13.2 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΓνώμηΕσωστρεφείς σχηματισμοί

Εσωστρεφείς σχηματισμοί


Του Δημήτρη Τόλια, 

Ο ανασχηματισμός είναι ένας πολιτικός όρος που με τη χρήση του στον δημόσιο λόγο αναφερόμαστε συνήθως στις αλλαγές προσώπων στο κυβερνητικό σώμα. Ένας τέτοιος ανασχηματισμός έγινε στην ελληνική κυβέρνηση τις πρώτες ημέρες του 2021. Κάθε ανασχηματισμός έχει τα πολιτικά του συμφραζόμενα, αποτελεί έναν διπλό δείκτη. Αφενός, εμπεριέχει το αποτέλεσμα μιας ενδοκομματικής/ενδοκυβερνητικής αξιολόγησης και αφετέρου το ρόλο του οδοδείκτη. Φανερώνει το πώς το κόμμα αξιολογεί το πρόσωπο και ταυτόχρονα αναδεικνύει την κατεύθυνση προς την οποία θέλει να στρέψει το κυβερνητικό όχημα. Επομένως, μπορούμε και αλιεύουμε τα συμφραζόμενα ενός ανασχηματισμού για ένα κυβερνητικό κόμμα. Μπορούμε να κάνουμε το ίδιο και για τα κόμματα της αντιπολίτευσης; 

Δύο ενστάσεις. Πρώτον, τι μπορεί να σημαίνει ανασχηματισμός στην αντιπολίτευση; Κατά δεύτερον, είναι δυνατόν να υφίσταται μια διαλεκτική σχέση μεταξύ των εκατέρωθεν ανασχηματισμών, κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Αρχικά, ο όρος ανασχηματισμός είναι άτοπος για το αντιπολιτευτικό σχήμα, διότι ακριβώς μια αντιπολίτευση δεν έχει σαφώς καθορισμένο θεσμικό σχήμα ώστε να ανασκευαστεί. Διατηρεί ένα ασαφές σχήμα, όπως αυτό προκύπτει από τις εσωτερικές ισορροπίες στο κόμμα. Άρα, ενδεχομένως να κάνουμε περισσότερο λόγο για μετασχηματισμό παρά για ανασχηματισμό. Η διαφορά; Στον ανασχηματισμό, το σχήμα, οι θεσμοί είναι δεδομένοι, αλλάζουν μόνο τα πρόσωπα. Στον μετασχηματισμό, δεν υπάρχει δεδομένο σχήμα, επομένως αυτό που αλλάζει είναι η μορφή του σχήματος. 

Πηγή εικόνας: Enikos.gr

Άρα, κάνουμε λόγο για σχήματα που αντανακλούν ισορροπίες μεταξύ προσώπων. Τέτοιους διαδοχικούς μετασχηματισμούς βλέπουμε και στα δύο μεγάλα αντιπολιτευτικά κόμματα. Από το 2019 οι ιδέες και φωνές για μετασχηματισμούς σε ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ περισσεύουν, χωρίς, όμως, κανένα αποτέλεσμα εκατέρωθεν. Κοντά στον κυβερνητικό ανασχηματισμό είχαμε δύο μετασχηματιστικά γεγονότα στα δύο κόμματα. Από την μια, είχαμε στον ΣΥΡΙΖΑ την ίδρυση (άλλης) μιας νέας τάσης που προήλθε από κάποια πολύπλοκή πολυδιάσπαση μιας συνιστώσας και που θέλει να ενοποιήσει όλες τις άλλες. Από την άλλη, στο ΚΙΝΑΛ είχαμε την καθαίρεση του Ανδρέα Λοβέρδου από τη θέση του Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου του κόμματος. 

