14 C
Athens
Τρίτη, 19 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμός«Όταν κοιμούνται οι φίλοι μου», του Αύγουστου Κορτώ

«Όταν κοιμούνται οι φίλοι μου», του Αύγουστου Κορτώ


Της Κατερίνας Φιλακούρη,

Το να είσαι ασκούμενος δικηγόρος συνεπάγεται, υπό μια πολύ ρομαντική οπτική περιπλάνηση, περιήγηση και εξερεύνηση της πόλης. Έχοντας μηδενική αίσθηση του προσανατολισμού και καμία επαφή με τον «Αζιμούθιό» μου, οι ώρες που καταναλώνω στις εξωτερικές εργασίες το πρώτο μισό της μέρας με φέρνουν αντιμέτωπη με απρόσμενες εκπλήξεις. Λίγες βδομάδες πριν, πηγαίνοντας για μια ακόμα φορά στο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών, Αριστοτέλους 175, ανέβηκα τις σκάλες του σταθμού στη Βικτώρια και έπεσα πάνω σ’ έναν πάγκο με βιβλία. Είχα λίγο χρόνο μέχρι το ραντεβού μου και αποφάσισα να «χαζέψω». Ο κύριος «Τάδε» μου, πρώην μαθηματικός σε λύκειο, βιβλιοφάγος και πλανόδιος βιβλιοπώλης, παρατήρησε το περίεργο μάτι μου και άρχισε να μου διαφημίζει όποιο βιβλίο κι αν έπεφτε στη ματιά μου. Δέκα λεπτά μετά, έφυγα με ένα δώρο για τον εαυτό μου.

Πρόκειται για το τελευταίο βιβλίο του Κορτώ, το οποίο έγραψε την περίοδο της καραντίνας. Ω, μα πόσο δημιουργικά πέρασε αυτούς τους μήνες! Σε μια πρώτη επιδερμική ανάγνωση, ο αναγνώστης ίσως εκλάβει ότι θέμα του είναι η ομοφυλοφιλία ή τα ναρκωτικά ή το AIDS. Δεν είναι, όμως, αυτός ο στόχος του συγγραφέα, αν και η θεματολογία τούτη πλανάται σαν φάντασμα, ενώ καταβροχθίζεις μια-μια τις σελίδες. Αλλά ένα θέμα πιο βαθύ και ευάλωτο, πανανθρώπινο και θαυμαστό, αυτό της φιλίας. Ερχόμαστε να γίνουμε θεατές ενός μικρού θαύματος. Γιατί η αληθινή φιλία πρόκειται για ένα θαύμα, ένα από τα εκατομμύρια μικρά που συμβαίνουν, όταν κοιτάμε από την άλλη. «Τρία παιδιά -τραυματισμένα κι εξόριστα, χαμίνια του δρόμου- γνωρίζονται, φωλιάζουν σε μια κατάληψη των Εξαρχείων και γίνονται αδέρφια». Κάπου, κάποτε, κάποιος είπε ότι οι φίλοι είναι η οικογένεια που επιλέγεις να έχεις. Κι εγώ επέλεξα να ζω μ’ αυτό το ρητό, μάλλον έτσι εξηγείται η επιρροή του βιβλίου πάνω μου.

Πηγή Εικόνας: pastafloramag.gr

Ο Μανωλιός, η Δήμητρα κι ο Γιάννης είναι τρία παιδιά που, διαβάζοντας, συνειδητοποιείς πως καλύτερα να τους μεγάλωνε μια λύκαινα. Δεν έζησαν παιδική ηλικία, η αδιαφορία του οικογενειακού περίγυρου θα ήταν ευλογία. Όμως όχι, βρίσκονταν στο κέντρο της προσοχής, και με τον όρο προσοχή, εννοώ τις βιαιότητες -λεκτικές, σωματικές, σεξουαλικές- που δέχτηκαν, ή καλύτερα, δέχονταν (παρατατικός: χρόνος παρελθοντικός, που δηλώνει την επανάληψη). Τα δύο αγόρια μας είναι ομοφυλόφιλοι, κάτι που τη δεκαετία του ’90, πόσο μάλλον σε μια επαρχιακή κοινωνία, εξισώνεται με αυτοεξορία. Και η πριγκίπισσα του παραμυθιού, είναι ένα (πρώην) τζάνκι, που από την προεφηβική ηλικία βιάζεται κατ’ επανάληψη από τον πατέρα της. Οι τρεις τους, σαν μια γροθιά, καλούνται να αντιμετωπίσουν τη σκληρή καθημερινότητα: «αδίστακτα αφεντικά και πελάτες, εχθροί των καταλήψεων, ένας καθ’ έξιν δολοφόνος φάντασμα που έχει σκοπό να καθαρίσει την πιάτσα -και πάνω απ’ όλα, κρυμμένο παντού, το φάσμα του AIDS, πεινασμένο για κορμιά που πονούν για έρωτα».

