα ερείσματα πέραν των γλωσσικών στοιχείων. Ταυτόχρονα, η μετονομασία συνοδεύτηκε με τη μετάβαση σε ένα υψηλότερο επίπεδο συνεργασίας, με το Συμβούλιο να γίνεται Οργανισμός και άρα να προκύπτει, με κάθε επισημότητα πλέον, ο «Οργανισμός Τουρκογενών Κρατών».

Η 8η Σύνοδος Κορυφής στην Κωνσταντινούπολη μετεξέλιξε το Συμβούλιο σε Οργανισμό και έθεσε τα θεμέλια για πιο εντατική συνεργασία, υπό το πέπλο του Παντουρκισμού. Πηγή εικόνας: Anadolu Agency

Τα αυτοαποκαλούμενα Τουρκογενή κράτη, λοιπόν, απέδειξαν ότι το αίσθημα ενότητάς τους διαρκώς διογκώνεται, επικαλούμενα όχι μόνο τον κοινό τους πολιτισμό αλλά και την ανασφάλεια του διεθνούς συστήματος, η οποία αυξάνεται μέσω του ανταγωνισμού των «μεγάλων παικτών» του. Χάρη στον Οργανισμό αυτό, υπάρχει η δυνατότητα ανάδειξης μίας πρόσθετης δύναμης στην περιοχή της Ευρασίας, ικανής να προσφέρει σταθερότητα και διευκόλυνση σε χώρες με αντικρουόμενα συμφέροντα, όπως η Κίνα και η Ρωσία. Ωστόσο, η «μεγάλη Τουρκία» του ενός έθνους και των 6 κρατών (προσμετρώντας το Τουρκμενιστάν κατά τον Erdoğan) ενδέχεται να παρασυρθεί από τις ορέξεις του αυταρχικού Τούρκου ηγέτη και να πράξει αναθεωρητικά. Σε κάθε περίπτωση, οι επόμενες Σύνοδοι Κορυφής του Οργανισμού επιφυλάσσουν τεράστιο ενδιαφέρον και τότε ίσως μπορέσουν να εξαχθούν σαφή συμπεράσματα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Turkey winning ground in Central Asia, GIS Reports, διαθέσιμο εδώ
  • Turkey and Central Asia: One nation, six states?, Qantara.de, διαθέσιμο εδώ
  • Κήρυγμα παντουρκισμού στα σχολικά βιβλία, Η Καθημερινή, διαθέσιμο εδώ
  • Is pan-Turkism about to spark a new ‘Great Game’?, Emerging Europe, διαθέσιμο εδώ
  • A New Turkish Empire in the East from the Bosphorus to China, La Civilta Cattolica, διαθέσιμο εδώ
  • Turkey and pan-Turkism in Central Asia: challenges for Russia and China, Special Eurasia, διαθέσιμο εδώ
  • Turks in the Changing World Order: The Organization of Turkic States, The Defence Horizon, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νίκος Τσελέντης
Νίκος Τσελέντης
Γεννήθηκε το 2000 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι φοιτητής του τμήματος Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έχει παρακολουθήσει αρκετές ομιλίες και ημερίδες σχετικές με το αντικείμενο των σπουδών του. Ιδιαίτερη είναι η συμμετοχή του σε συνέδριο προσομοίωσης του ΟΗΕ (RhodesMRC). Είναι γνώστης της Αγγλικής και αυτήν την περίοδο διδάσκεται τη Γαλλική γλώσσα.