Το πιο ενδιαφέρον γεγονός φαίνεται να είναι η αντικατάστασή του, με τον Χάρη Καστανίδη, ο οποίος το τελευταίο διάστημα ακολουθεί την γραμμή του πρώην Πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις έχει παρεκκλίνει προς τα αριστερά της κομματικής γραμμής. Επιπλέον, τις τελευταίες εβδομάδες όλο και περισσότεροι «μετριοπαθείς» βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιούν σε δηλώσεις τους το υποκείμενο «ΣΥΡΙΖΑ του 3%» (π.χ. Ανδρέας Ξανθός). Η χρήση αυτού του υποκειμένου χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του «αριστερός ΣΥΡΙΖΑ» ή «λαϊκίστικος ΣΥΡΙΖΑ» με έμφαση στην εκλογική αποτίμηση του 3% (και όχι του 32%;) που νομιμοποιεί ένα αντιθετικό δίπολο επιτυχημένου-αποτυχημένου. 

Άρα υπάρχουν κάποιοι μετασχηματισμοί στα δύο αντιπολιτευτικά κόμματα. Υπάρχει, όμως, συσχέτιση με τον κυβερνητικό ανασχηματισμό; Από τη μία, ο Πρωθυπουργός στο πρώτο του κυβερνητικό σχήμα τοποθέτησε αρκετά στελέχη από την κεντροαριστερά και το κέντρο. Ο συνωστισμός στο κέντρο φαίνεται να φέρνει σύγχυση στα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης. Πως είναι δυνατόν να διεκδικήσουν κεντρώους ψηφοφόρους όταν εκείνοι εκπροσωπούνται ήδη από την κυβέρνηση; Πόσο μάλλον παρακολουθώντας τα υψηλά ποσοστά που συγκεντρώνει στις δημοσκοπήσεις. Αυτή η σύγχυση σε συνδυασμό με την πανδημία έχει οδηγήσει σε μια πλήρη αμηχανία τα δύο κόμματα αναφορικά με την στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσουν. 

Ερχόμαστε, έτσι, στον ανασχηματισμό του Ιανουαρίου. Με την κυβέρνηση να είναι ο μοναχικός πρωταγωνιστής στη σκακιέρα, η λύση στην σύγχυση της αντιπολίτευσης προήλθε από εκείνη. Ακούγεται αφελές, αλλά η τοποθέτηση περισσότερων κοινοβουλευτικών και συντηρητικών στελεχών (Βούλτεψη, Βορίδης) από τη Νέα Δημοκρατία σε καίριες υπουργικές θέσεις ίσως να αφήνει χώρο στα (κέντρο)αριστερά. Οι φήμες για προσφυγή στις κάλπες πρόωρα, καθώς και οι δρομολογημένες εσωκομματικές εκλογές του ΚΙΝΑΛ φαίνεται να αποτελούν το γράσο που μπορεί να κινήσει τους βαλτωμένους τροχούς της αντιπολίτευσης.

Φυσικά, αυτές είναι υποθέσεις από δεδομένα εύθραυστα στα γεγονότα. Όμως, εκείνο που δείχνουν, τελικώς, οι ανασχηματισμοί και οι μετασχηματισμοί είναι κατά πρώτον, το άνοιγμα της αγκαλιάς της ΝΔ προς τα δεξιά, καθώς δεν υπάρχει άλλο κόμμα στη δεξιά πλευρά του άξονα. Η ατζέντα, επιπλέον, ευνοεί το άνοιγμα αυτό. Ο Βελόπουλος δεν πείθει ούτε τους συνωμοσιολόγους, τα Rafale καταφθάνουν, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας δεν έχει φθορές στην εικόνα του, η αστυνομία θα είναι στα Πανεπιστήμια, το μεταναστευτικό είναι εκτός ατζέντας, οι οικονομικές πολιτικές φαίνεται να έχουν στραφεί στη στήριξη των επιχειρήσεων και η Εκκλησία φαίνεται να λαμβάνει κυβερνητική χάρη. 

Αυτά είναι εύθραυστα δεδομένα που αλλάζουν. Επιπλέον, ακόμη και στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, οι κεντρώοι ψηφοφόροι δεν δηλώνουν έντονη δυσαρέσκεια και σε καμιά περίπτωση μετακίνηση προς άλλα κόμματα. Επίσης, η ανάγνωση του ανασχηματισμού ως δεξιά στροφή είναι ελλιπής. Υπήρξαν και τοποθετήσεις στελεχών του πρώην Ποταμιού στην κυβέρνηση. Συνεπώς, μπορούμε να κάνουμε λόγο όχι τόσο για δεξιά στροφή όσο για στροφή προς την εκλογική βάση με την μετατόπιση από ένα τεχνοκρατικό προφίλ σε ένα περισσότερο «λαϊκό» με την έννοια του ψηφοφόρου. 

