17.9 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΕυρώπηΕλληνική Εξωτερική ΠολιτικήΤα μειονοτικά σχολεία της Δυτικής Θράκης στο επίκεντρο των τεταμμένων ελληνοτουρκικών σχέσεων

Τα μειονοτικά σχολεία της Δυτικής Θράκης στο επίκεντρο των τεταμμένων ελληνοτουρκικών σχέσεων


Της Θεοδώρας Αγγελοπούλου,

Ένταση σημειώθηκε για πολλοστή φορά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις επ’ αφορμής της αναστολής λειτουργίας δώδεκα μειονοτικών δημοτικών σχολείων στη Δυτική Θράκη. Το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών υιοθετεί έναν καταγγελτικό λόγο εναντίον της Ελλάδας για παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάννης ως προς το γεγονός ότι προβαίνει διαρκώς σε πολιτικές διακρίσεων για τα εν λόγω σχολεία και σε καταστρατήγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την ίδια ακριβώς στιγμή που αναφέρεται σε «τουρκική μειονότητα της Θράκης», αλλοιώνοντας πλήρως τα όσα προβλέπονται στη διεθνή συνθήκη για θρησκευτική, δηλαδή μουσουλμανική, και όχι εθνική μειονότητα στην ελληνική επικράτεια.

Η ελληνική πλευρά, διά μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών, έσπευσε να απαντήσει στις προκλητικές και αναληθείς αυτές δηλώσεις τόσο σχετικά με το καθεστώς των μειονοτικών σχολείων όσο και στην κατηγορία για «παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Κατόπιν της απόρριψης των κατηγοριών, λοιπόν, δήλωσε ότι κριτήριο για την καταγγελθείσα αναστολή λειτουργίας τίθεται η μη συμπλήρωση του κατώτατου ορίου των 9 μαθητών ανά σχολική μονάδα, όπως ισχύει για το σύνολο των δημοσίων σχολείων στη χώρα. Τα μειονοτικά σχολεία υπάγονται διοικητικά στο ελληνικό Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατό να εξαιρούνται από τη συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση, αλλά ούτε και να παρεμβαίνει η Τουρκία σε ζητήματα είτε διαδικαστικής, όπως σε αυτήν την περίπτωση, είτε ουσιαστικής φύσεως που άπτονται της εθνικής κυριαρχίας, επισημαίνοντας, μάλιστα, ότι «μόνο στην περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης ανεστάλη η λειτουργία ακόμη 24 δημόσιων δημοτικών σχολείων».

Φωτογράφος: Menelaos Myrillas / SOOC

Προς επίρρωση του προαναφερθέντος επιχειρήματος, επιστρατεύονται τα αριθμητικά δεδομένα, στα οποία διαφαίνεται η πολιτική διακρίσεων και εκτοπισμού της Τουρκίας ενάντια στις χριστιανικές μειονότητες, και δη την ελληνική, καθώς σήμερα η Ελλάδα αριθμεί πάνω από 120.000 μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας, ενώ η ελληνική στην Κωνσταντινούπολη μόλις 3.000, μία αντίθεση που κάνει ακόμη μεγαλύτερη αίσθηση εάν αντιληφθεί κανείς ότι την περίοδο υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης τα μέλη εκατέρωθεν ήταν ισόποσα, εξειδικεύοντας τα στοιχεία για τα σχολεία. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι «για το ακαδημαϊκό έτος 2021-2022, στη Θράκη θα λειτουργήσουν άνω των 100 μειονοτικών δημοτικών, ενώ στην Κωνσταντινούπολη μόλις 3». Η ελληνική δήλωση ολοκληρώνεται με το γεγονός ότι η φερεγγυότητα της χώρας στη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι δεδομένη στο πλαίσιο του κράτους-δικαίου, εν αντιθέσει με την Τουρκία, η οποία βρίσκεται στη δεύτερη χειρότερη θέση της κατάταξης για τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη του Συμβουλίου της Ευρώπης που δεν εκτελούν τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), κατέχοντας τον αριθμό των 643 μη εκτελεσθέντων αποφάσεων.

