17.2 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στις εξωτερικές σχέσεις της Ε.Ε.: Το παράδειγμα...

Η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στις εξωτερικές σχέσεις της Ε.Ε.: Το παράδειγμα της Συνολικής Οικονομικής και Εμπορικής Συμφωνίας Ε.Ε.-Καναδά (CETA)


Της Ιωάννας Τσιούρη

Η ανάδειξη και προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστούν καίριο κομμάτι του κοινοτικού κεκτημένου. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η παρουσία της επιδίωξης αυτής έχει γίνει πιο έντονη, εν μέσω άλλων, και στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε.: διατείνεται πως προσπαθεί να προβληματίσει, μέσω των πολιτικών και των προγραμμάτων της, για την αντιμετώπιση των δικαιωμάτων αυτών με τη χρήση ποικίλων μέσων πολιτικής για τη διεκπεραίωση εξειδικευμένων στο ζήτημα δράσεων. Νομική βάση για την επιδίωξη αυτή αποτέλεσε, αρχικά, το άρθρο 177 ΣΕΚ (σημερινό άρθρο 208 ΣΛΕΕ), όπως μεταβλήθηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και διακήρυσσε την ανάπτυξη της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, αλλά και τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ως γενικό στόχο που χρήζει υλοποίησης, και σε ζητήματα συνεργασίας και ανάπτυξης σε επαφές με τρίτα κράτη. Η δυνατότητα χρήσης της εν λόγω νομικής διάταξης ως βάση για την εισαγωγή διατάξεων που υποχρεώνουν σε σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε συμφωνίες της Ένωσης με τρίτα κράτη επισφραγίστηκε και από το ΔΕΚ. Περαιτέρω, το άρθρο 308 ΣΕΚ (σημερινό άρθρο 352 ΣΛΕΕ) παρείχε γενική αρμοδιότητα δράσης, εφόσον επρόκειτο για την εκπλήρωση των στόχων του (πλέον καταργημένου) άρθρου 2 ΣΕΚ και, παρόλο που τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν αναφέρονταν στους στόχους του άρθρου 2 ΣΕΚ –όπως απαιτούσε το άρθρο 308–, έγινε αποδεκτή από τη νομολογία μια επέκταση της εφαρμογής του.

Σήμερα, τη λειτουργία μιας νομικής βάσης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο διεθνές πεδίο εξυπηρετεί το άρθρο 21 της ΣΕΕ: οι εκεί αναφερόμενες αρχές —η δημοκρατία, το κράτος δικαίου, η οικουμενικότητα και το αδιαίρετο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η ισότητα, η αλληλεγγύη και ο σεβασμός των αρχών του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών του 1945 και του διεθνούς δικαίου— οδηγούν την Ε.Ε. στην υιοθέτηση της αρχής για το «αδιαίρετο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών» και στη δέσμευση να αντιμετωπίζει τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα σε ισότιμη βάση με τα ατομικά και τα πολιτικά δικαιώματα. Τη σημασία της εν λόγω διάταξης και του περιεχομένου της επισημαίνει και το άρθρο 205 ΣΛΕΕ, το οποίο ορίζει ότι οι διεθνείς δράσεις της Ένωσης πρέπει να έχουν ως γνώμονα τις παραπάνω αρχές του άρθρου 21 ΣΕΕ. Περαιτέρω, με τη μεταρρύθμιση που εγκατέστησε η Λισαβόνα σχετικά με την υιοθέτηση των ενωσιακών αξιών και αρχών (όπως αυτές απαριθμούνται στο άρθρο 2 ΣΕΕ) —εν μέσω αυτών και του σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα σε κάθε εσωτερική και εξωτερική δράση της Ένωσης και των επιμέρους φορέων της—, τα κράτη-μέλη καθίστανται εξίσου θεματοφύλακες των θεμελιωδών δικαιωμάτων και στην αυτόνομη δράση τους στο διεθνές πεδίο. Η ρητή κατοχύρωση των αξιών που πρεσβεύει η Ε.Ε. αποκτά πιο βαθύ νόημα για τα κράτη-μέλη, νόημα που αναδεικνύεται χαρακτηριστικά στη συζήτηση γύρω από τη Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία (Comprehensive Economic and Trade Agreement — CETA).

