17.7 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
Αρχική1821-2021: 200 Χρόνια Ανεξαρτησίας και ΜνήμηςΗ Μεσσηνιακή Επανάσταση του 1834 και οι θρυλικοί «Ντρέδες»

Η Μεσσηνιακή Επανάσταση του 1834 και οι θρυλικοί «Ντρέδες»


Του Βασίλη Δημόπουλου,

Η ιδιαίτερη διακυβέρνηση της Βαυαρικής Αντιβασιλείας και η πενιχρή οικονομικά θέση της χώρας κατά τα πρώτα χρόνια σύστασης του Ελληνικού Κράτους, δημιούργησε τις συνθήκες για ένα καθεστώς κριτικής στους τρεις Αντιβασιλείς, που κατάφερε να φθάσει σε μία κλιμακούμενη αντίθεση της ελληνικής κοινωνίας, με αποκορύφωμα την έκρηξη επαναστατικών ερίδων. Μία τέτοια, ίσως και η πιο γνωστή, ήταν εκείνη που πραγματοποιήθηκε στη Μεσσηνία, το 1834, η οποία οδηγήθηκε σε αιματηρά αποτελέσματα ανάμεσα σε οπλαρχηγούς του Αγώνα και Κυβερνητικούς αντιπροσώπους.

Οι προδιαθέσεις της εν λόγω επαναστατικής κίνησης ήταν έκδηλες από το πρώιμο χρονικό διάστημα διακυβέρνησης της Αντιβασιλείας. Οι αγωνιστές της Επανάστασης για την ελευθερία της χώρας, που υλοποιήθηκε, ουσιαστικά, με τον ερχομό του Ιωάννη Καποδίστρια στη χώρα, αισθάνονταν διαρκώς παραγκωνισμένοι και απομακρυσμένοι από την διαδικασία λήψης των αποφάσεων, τόσο σε τοπικό επίπεδο, όσο και σε εθνικό. Η συνεχής προσπάθεια τους για την ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδας, στα δικά τους μάτια, δεν ευοδώθηκε ποτέ, καθώς Βαυαροί, Φαναριώτες και κάθε λογής Φιλέλληνες, νέμονταν μεταξύ τους τις θέσεις καίριας ευθύνης, απολαμβάνοντας άνετη και πλουσιοπάροχη διαβίωση, ενώ κάτι τέτοιο είχαν την πεποίθηση πως θεωρούταν καθαρά προνόμιο των προειρημένων αγωνιστών.

Πιο συγκεκριμένα, την περίοδο της Αντιβασιλείας, το ποσοστό των Ελλήνων γαιοκτημόνων ανερχόταν μόλις στο 1/6, ενώ το 20% αυτού του ποσοστού διέθετε ένα ή δύο δικά του ζώα. Παράλληλα, όσοι καλλιεργούσαν κομμάτι εθνικής γης, όφειλαν να αποδίδουν φόρο συνολικού ύψους 25%, το 15% του οποίου συνδεόταν με φόρο ενοικίου, και το υπόλοιπο 10% με φόρο της δεκάτης, έναν τακτικό φόρο για την αγροτική παραγωγή, τον οποίο επέβαλε ο Σουλτάνος στους υπηκόους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως τα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας σε πρώην βυζαντινά εδάφη. Εν συνεχεία, ο μέσος καλλιεργητής έδινε και ένα σημαντικό ποσοστό στον ιδιοκτήτη ζώων και εργαλείων, μένοντας με κάτι λιγότερο από το 30% του συνολικού κέρδους.

Ο πληθυσμός στην ελληνική ύπαιθρο ζούσε πολύ φτωχικά και εξαθλιωμένα εξαιτίας της βαριάς φορολογίας και της γενικότερης ένδειας του τόπου. Πηγή εικόνας: slpress.gr

Οι προαναφερθείσες συνθήκες εξαθλιωμένης διαβίωσης των γαιοκτημόνων ή μη Ελλήνων, σε συνάρτηση με την ιδιαίτερη πολιτική που ασκούσε ο – σύμφωνα με τις πηγές – προτεστάντης Αντιβασιλέας, Maurer, που μεταξύ άλλων υπήρξε επιβλέπων και για εκκλησιαστικά θέματα, δημιούργησαν μία ερεβώδη κατάσταση στο Βασίλειο. Η παράλληλη καταδίκη σε θάνατο των σπουδαίων Αγωνιστών, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημήτριου Πλαπούτα, δυναμίτισε για ακόμα μία φορά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.