Επιστρέφοντας στο ζήτημα των μειονοτικών σχολείων, η ρητή πρόβλεψή τους στη Συνθήκη της Λωζάννης δεσμεύει την ελληνική πολιτεία να διατηρεί ένα ειδικό καθεστώς που εν τοις πράγμασι δημιουργεί διακρίσεις τόσο στο πλαίσιο των κρατοδικαιικών όσο και σε αυτό των ενωσιακών αρχών, όχι όμως σε βάρος της μειονότητας, όπως ισχυρίζεται η Άγκυρα, αλλά σε βάρος της ισόνομης μεταχείρισης του ελληνικού πληθυσμού. Παρόλο που η Τουρκία επιδιώκει για τα δικά της επεκτατικά συμφέροντα να εξαίρει των εθνοτικό χαρακτήρα της μουσουλμανικής μειονότητας που διακρίνεται σε Αθίγγανους, Πομάκους και Τουρκογενείς, αυτοί παραμένουν Έλληνες πολίτες στην ιθαγένεια με τα ιδιαίτερα νομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η ένταξή τους σε θρησκευτική μειονότητα.

Πηγή εικόνας: xanthi2.gr

Βάσει της εναρμονισμένης με την ευρωπαϊκή πολιτική περί μειονοτήτων και συμμετοχικής δημοκρατικής κοινωνίας πρακτική που υιοθέτησε η Ελλάδα στη Θράκη, οι μουσουλμάνοι απολαμβάνουν στο έπακρο κάθε δικαίωμα και προνόμιο, όπως κάθε Έλληνας πολίτης, με την ελευθερία έκφρασης των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων και των πολιτισμικών τους συνηθειών, συμβιώνοντας χωρίς προβλήματα και μισαλλοδοξία με τους χριστιανούς συμπολίτες τους, πλην ελαχίστων φανατικών περιπτώσεων που υποθάλπει το καθεστώς Ερντογάν. Παραδείγματα αυτής της συμβίωσης συνιστούν οι χρόνιοι τίτλοι περιουσίας, το δικαίωμα οπλοφορίας ως κυνηγοί, η παροχή επιδομάτων στις μητέρες, επιδοτούμενα σεμινάρια εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας, δικαίωμα εισαγωγής στις στρατιωτικές σχολές, η έκδοση μεγάλων σε κυκλοφορία μειονοτικών εφημερίδων (Ζαγάλισα, Γκιουντέμ, Μπιρλίκ, Μιλλέτ) και περιοδικών (Ροντόπ, Ρουζκαρί, Σέτσεκ), αλλά και πλήθος εκπομπών σε δύο αποκλειστικά τουρκόφωνους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Επιπρόσθετα, η ελληνική πολιτεία σεβόμενη τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους τούς παρέχει ειδικά προνόμια έναντι των χριστιανών πολιτών, όπως η εισαγωγή τους με ποσοστώσεις στα ΑΕΙ και στις εξετάσεις του ΑΣΕΠ στο Δημόσιο.

Το καθεστώς των δίγλωσσων σχολείων, των Μουφτειών και των Βακουφίων, είναι αυτό που δημιουργεί τη διάκριση, τους μουσουλμανοπαίδες και τους υπολοίπους Έλληνες και εν γένει το πρόβλημα ισονομίας, δίνοντας πάτημα στην τουρκική πολιτική να υποσκάπτει στην περιοχή το δικό της καθεστώς υπεροχής επί της μειονότητας, με τη διατήρηση του Τουρκικού Προξενείου στην Κομοτηνή (ΤΠΚ), το οποίο επιδιώκει εδώ και δεκαετίες να τουρκοποιεί οτιδήποτε μειονοτικό. Παραδείγματος χάριν, εντοπίζονται η εκμάθηση τουρκικών στα παιδιά των Πομάκων και των Αθίγγανων, η πρόσληψη στα μειονοτικά σχολεία εθνικιστών μετακλητών δασκάλων από την Τουρκία –μετακλητοί Τούρκοι πολίτες προβλέπονται από τη νομοθεσία ως δάσκαλοι στα εν λόγω σχολεία– και η επικράτηση της τουρκικής γλώσσας στο σύνολο των διδασκόμενων μαθημάτων έναντι της ελληνικής, η οποία πρακτικά θεωρείται δεύτερη και όχι πρώτη ως όφειλε νομικά. Επιπλέον, παρατηρείται σύγχυση ανάμεσα στα δημόσια και ιδιωτικά μειονοτικά σχολεία, με τα τελευταία να αυξάνονται και να προτιμώνται έναντι των ελληνόγλωσσων και έλλειψη παιδαγωγικής επάρκειας ελληνόγλωσσων δασκάλων σε μειονοτικά σχολεία από όλα τα παιδαγωγικά ιδρύματα της χώρας, πλην των αποφοίτων μόνο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με την αντίστοιχη εξειδίκευση του τουρκόγλωσσου προγράμματος και των αποφοίτων του τουρκόγλωσσου διδασκαλείου του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.