Πηγή Εικόνας: dw.com

Η Ε.Ε. και τα κράτη-μέλη της αφενός και ο Καναδάς αφετέρου ολοκλήρωναν τις διαπραγματεύσεις της CETA, τη στιγμή που πολίτες και ΜΚΟ κινούσαν ενώπιον του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου τη διαδικασία της προσωρινής διαταγής (Einstweilige Anordnung), ισχυριζόμενοι ότι η απόφαση του Συμβουλίου της Ε.Ε., που εξουσιοδότησε την υπογραφή της CETA, την προσωρινή εφαρμογή της και τη σύναψη της συμφωνίας, παραβίασε τα δικαιώματά τους σύμφωνα με το άρθρο 38s. 1 του βασικού νόμου (Grundgesetz, GG). Το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση λίγο πριν την υπογραφή της CETA, επισημαίνοντας ότι μια αναστολή της διαδικασίας που θα εμπόδιζε τη γερμανική έγκριση της προσωρινής εφαρμογής της CETA θα παρεμπόδιζε σημαντικά και την ευρύτερη νομοθετική διακριτική ευχέρεια της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης στους τομείς της ευρωπαϊκής, εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής γενικά και ένα τέτοιο μέτρο θα είχε αρνητικές συνέπειες για την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και το γενικότερο διεθνές “status” της Ε.Ε. Προφανώς, το Δικαστήριο συνυπολόγισε, πέρα από το γερμανικό συμφέρον, και το ευρωπαϊκό, ενώ παρέπεμψε ευθέως στις αξίες της Ένωσης, δηλώνοντας την παρουσία της στη διεθνή σκηνή συνδέεται με τις προσπάθειες της Ένωσης και των κρατών-μελών να καταστήσουν το πρότυπό της ένα παγκόσμιο πρότυπο στον τομέα των εμπορικών σχέσεων.

Πάντως, το παράδειγμα της Συνολικής Οικονομικής και Εμπορικής Συμφωνίας Ε.Ε.-Καναδά (CETA) μπορεί να χρησιμεύσει στην ανάδειξη και της έτερης πλευράς του νομίσματος: το σύγχρονο φαινόμενο της εγκαθίδρυσης πολιτικών επιδιώξεων σε εμπορικές συμφωνίες μέσω της συμπερίληψης σχετικών –μη εμπορικών– ρητρών, συνιστά μια πρακτική στην οποία η Ε.Ε. διεκδικεί τα πρωτεία. Την πρακτική αυτή ακολούθησε, μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στο πλαίσιο της διαδικασίας σύναψης διεθνούς σύμβασης του άρθρου 218§6 ΣΛΕΕ, με πρωτόγνωρη επιμονή και κατά τις διαπραγματεύσεις για την CETA. Αν λάβει κανείς δε υπόψη το γεγονός ότι ο Καναδάς αποτελεί μία από τις πιο δραστήριες χώρες ανά τον κόσμο στον αγώνα της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εύλογα εγείρονται αμφιβολίες και ερωτήματα για το ποιόν της Ε.Ε. και τα κίνητρα πίσω από την ένθερμη αυτή στάση.

Πηγή Εικόνας: information.tv5monde.com

Η Ένωση ανάγει πλέον τα ανθρώπινα δικαιώματα σε ρήτρα «ουσιαστικού στοιχείου» (“essential element” clause) των διεθνών εμπορικών συμφωνιών της (είτε απευθείας στο κείμενο της συμφωνίας είτε μέσω διασύνδεσης με πολιτικές συμφωνίες), και μια τέτοιου είδους ρήτρα προβλέπει την επιβολή περιοριστικών μέτρων, όπως αυτό της αναστολής ή ακόμη και της καταγγελίας της συμφωνίας σε περίπτωση παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στην περίπτωση του Καναδά, οι αντίστοιχες προϋποθέσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε παράλληλη συμφωνία Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης (SPA) και συνδέθηκαν με τη CETA στο άρθρο 28. Η SPA περιέλαβε έτσι μια τυποποιημένη ρήτρα «ουσιαστικών στοιχείων» με ευρύ πεδίο εφαρμογής και με συνέπεια, σε περίπτωση ενεργοποίησής της, τον μη αναστρέψιμο τερματισμό της CETA, εφόσον παραβιάζονται ανθρώπινα δικαιώματα. Η περίπτωση της συμφωνίας με τον Καναδά ξεχωρίζει έτσι όχι μόνο λόγω της υψηλής πολιτικής σημασίας της, αλλά κυρίως εξαιτίας της επιτυχημένης επιμονής του Ευρωκοινοβουλίου για συμπερίληψη αντίστοιχης ρήτρας σεβασμού, επιμονής που προβληματίζει ενόψει του ότι το αντισυμβαλλόμενο κράτος φέρει μακρά παράδοση στον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και δεν έχει εγείρει ποτέ ανησυχίες με τη στάση του απέναντι σε αυτά, ειδικά δε στο διεθνές πεδίο. Επιπλέον, το Κοινοβούλιο, αν και διατείνεται ότι πρεσβεύει κατεξοχήν μη εμπορικούς στόχους —όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα—, δεν μοιάζει να θορυβήθηκε ποτέ στο παρελθόν για τυχόν έλλειψη σεβασμού τους από άλλο (υποψήφιο) αντισυμβαλλόμενο κράτος, ώστε να αποτελέσει η ανησυχία αυτή  «κόκκινο πανί»  για τις εμπορικές διαπραγματεύσεις, ακόμη δε και σε περιπτώσεις συνδιαλλαγής με χώρες που αποδεδειγμένα υστερούσαν στον σεβασμό και προστασία των εν λόγω δικαιωμάτων απείρως περισσότερο σε σχέση με τον Καναδά.

