Της Μαρίας Μαλανδράκη,
Τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων, με ονόματα ηθοποιών και σκηνοθετών να βγαίνουν στην φόρα φέροντας καταγγελίες γενετήσιας πράξης, σεξουαλικής ή λεκτικής κακοποίησης, έχουν στρέψει το βλέμμα της πολιτείας στην πιο σκοτεινή μεριά του θεάτρου ειδικότερα, και του ελληνικού χώρου του θεάματος γενικότερα. Σε αυτό το πλαίσιο, ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων ήρθε στην επιφάνεια, ζητήματα, όπως η συστημική έμφυλη βία, η διαφθορά, ο σεξισμός, αλλά και η αδυναμία άμεσης απόδοσης της δικαιοσύνης, έγιναν για πρώτη φορά αντικείμενο έντονων συζητήσεων τόσο στα ΜΜΕ όσο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ανάμεσα σε αυτά τα ζητήματα αναδύθηκε ένας ακόμη προβληματισμός αναφορικά με τους θύτες και τον τρόπο αντιμετώπισης τους από την δικαιοσύνη και από την κοινή γνώμη. Έπειτα από τον συνεχή διασυρμό των θυτών από τον ειδησεογραφικό λόγο, το ερώτημα που αναδύεται είναι το εξής: παρά το γεγονός ότι οι πράξεις των θυτών πέρα από παράνομες είναι σαφέστατα αισχρές και κατάπτυστες, και εάν υποθέσουμε πως τελικά, πράγματι, η πολιτεία θα αποδώσει δικαιοσύνη μέσω της επιβολής κάποιας ποινής φυλάκισης κάποιων χρόνων, στην συνέχεια ποιο είναι το επόμενο βήμα όσον αφορά την αντιμετώπισή του θύτη από το κοινωνικό σύνολο; Οι απόψεις στο συγκεκριμένο ζήτημα διίστανται ανάλογα με τον «φακό» μέσα από τον οποίο επιλέγει κανείς να ερμηνεύσει την μεριά του δράστη.
Σε αυτό το σημείο, αξίζει να σημειώσουμε πως το κείμενο αποτελεί μια κριτική προσέγγιση του τρόπου πρόσληψης των θυτών από την κοινή γνώμη. Στόχος δεν είναι η απενοχοποίησή τους, αλλά η ανάδειξη των θέσεων που αρθρώνονται στο πλαίσιο της κοινής γνώμης, καθώς και η τοποθέτηση προς μια πιο «νηφάλια» στάση.
Μέσα από το πρίσμα μιας φεμινιστικής προσέγγισης, τα πεδία λόγου αρθρώνονται σε δύο κατευθύνσεις. Η πιο φιλελεύθερη φεμινιστική οπτική αντιμετωπίζει τον άσκηση βίας (κάθε μορφής) σαν κάτι που μπορεί κανείς να πράξει ανεξαρτήτως φύλου και που δεν θα έπρεπε να προσδίδεται στην συγκεκριμένη πράξη μια έμφυλη διάσταση προκειμένου να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην εμπειρία του θύματος. Αντίθετα. η πιο ριζοσπαστική μεριά του φεμινισμού εκλαμβάνει τον θύτη ως φορέα αντιλήψεων πατριαρχικού χαρακτήρα, υπό το φως των οποίων η γυναίκα και πολύ περισσότερο το γυναικείο σώμα, αποτελούν αντικείμενα, τα οποία μπορούν να βρεθούν στο επίκεντρο τη κοινής γνώμης και του κοινωνικού ελέγχου. Ιδιαίτερα, όταν οι ίδιοι βρίσκονται σε θέσεις δύναμης και εξουσίας, δεν διστάζουν να αντιμετωπίσουν τις γυναίκες ως πεδίο προέκτασης της επιβολής της δύναμης τους, προκειμένου να τις ελέγχουν. Μια άλλη οπτική αντιμετωπίζει τους θύτες ως άτομα με βαθύτατα ψυχολογικά προβλήματα ή διαταραχές προσωπικότητας, τα οποία χρήζουν ίσης βοήθειας με τα θύματα, προκειμένου να μπορέσουν έπειτα να επανενταχθούν ομαλά στο κοινωνικό σύνολο χωρίς να εμφανίσουν την ίδια συμπεριφορά.