Έτσι, στις 29 Ιουλίου/11 Αυγούστου του 1834, πεντακόσιοι περίπου Σουλιμοχωρίτες – Ντρέδες, με επικεφαλής τον Μεσσήνιο καπετάνιο Γιαννάκη Γκρίτζαλη, σε μία προσπάθεια ανατροπής του υπάρχοντος τοπικού καθεστώτος, που ερχόταν σε άμεση σύνδεση με την πολιτική των Αντιβασιλέων, αιφνιδίασαν τις αρχές της Κυπαρισσίας και φυλάκισαν τον νομάρχη Δημήτριο Χρηστίδη, τον στρατιωτικό διοικητή Αντώνη Μαυρομιχάλη και τον Δημόσιο Ταμία. Στη θέση των αρχών που καταργήθηκαν δημιουργήθηκε, όπως ονομάστηκε, μια «Πατριωτική Επιτροπή», για να «αντιπροσωπεύσει τον λαόν της επαρχίας Τριφυλίας εις την περίστασιν ταύτην και ως πληρεξούσιοι αυτών διορίζονται να αναφέρωσιν όπως κρίνωσιν αρμοδιότερον τα παράπονα και τας ικεσίας του λαού τούτου, προς ανόρθωση των καταπατηθέντων αυτού δικαίων».

Οι Ντρέδες, ήταν σαράντα οικογένειες που κατήλθαν στον Ελλαδικό χώρο από τα χωριά της Βορείου Ηπείρου, περί το 1380. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν σε ορεινά χωριά της Μεσσηνίας, όπου έχτισαν τους οικισμούς τους και μετονόμασαν τα εν λόγω χωριά σε Σουλιμοχώρια. Σύμφωνα με τον σπουδαίο φιλόλογο και ιστορικό Σαράντο Καργάκο, που μεταξύ άλλων έχει ασχοληθεί με τις ετυμολογικές σημασίες διάφορων τοπωνυμίων και επωνύμων, ο όρος «Ντρές» σημαίνει ανυπότακτος και απελεύθερος από κάθε μορφή κοινωνικής συμβίωσης. Οι Ντρέδες εγκαταστάθηκαν στα ορεινά της Τριφυλίας, κοντά στην Κυπαρισσία, για να γίνουν φύλακες του Δεσποτάτου του Μοριά και να το προστατεύσουν από τους Φράγκους, που κατείχαν την Επαρχία Ολυμπίας, με σύνορο τον ποταμό Νέδα, ενισχύοντας, παράλληλα, τον στρατό του Βυζαντίου.

Τμήματα του τακτικού στρατού και Μανιάτες καταδιώκουν τους επαναστάτες στον Ασλάναγα της Μεσσηνίας, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα. Πηγή εικόνας: freeinquiry.gr

Έπειτα από την βίαιη απομάκρυνση της τοπικής Αρχής, οι Ντρέδες σε μία μακροσκελή ανακοίνωση τους προς το λαό της Κυπαρισσίας, τους ενημέρωναν για τα επόμενα βήματα τους. Επικαλούμενοι τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν, κυρίως για τους καλλιεργητές και τους μικροεμπόρους, στόχευαν στην επανάκτηση των δικαιωμάτων τους, που είχαν χάσει, όπως μνημόνευαν, αυθαίρετα από τις τοπικές και κυβερνητικές αρχές. Εν συνεχεία, προχώρησαν σε δεύτερη ανακοίνωση, αυτή τη φορά προς τον ίδιο τον Όθωνα, με παρεμφερές περιεχόμενο με την πρώτη, υπογεγραμμένη από 71 έγκριτους πολίτες όλων των τμημάτων της Επαρχίας Τριφυλίας και του Τμήματος Ζούρτσας της Επαρχίας Ολυμπίας.

Οι εξελίξεις των επόμενων ημερών υπήρξαν καταιγιστικές και φλογερές, καθώς η επανάσταση εξαπλώθηκε με τάχιστο ρυθμό και στις γύρω Μεσσηνιακές περιοχές. Στις 29 Ιουλίου/11 Αυγούστου, λίγη ώρα μετά την έκρηξη του επαναστατικού κινήματος, στη περιοχή Γαράντζα, ο 89χρονος στρατηγός Μητροπέτροβας, που τύγχανε να είναι και ο πεθερός του Γκρίτζαλη, με 96 Γαραντζαίους, έχοντας στο πλευρό του τους δεκαπέντε γιους και τα εγγόνια του, κατευθύνθηκε προς την Ανδρούσα, όπου και την κατέλαβε. Την ίδια μέρα, στο Ασλάναγα ή Άρι της Μεσσηνίας, ο Ανάστασης Τζαμαλής αιφνιδίασε και κατόρθωσε να διώξει από το χωριό βαυαρική μονάδα αποτελούμενη από πενήντα άντρες. Οι Βαυαροί, όμως, επανήλθαν ενισχυμένοι και τον πολιόρκησαν. Προς βοήθειά του έσπευσε ο Μητροπέτροβας, διαλύοντας την πολιορκία. Τζαμαλής και Μητροπέτροβας, ακολούθως, προήλασαν και κατέλαβαν την περιοχή Νησί, στη Μεσσήνη.