Εν τέλει, η CETA στάθηκε η αφορμή να αναδειχθεί η ακροβασία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ανάμεσα στην υποχρέωσή του να συμβάλλει ως υπεύθυνος παράγοντας στις εμπορικές συμφωνίες και στην ικανότητά του να μείνει συγχρόνως πιστό σε στρατηγικά θέματα και αρχές, όπως αυτό της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αν και η CETA καθ’ αυτή συνιστά μια επιτυχημένη προσπάθεια, ως «επίγευση» μένει η εντύπωση πως το σθένος του να υπερασπιστεί και να συγκρουστεί για την προάσπιση ζητημάτων, που το ίδιο εκτιμά ως σημαντικά, χωρεί μόνο σε συγκυρίες που συνάδουν με τους οργανωτικούς του στόχους και συνιστούν ευκαιρία για προβολή στη δημόσια σκηνή.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • [1]Υπόθεση C-286/94 Portuguese Republic [1996]. Στην υπόθεση αυτή κρίθηκε ότι το άρθρο 177 ΣΕΚ νομιμοποιεί την εισαγωγή διάταξης θεμελιωδών δικαιωμάτων σε συμφωνία βασισμένη στο άρθρο 181 ΣΕΚ (πλέον άρθρο 211 ΣΛΕΕ), ακόμη κι αν η εν λόγω διάταξη παρέχει τη δυνατότητα στην ΕΚ να αναστείλει ή να καταργήσει τη συμφωνία.
  • [2]Υπόθεση C-240/83 Procureur de la Republique vs. ADBHU [1985]. Η υπόθεση αφορούσε δράσεις για την προστασία του περιβάλλοντος χαρακτηρίζοντάς την ως “ουσιαστικό στόχο” της Κοινότητας.
  • [3]BVerfG, Beschluss des Zweiten Senats vom 09. Februar 2022 – 2 BvR 1368/16 -, Rn. 1-197, σκέψεις 47 και 48.
  • [4] Ό.π., σκέψη 48.
  • [5]“The paradox of human rights conditionality in EU trade policy: when strategic interests drive policy outcomes”, Journal of European Public Policy  Volume 26, Katharina L. Meissner & Lachlan McKenzie, 2019 – Issue 9, Published online: 21 Sep 2018, σελ. 1.
  • [6]“Human rights, labour standards and environmental standards in CETA”, Legal Studies Research Article 13/2017, Cambridge: Cambridge University Press, Bartels, L., 2017.
  • [7] Ό.π.., σελ. 15

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ιωάννα Τσιούρη
Ιωάννα Τσιούρη
Γεννήθηκε το 1993 και κατάγεται από τα Ιωάννινα. Πτυχιούχος της Σχολής Πολιτικών Επιστημών του ΔΠΘ και της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ με μεταπτυχιακό στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας), κλίνει προς τα ευρωπαϊκά ζητήματα και την επιρροή τους στο σύνολο της εθνικής νομοθεσίας. Γνωρίζει αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά και ισπανικά. Αγαπά τον αθλητισμό και τη μουσική, και προτιμά να περνά τον ελεύθερό της χρόνο με δικούς της ανθρώπους.