15 C
Athens
Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΝίκος Καββαδίας: Ο ασυρματιστής που μας γνώρισε τον κόσμο

Νίκος Καββαδίας: Ο ασυρματιστής που μας γνώρισε τον κόσμο


Της Σοφίας – Δυσσέλιας Λίτσα,

Σαν σήμερα, το 1910, γεννιέται στην επαρχιακή πόλη Νικόλσκ Ουρουσίσκι του Βλαδιβοστόκ της Ρωσίας, ο Νίκος Καββαδίας. Ήταν το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας των Κεφαλονιτών Χαριλάου Καββαδία και Δωροθέας Αγγελάτου, αλλά και ο ασυρματιστής που χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία• ο ιδανικός και ανάξιος εραστής που έζησε στο μεταίχμιο μύθου και αλήθειας• εκείνος που με την πένα του έμελλε να μας ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο.

Εξαιτίας του ξεσπάσματος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια του Νίκου Καββαδία εγκαθίσταται το 1914 στο Αργοστόλι. Ο πατέρας του, Χαρίλαος, επιστρέφει στη Ρωσία, χρεοκοπεί και το 1917 φυλακίζεται κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης λόγω των στενών εμπορικών του δεσμών με την τσαρική οικογένεια.  Επιστρέφει το 1921 και λίγο μετά εγκαθίσταται μαζί με τη σύζυγο και τα παιδιά τους στον Πειραιά. Ο Νίκος Καββαδίας είναι συμμαθητής με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Παπα-Γιώργη Πυρουνάκη, ενώ ήδη από τα 18 του δημοσιεύει ποιήματά του σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Αποφοιτώντας από το Γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις για την Ιατρική Σχολή, ωστόσο ο αιφνίδιος θάνατος του πατέρα του τον αναγκάζει να δουλέψει. Το 1929, μπαρκάρει μαζί με τον μικρότερο αδερφό του, τον Αργύρη, με το φορτηγό πλοίο «ο Άγιος Νικόλαος».

Μεγαλωμένος στον Πειραιά, ο Καββαδίας άκουσε από νωρίς τις σειρήνες των πλοίων και ο έρωτάς του για τη θάλασσα φούντωσε τόσο, που δεν ήταν δυνατό να κρυφτεί. Ο ποιητής της φυγής και του εξωτισμού, απεχθανόταν τα μικρά ταξίδια, γι’ αυτό και ουδέποτε δεν μπάρκαρε με πλοίο της γραμμής. Λάτρευε τη σκοτεινή σαγήνη του αγνώστου, τους επικίνδυνους τυφώνες των τροπικών και το βαθύ σκοτάδι της γαλάζιας έκτασης.

Το 1933, δημοσιεύει, με δικά του έξοδα, την πρώτη του ποιητική συλλογή, το Μαραμπού στον Κύκλο, σε μόλις 245 αντίτυπα. Το μαραμπού είναι ένα εξωτικό πουλί, δυσοίωνο σημάδι για τους ναυτικούς, αλλά και το παρατσούκλι που έδωσε ο Καββαδίας στον εαυτό του. Σε αυτήν του την ποιητική συλλογή περιέχονται 22 ποιήματα, μέσω των οποίων εκφράζει την επιθυμία του να γίνει ναυτικός αλλά και τον μεγάλο του φόβο, μην τυχόν πεθάνει στη στεριά. Σε αυτά τα ποιήματα κάνει αρκετές αναφορές σε πρόσωπα που γνώρισε κατά την διάρκεια των ταξιδιών του: στον Άγγλο William George Allum, που πέθανε μια βραδιά έξω από το Bay of Bisky υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, τον Γούλι τον μαύρο θερμαστή, που καθώς φαίνεται ήταν εκείνος που τον μύησε στις ναρκωτικες ουσίες, στον πλοίαρχο Φλέτσερ, που τρελάθηκε και πέθανε από ηλίαση στον Πειραιά, αλλά και στον Ολλανδό πιλότο Νάγκελ, που μάλλον άθελά του, έμεινε μια για πάντα στο Κολόμπο.

Πηγή Εικόνας: el.wikipedia.org

Ο «αμαρτωλός» Καββαδίας κατηγορήθηκε από πολλούς comme il faut «αναμάρτητους» ψευτο-διαννοούμενους της εποχής του, πως με την πένα του ηρωοποιεί τους χρήστες ουσιών, τους βίαιους ναύτες, τις κοινές γυναίκες, τους σκοτεινούς ανθρώπους του περιθωρίου. Στην πραγματικότητα, ο Καββαδίας ουδέποτε επεδίωξε το παραπάνω, ούτε και είχε τέτοια αντίληψη για τους ανθρώπους της θάλασσας. Τουναντίον, την αγάπησε τόσο που την επέλεξε για σπίτι του, και τους τελευταίους για οικογένειά του.

Το 1933, η βιολογική του οικογένεια μετακομίζει στην Αθήνα και το νέο τους σπίτι γίνεται εστία λογοτεχνών, ζωγράφων και ποιητών. Στον πόλεμο του ’40 φεύγει για το αλβανικό μέτωπο, αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και έπειτα, λόγω της ιδιότητάς του ως ασυρματιστή, στον σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας. Επιστρέφει από το μέτωπο πεζός στην Αθήνα, υπερβολικά αδυνατισμένος και ταλαιπωρημένος από τις κακουχίες. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής μπαίνει στην Εθνική Αντίσταση και γίνεται μέλος του ΕΑΜ. Στις αρχές του έτους 1945 αναλαμβάνει επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, όμως τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου παραχωρεί τη θέση στον Νικηφόρο Βρεττάκο, αφού σκοπεύει να μπαρκάρει με το πλοίο «Κορινθία». Τα ποιήματά του «Αντίσταση» και «Federico Garcia Lorca», ποιήματα με έντονο δημοκρατικό και αντιστασιακό χαρακτήρα, δημοσιεύονται στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα».