Τρεις ιστορίες που πλέκονται σε μία και τις οποίες αφηγείται σε μια μεγάλη αναδρομή ο μόνος επιζών -ως αφηγητής/παντογνώστης- συνομιλώντας με τους χαμένους φίλους του. Κοινός παρονομαστής των τριών φίλων είναι η ανάγκη για αγάπη. Πράγμα που συνοψίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα του βιβλίου: «Δίχως να ομολογούν την έλλειψη, το επώδυνο αίσθημα ανεπάρκειας, όλοι τους σκέφτονταν ότι η μικρή τους οικογένεια δεν ήταν αρκετή: πώς να επιβιώσουν, έτσι αθωράκιστοι, τρία θύματα χωρίς άλλους ανθρώπους; Αλλά η ζωή τούς είχε σπείρει ξέχωρα απ’ το δάσος – αντί για δέντρα, αλεξικέραυνα. Έπρεπε να πιστέψουνε στο θαύμα: στον έρωτα, στην καλοσύνη. Άραγε όταν ερχόταν η ευλογημένη στιγμή θα την αναγνώριζαν; Η μόνη σιγουριά ήταν τα λόγια του όρκου: Μια μέρα θα με δουν, θα μ’ ακούσουν και θα μ’ αγαπήσουν. Κι αν δεν είναι πολλοί, θα είναι δικοί μου». Κι αναρωτιέμαι: αυτό δεν επιθυμούμε όλοι (μικροί και μεγάλοι);

Πηγή Εικόνας: greekbooks.gr

Ένας λόγος που με γοήτευσε το βιβλίο, απόλυτα προσωπικός, είναι ότι οι πρωταγωνιστές μας δραστηριοποιούνται στο τετράγωνο Εξάρχεια, Ομόνοια, Αλεξάνδρας, Πεδίον του Άρεως. Πρόκειται και για τ’ αφηρημένα όρια της δικής μου εργασίας, με αποτέλεσμα να αισθάνομαι ότι την ιστορία να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μου. Εκεί που περπατάω τη Σόλωνος και στρίβω στην Τρικούπη, ίσως, αν είμαι τυχερή, πετύχω τον Γιάννη με την κιθάρα του κι ακούσω την ιστορία από τα δικά του χείλη. Ίσως με καλέσει στο Σάκο να γνωρίσω τα παιδιά. Σ’ αυτό το αίσθημα της οικειότητας συμβάλει και ο Κορτώ με τον τρόπο γραφής του, αιχμηρό και τραχύ, γλυκό και θεραπευτικό. Ο ίδιος χαρακτηρίζει τα βιβλία του «αγαπησιάρικα». Και είναι αλήθεια τέτοια, αν ξεπεράσεις το σοκ των πιο σκληρών αποσπασμάτων του βιβλίου. Στο συγκεκριμένο, τα κομμάτια που αναφέρονται στην παιδική ηλικία των πρωταγωνιστών λειτουργούν σαν μια γροθιά στο στομάχι. Με δυσκολία διάβαζα δυο-τρεις σελίδες τη μέρα κι ο συγγραφέας, σε παρουσίαση του βιβλίου, εκμυστηρεύεται πόσο πόνεσε κι έκλαψε για τους φανταστικούς του χαρακτήρες. Πολύ εύστοχα κλείνει η περίληψη του βιβλίου, πρόκειται για: «Ένα μυθιστόρημα παρέας, γέλιων και δακρύων. Φίλος θα πει η καρδιά σου σ’ άλλο στήθος».

Υ.Γ.: Το άρθρο αυτό γράφηκε στους 38 βαθμούς Κελσίου, μετά τη δεύτερη δόση του Phizer. Η συναισθηματική φόρτιση ενδέχεται να είναι κολλητική.


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κατερίνα Φιλακούρη
Κατερίνα Φιλακούρη
Είναι 24 ετών. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από τη Νομική Αθηνών, αφού πρώτα έκανε μια σύντομη στάση στο ΠαΠει στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά και ρωσικά. Λατρεύει τα ταξίδια και τον κινηματογράφο. Έχει ιδιαίτερη αδυναμία στη τζάζ και στην ξένη λογοτεχνία.