Η κατάσταση επιδεινώνεται με το ΤΠΚ να αναλαμβάνει άτυπα χρέη αντιπροσώπευσης του μειονοτικού πληθυσμού και το αυτοδιοίκητο καθεστώς των μουφτήδων, το οποίο υποθάλπει τη νοοτροπία της υπεροχής έναντι του νόμου, ένα «κράτος εν κράτει» και δεν υπάγεται στο ιεραρχικό καθεστώς των ΟΤΑ (Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης), καθώς οι αυτοδιοικητικοί νόμοι «Καλλικράτης» και «Κλεισθένης» δεν εμπεριέχουν ειδικές προβλέψεις που να λειτουργικοποιούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής στο πλαίσιο του κράτους-δικαίου. Επιπρόσθετα, η πλειονότητα των πολιτιστικών συλλόγων τιτλοφορούνται ως «τουρκικός», παρά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας που έχει κρίνει τη συγκεκριμένη πρακτική ως παράνομη, με αποτέλεσμα την καταπάτηση των πολιτισμικών δικαιωμάτων της μειονότητας.

Συμπερασματικά, κρίνεται αδήριτη ανάγκη το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων σε συνεργασία με τις εσωτερικές συντονιστές αρχές κεντρικού και περιφερειακού επιπέδου να σταματήσουν να αντιμετωπίζουν κατευναστικά τα παραπάνω φαινόμενα και να αυστηροποιήσουν το νομικό καθεστώς, ώστε να αντιμετωπίσουν την τακτική τουρκοποίησης της μειονότητας. Η μουσουλμανική θρησκευτική ταυτότητα των μαθητών στα μειονοτικά σχολεία πρέπει να εντυπώνεται στα παιδιά ισάξια και όχι με όρους υπεροχής της ταυτότητάς τους ως Έλληνες πολίτες και κατ’ επέκτασιν ως Ευρωπαίοι. Καθίσταται απαραίτητη η αναμόρφωση της διδακτέας ύλης και η εισαγωγή περισσότερων μαθημάτων στα ελληνικά, κυρίως, καθιστώντας τα τουρκικά ως δεύτερη και εισάγοντας τις γλώσσες των Ρομά και Πομάκων στα αντίστοιχα μειονοτικά σχολεία, ανοίγοντας ξανά τους διορισμούς σε ελληνόγλωσσους δασκάλους που έχουν διδαχθεί τουρκικά στο Πανεπιστήμιο περιορίζοντας κατά αυτόν τον τρόπο τους Τούρκους μετακλητούς.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών αναφορικά με εκπαιδευτικά ζητήματα της Μουσουλμανικής Μειονότητας (02.08.2021), διαθέσιμο εδώ
  • Προκαλεί ξανά η Τουρκία – “Η Ελλάδα κλείνει σχολεία της “τουρκικής” μειονότητας στη Θράκη”, Το ΒΗΜΑ, διαθέσιμο εδώ
  • Μουσουλμανική Μειονότητα – Η τουρκική στρατηγική στη Δυτ. Θράκη – Τρέχουσα ελληνική πολιτική – Προτάσεις, Κωνσταντίνος Ιατρίδης, ΠΕΜΑΣ, διαθέσιμο εδώ
  • Μειονότητα της Θράκης, ΕλΕΔΑ, διαθέσιμο εδώ

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θεοδώρα Αγγελοπούλου
Θεοδώρα Αγγελοπούλου
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1998, όπου διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτη του Πρότυπου ΓΕΛ Αναβρύτων και πλέον πτυχιούχος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ. Έχει συμμετάσχει σε πλήθος σεμιναρίων, ημερίδων και προσομοιώσεων σχετικά με την πολιτική, τις διεθνείς σχέσεις, την άμυνα και τη δημόσια διοίκηση ήδη από τα σχολικά χρόνια και το ενδιαφέρον της προς αυτά συνεχίζει αμειώτο. Γνωρίζει άριστα αγγλικά και γαλλικά ενώ στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον κλασσικό και σύγχρονο χορό.