Ο Δημήτριος – Μήτρος Πέτροβας (1745-1838). Πηγή εικόνας: wikipedia.org

Στις 30 Ιουλίου, ξεσηκώθηκαν τα ξαδέρφια του στρατηγού Δημητρίου Πλαπούτα, Κόλλιας και Μήτρος Πλαπούτας, στη Βάνινα και την Παλούμπα Γορτυνίας και μαζί με τον ανιψιό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Νικήτα Ζερμπίνη, κατευθύνθηκαν στη Ζάχα και στο Σκληρό. Στη συνέχεια, καταλήφθηκε η Ανδρίτσαινα και ξεσηκώθηκαν τα γύρω χωριά. Μόλις τα νέα έφτασαν στην πρωτεύουσα, το Ναύπλιο, ο πρωθυπουργός Ιωάννης Κωλέττης θέλησε να επωφεληθεί της κατάστασης και να συνδέσει την «ανταρσία» με τους φυλακισμένους Στρατηγούς. Έτσι, έσπευσε να υπογράψει δύο διατάγματα. Με το πρώτο παρεχόταν εξουσιοδότηση στη φρουρά του Παλαμηδίου να εκτελέσει τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα αν πραγματοποιούνταν ύποπτες, όπως ανέφερε, κινήσεις, γύρω από το Παλαμήδι και με το δεύτερο να πράξει το ίδιο εάν ο Γκρίτζαλης προχωρήσει «ολίγον εμπρός», δηλαδή προς την κατεύθυνση του Ναυπλίου.

Στις αρχές του Αυγούστου, το κίνημα είχε φτάσει να απαριθμεί πλέον, περισσότερους από 2000 άνδρες. Ο  Γκρίτζαλης είχε ήδη κατορθώσει μέχρι εκείνο το διάστημα να καταλάβει την Μεγαλόπολη, τη Στεμνίτσα και το Ζυγοβίτσι Γορτυνίας. Επόμενος στόχος, ο οποίος έμελλε να ήταν ο μεγαλύτερος, ήταν εκείνος της Τρίπολης. Ωστόσο, για λόγους που έπειτα από χρόνια παραμένουν ακόμα άγνωστοι, ο επικεφαλής του επαναστατικού κινήματος έλαβε χαλκευμένες πληροφορίες, που ανέφεραν πως στην Τρίπολη είχαν εγκατασταθεί ισχυρές κυβερνητικές δυνάμεις, τριπλάσιες περίπου από τους άνδρες του Γκρίτζαλη, οι οποίες περίμεναν υπομονετικά την παρουσία των Ντρέδων. Για αυτό τον λόγο, ο Γκρίτζαλης αποφάσισε να επιστρέψει στα Σουλιμοχώρια, με σκοπό να ανασυγκροτήσει τα στρατεύματά του.

Οι ατρόμητοι Ντρέδες της Μεσσηνίας. Πηγή εικόνας: eleftheriaonline.gr

Απότοκο τούτης της απόφασης ήταν η ενδελεχής προετοιμασία του Κωλέττη για αντίδραση κατά των επαναστατών. Προετοιμάστηκε και στάλθηκε στην Τρίπολη ισχυρή δύναμη με επικεφαλής τον Βαυαρό γενικό επιθεωρητή, στρατηγό Σμαλτς, μαζί με τους συνταγματάρχες Χατζή Χρήστο και Θεόδωρο Γρίβα, πλευρίζοντας παράλληλα τους επαναστάτες από τη μεριά της Γορτυνίας με στρατεύματα με αρχηγούς τους Ανδρέα Λόντο, Κανέλλο Δεληγιάννη και Γεώργιο Σισίνη.

Ο στρατιωτικός επίλογος της επανάστασης γράφτηκε με κόκκινα γράμματα για τους επαναστάτες, λίγο έξω από την Μεγαλόπολη Μεσσηνίας και συγκεκριμένα στο χωριό Σούλου. Οι κυβερνητικές δυνάμεις, υπέρτερες αριθμητικά, όπως προαναφέρθηκε, των εξεγερμένων, κατόρθωσαν να υπερκεράσουν την αντίσταση και επικρατήσαν με σχετική ευκολία στην μετωπική αναμέτρηση που είχαν με τους άνδρες του Γκρίτζαλη. Κατόπιν, εισήλθαν στο Ψάρι, όπου απελευθέρωσαν τους ομήρους, συλλαμβάνοντας τον Γκρίτζαλη και ανακαταλαμβάνοντας την Ανδρίτσαινα και την Κυπαρισσία. Οι πρωτεργάτες της εξέγερσης επικηρύχθηκαν αντί του ποσού των 30.000 δραχμών ο καθένας. Αποφασίσθηκε, επίσης, ο αφοπλισμός των κατοίκων όσων χωριών πήραν μέρος στην εξέγερση.