Είναι, λοιπόν, οι μετασχηματισμοί στην αντιπολίτευση, ελιγμοί προς το κέντρο ύστερα από την ανάγνωση του κυβερνητικού ανασχηματισμού ως δεξιόστροφου; Στο ΚΙΝΑΛ προδιαγράφεται ο δεύτερος γύρος Γεννηματά – Ανδρουλάκης. Ποια κατεύθυνση θα επιλέξουν; Την κεντρώα ή την κεντροαριστερή; Και ποιος από τους δύο θα εκπροσωπήσει ποια; Είναι γεγονός πως οι δύο προσωπικότητες του ΚΙΝΑΛ δεν έχουν χαράξει σαφή όρια ιδεολογικής ταυτότητας. 

Μπορεί το ΚΙΝΑΛ κατ’ όνομα να είναι το «κίνημα», ωστόσο, εκείνο παρουσιάζει χαρακτηριστικά «κόμματος» πολύ περισσότερο από τον ΣΥΡΙΖΑ που παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά «κινήματος» και όχι κόμματος. Ένα κίνημα, όμως, που δεν έχει δυναμική στην κοινωνία πέραν των εκλογών ως αντιθετικός πόλος. Από την άλλη, το ΚΙΝΑΛ μοιάζει περισσότερο με κόμμα. Έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ψηφοφόρων (δημογραφικά και κοινωνικά) και έχει μεγαλύτερη δυναμική στις τοπικές κοινωνίες (το παρατηρούμε και στις δημοτικές εκλογές). Όμως, δεν καταφέρνει να επηρεάσει τα στρώματα (κυρίως οικονομικά) που στρέφονται προς τον ΣΥΡΙΖΑ.

Πηγή εικόνας: Dikaiologitika.gr

Η ερώτηση εδώ είναι: θα στραφεί ο ΣΥΡΙΖΑ προς τα αριστερά σε σύγκρουση με το Μέρα 25 ρισκάροντας μια πιθανή νέα δυναμική στο κέντρο μετά τις εκλογές του ΚΙΝΑΛ; Ή θα επιχειρήσει έναν συμβιβασμό με το κέντρο επιχειρώντας να ισχυροποιήσει έναν κεντροαριστερό πόλο με σημαντικές απώλειες στελεχών και ψηφοφόρων εξ αριστερών; 

Συμπερασματικά, ο ανασχηματισμός και οι μετασχηματισμοί φαίνεται στην παρούσα φάση να παρουσιάζουν μια διαλεκτική σχέση που εντοπίζεται στο ζήτημα του κέντρου. Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ προσπαθούν να κλείσουν το μάτι στην πτέρυγα από την οποία προέρχεται η βάση τους. Την ίδια στιγμή, όμως, αντιλαμβάνονται πως το κέντρο μπορεί να τους προσφέρει την δυναμική στο πολιτικό σύστημα. Με το μάτι στραμμένο στις εξελίξεις του ΚΙΝΑΛ τα δύο κόμματα έχουν βγάλει τα μοιρογνωμόνια και τις ζυγαριές και προσπαθούν να υπολογίσουν με ποια βάρκα θα πρέπει να πορευτούν στο εξής. Οι τελευταίοι ανασχηματισμοί και μετασχηματισμοί αποτελούν το αποτύπωμα αυτού του υπολογισμού. 


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δημήτρης Τόλιας
Δημήτρης Τόλιας
Γεννήθηκε το 1998 και μεγάλωσε στον Ωρωπό Αττικής. Είναι αριστούχος του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ασχολείται με την πολιτική ανάλυση και την πολιτική επικοινωνία έχοντας εργασιακή και ερευνητική εμπειρία στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα. Ερευνητικά του ενδιαφέροντα αποτελούν τα πολιτικά κόμματα, τα πολιτικά και εκλογικά συστήματα και η πολιτική κοινωνιολογία.