Πηγή Εικόνας: Εκδόσεις Άγρα

Το 1947, εκδίδει τη δεύτερη του συλλογή, το Πούσι, από τις εκδόσεις Καραβίας. Στην γλώσσα των ναυτικών το πούσι είναι η πολύ πυκνή ομίχλη που είναι επικίνδυνη και σκεπάζει τα πάντα. Η συλλογή του αυτή είναι γραμμένη σε α’ και β’ πρόσωπο κατά βάση, και περιέχει ποιήματα ιδιαίτερα εσωτερικά. Ο Καββαδίας αναφέρει σε αυτά πολλά μέρη του κόσμου, στα οποία άλλοι υποστηρίζουν πως βρέθηκε μόνο νοητά, και άλλοι πως πήγε στην πραγματικότητα. Από το μακρινό Port Pegassu της Νέας Ζηλανδίας, ως το Περού στο οποίο έφτασε με το πειρατικό του Captain Jimmy, και από τη νύμφη του Θερμαϊκού ως το σκοτεινό λιμάνι του Καμπέζ, ο Νίκος Καββαδίας χαρτογράφησε οργιά με την οργιά τη ζωή του ναυτικού με τις δυσκολίες και τις χαρές της. Όπως μαρτυρούν μέλη του πληρώματός του, ουδέποτε δείπνησε στην τραπεζαρία των αξιωματικών ως του άρμοζε, αλλά πάντα επέλεγε να τρώει μαζί με τους λιπαντές, τους μούτσους και τους ναυτοπαίδες, προκειμένου να ακούει τις ιστορίες, αλλά και τους καημούς τους.

Από το 1954 έως το 1974 ταξιδεύει σχεδόν αδιάκοπα. Σε αυτό το διάστημα πληροφορείται για τον θάνατο του αδερφού του, Αργύρη, γεγονός που του στοιχίζει ιδιαίτερα. Σε ένα από τα ελάχιστα ταξίδια του με ποστάλι (παρόλο που απεχθανόταν τα μικρά πλοία), τον στενοχώρησε η αδιαφορία του Γεωργίου Σεφέρη προς το πρόσωπό του. Πάντα πίστευε πως η γενιά του ‘30, στην οποία ανήκε και ο ίδιος, τον θεωρούσε υποδεέστερο των υπολοίπων ποιητών της. Η τελευταία του ποιητική συλλογή, το Τραβέρσο εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, το 1975. Στην ναυτική διάλεκτο, τραβέρσο λέγεται η αναγκαστική πορεία του πλοίου σε περίπτωση μεγάλης αναταραχής, κόντρα στην κατεύθυνση του ανέμου. Περιέχονται σε αυτήν 16 ποιήματα και για πολλούς αποτελεί μια συνομιλία του ποιητή με τον εαυτό του, μια ανασκόπηση των όσων είδε και κατάφερε, αλλά και των όσων δεν είδε και δεν κατάφερε.

Πηγή Εικόνας: Εκδόσεις Κέδρος

Ο Νίκος Καββαδίας, μέχρι και την δεκαετία του ‘70 δεν συγκαταλεγόταν στους γνωστότερους Έλληνες ποιητές, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το ευρύ κοινό. Η ποίησή του διαδόθηκε ευρέως στο τελευταίο, μετά την μελοποίηση πολλών ποιημάτων του από διάφορους καλλιτέχνες όπως η Μαρίζα Κωχ, ο Γιάννης Σπανός, ο Πάνος και ο  Χάρης Κατσιμίχας, ο Δημήτρης Ζερβουδάκης και κυρίως ο Θάνος Μικρούτσικος, το όνομα του οποίου θα είναι πάντα άρρηκτα συνδεδεμένο με τον ασυρματιστή ποιητή, κι ας μη γνωρίστηκαν ποτέ οι δυο τους.

Ο Νίκος Καββαδίας, ο εμμονικός με την φυγή από την πραγματικότητα και με την αστείρευτη αγάπη για την γαλάζια έκταση, έφυγε το 1975 για το τελευταίο του ταξίδι πέρα από τις θολές γραμμές των οριζόντων. Ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο και λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή σε ένα δωμάτιο της κλινικής «Άγιοι Απόστολοι» στην Αθήνα, ξεστόμισε στην Τζένια Καββαδία τα τελευταία του λόγια, την παραδοχή πως «Αδερφή, αυτό που φοβόμουν έγινε»: Ο μεγαλύτερος φόβος του έγινε πραγματικότητα• πέθανε στη στεριά, μακριά από την θάλασσα που τόσο λάτρεψε και είχε μια κηδεία, «σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες».


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Συνοπτική βιογραφία του Νίκου Καββαδία, noc.uoa.gr, διαθέσιμο εδώ.
  • Ο Ποιητής Νίκος Καββαδίας, archive.ert.gr, διαθέσιμο εδώ.
  • Μιχάλη Γελασάκης, «Νίκος Καββαδίας, ο Αρμενιστής ποιητής», Εκδόσεις Άγρα, 2018

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σοφία-Δυσσέλια Λίτσα
Σοφία-Δυσσέλια Λίτσα
Γεννήθηκε το 2002 στη Μαλακάσα Αττικής. Είναι φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Παράλληλα, σπουδάζει και κλασικό πιάνο. Στον ελεύθερό της χρόνο διαβάζει Λογοτεχνία, κλασική και αστυνομική, βλέπει Θέατρο και παίζει μπάσκετ. Αγαπημένο της απόφθεγμα το «Είμαστε οι επιλογές μας», του Ζαν-Πωλ Σαρτρ.