Ο Γκρίτζαλης, όμως, έμελλε να έχει το τραγικότερο τέλος απ’ όλους τους επαναστάτες. Έπειτα από τυπικές και ευσύνοπτες διαδικασίες, καταδικάσθηκε σε θάνατο για εσχάτη προδοσία. Η ποινή, μάλιστα, εκτελέσθηκε μέσα σε δυο ώρες από την ανακοίνωση της καταδικαστικής απόφασης, γεγονός που μετέτρεπε σε ανούσια οιαδήποτε διαδικασία για τη χορήγηση χάρης από το Όθωνα. «Αδέλφια, άδικα πεθαίνω. Γύρεψα τα δίκια των Ελλήνων», ήταν τα τελευταία του λόγια του Μεσσήνιου αγωνιστή. Εξίσου στυγνή εικόνα ήταν εκείνη της γυναίκας του, Γιαννούλας, που της απαγορεύθηκε η ταφή του νεκρού σώματος του άνδρα της, από φόβο μήπως κατά την ταφή προκληθούν μεγαλύτερες ταραχές. Η τραγική γυναίκα μάζεψε τα μυαλά του νεκρού άντρα της, που είχε εκτελεστεί στο κεφάλι και στη συνέχεια κέρασε, σύμφωνα με το έθιμο, το εκτελεστικό απόσπασμα.

Προτομή του Γιαννάκη Κρίτζαλη (1791-1834) στο Ψάρι Τριφυλίας. Πηγή εικόνας: aristomenismessinios.blogspot.com

Συνοψίζοντας, η επανάσταση των Ντρέδων, υπήρξε μία ηχηρή προσπάθεια ανατροπής των συνθηκών που επικρατούσαν κατά τα πρώτα χρόνια της Αντιβασιλείας, αναφορικά με την οικονομική κατάσταση καλλιεργητών και μικροεμπόρων. Αν και κατευνάστηκε με τον πλέον βάναυσο τρόπο και μέσο, η επαναστατική κίνηση παρέμεινε χαραγμένη στον εσωτερικό λογισμό των Μεσσήνιων, καθώς μέχρι και τις ημέρες μας παρατηρούνται πολλά από τα ονόματα των επαναστατών να έχουν δοθεί σε δρόμους, πολιτιστικά και αθλητικά δρώμενα και κτίρια αντιστοίχως, σε μία προσπάθεια απόδοσης ενός ύστατου φόρου τιμής, στους ανθρώπους που άφησαν την τελευταία τους πνοή, λόγω εμφύλιων διαμαχών.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Βασίλειος, Κρεμμυδάς (2016) Η Επανάσταση του 1821, Αθήνα: Εκδ. GUTENBERG
  • Συλλογικό Έργο (1976) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
  • Σπυρίδων, Τρικούπης (2010) Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης,  Αθήνα: Εκδ. Λιβάνη.
  • Ιωάννης, Κατσαμπάνης (Πανηγυρικός 2004), Η Μεσσηνιακή Επανάσταση του 1834 – Η πρώτη κοινωνική Επανάσταση στη νεότερη Ελληνική Ιστορία. Απόσπασμα από τον πανηγυρικό της ημέρας (γιορτά­στηκε στο Πάνω Ψάρι Μεσσηνίας η 170ή επέτειος της Μεσσηνιακής Επανάστασης του 1834). Διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασίλης Δημόπουλος
Βασίλης Δημόπουλος
Γεννημένος το 1998, μεγάλωσε στην Αθήνα και συγκεκριμένα στην περιοχή της Αγίας Παρασκευής. Είναι τελειόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, στην πόλη της Καλαμάτας. Από τα σχολικά του χρόνια μέχρι και σήμερα, αφιερώνει σημαντικό κομμάτι του ελεύθερου του χρόνου στην μελέτη της Νεότερης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Ιστορίας και στην συμμετοχή του σε Ιστορικές και Φιλολογικές ημερίδες. Του αρέσει ο αθλητισμός και ιδιαίτερα η καλαθοσφαίριση, η μαγειρική, η παρακολούθηση σειρών και η συναναστροφή με τους κοντινούς του ανθρώπους.