Κάθε μια από τις προαναφερθείσες θέσεις προτάσσει μια διαφορετική αντιμετώπιση του θύτη: άλλοτε υποστηρίζοντας πως η δικαιοσύνη πρέπει να αφεθεί εξ ολοκλήρου στην πολιτεία, η οποία θα τον αντιμετωπίσει με τον περιορισμό της ελευθερίας του και τον σωφρονισμό του, άλλοτε προτάσσοντας το επιχείρημα πως εφόσον το πρόβλημα του θύτη βρίσκεται στον πυρήνα των αξιών του δεν αρκεί ο περιορισμός της ελευθερίας του και επιβάλλεται μια πιο παιδαγωγική προσέγγιση. Αντίστοιχα, στην περίπτωση που ο θύτης φέρει βαθιά ψυχικά προβλήματα, χρήζει μιας ειδικής αντιμετώπισης με γνώμονα αυτά.
Καθώς, φυσικά, όλες οι παραπάνω θέσεις έχουν αρθρωθεί με αφορμή, αλλά και με επίκεντρο τις καταγγελίες που έγιναν σε συγκεκριμένα δημόσια πρόσωπα, θα μπορούσαμε να πούμε πως η αλήθεια βρίσκεται «κάπου στην μέση». Από την μια μεριά, δεν χωράει αμφιβολία πως τα συγκεκριμένα άτομα παρουσιάζουν μια βαθύτατα αντικοινωνική και προβληματική συμπεριφορά, η οποία μέσα από τις δηλώσεις τους δείχνει, όχι μόνο την αδυναμία τους να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο αυτό που έκαναν είναι λάθος (υπενθυμίζουμε εδώ τις δηλώσεις, σχετικά με μια αρρενωπότητα «παλαιάς κοπής»), αλλά και το θράσος -διότι περί θράσους πρόκειται- να χρησιμοποιούν σαν δούρειο ίππο ένα επιχείρημα κατά της δημοσιοποίησης των υποθέσεων προκειμένου να μην λάβουν ένα χαρακτήρα «κουτσομπολιού» (λησμονώντας, βέβαια, πως το κουτσομπολιό ενίοτε, ιδιαίτερα στις παραδοσιακές κοινωνίες λειτούργησε σαν εργαλείο γυναικείας αλληλεγγύης).
Την ίδια στιγμή, βέβαια, παρόλο που η δημόσια κατακραυγή τους αποτελεί φυσικό επακόλουθο, είναι τόσο μη λειτουργική όσο και η αντιμετώπισή τους ως άτομα με ψυχικές διαταραχές, γιατί παρά το γεγονός ότι υπάρχει το ενδεχόμενο κάποιοι πράγματι να φέρουν κάποια ψυχικά ή ψυχολογικά προβλήματα που απαιτούν ειδική μεταχείριση, είναι εξίσου πιθανό ένα μεγάλο μέρος τους να εργαλειοποιήσει αυτή την οπτική της κοινής γνώμης προκειμένου να λάβουν μια πιο ευνοϊκή μεταχείριση και από τον δημόσιο λόγο, αλλά και από τους φορείς δικαιοσύνης. Ζητούμενο είναι τόσο οι ίδιοι όσο και αντίστοιχες περιπτώσεις να αποβάλλουν προβληματικές συμπεριφορές ή νοσηρά αξιακά συστήματα μέσω μιας προσέγγισης, η οποία δεν θα στέφεται μονάχα στον περιορισμό της ελευθερίας τους, αλλά και σε έναν σωφρονιστικό σύστημα που θα επικεντρώνεται ιδιαίτερα στον τρόπο που οι ίδιοι αντιλαμβάνονται τις διαπροσωπικές σχέσεις και τους εαυτούς τους σε αυτές.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Feminist Perspectives on Rape, plato.stanford.edu, διαθέσιμο εδώ
- Ουμπέρτο Έκο, Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή, Μαλλιάρης Παιδεία, 2013