17.6 C
Athens
Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ Ποινική Διαμεσολάβηση κατά τα άρθρα 11-14 Ν.3500/2006

Η Ποινική Διαμεσολάβηση κατά τα άρθρα 11-14 Ν.3500/2006


Της Ελληκαίτης Κουρτάκη,

Το δικαστήριο του Αρείου Πάγου με την υπ’ αρ. 497/2019 απόφασή του έκρινε ότι, σε πλημμεληματικές υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, η άσκηση ποινικής δίωξης χωρίς την προηγούμενη τήρηση της διαδικασίας διερεύνησης της δυνατότητας ποινικής διαμεσολάβησης, η οποία αποτελεί ειδική δικονομική προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, η οποία σχετίζεται με την προδικασία (άρθρο 171 παρ. 1 περ. β’ Κ.Π.Δ.). Η συγκεκριμένη περίπτωση αφορούσε την ασκηθείσα, από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χανίων, ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου με παραπομπή αυτού δι’ απευθείας κλήσεως στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων για την αξιόποινη πράξη της ενδοοικογενειακής απειλής (άρθρο 7 παρ. 2 Ν. 3500/2006 και άρθρο 333 παρ. 1 ΠΚ) και η υπόθεση προσδιορίστηκε προς εκδίκαση, χωρίς να ακολουθήσει η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, ενώ, παράλληλα, ο αρμόδιος ως άνω Εισαγγελέας παρέλειψε τη διερεύνηση της δυνατότητας ποινικής διαμεσολάβησης. Κατόπιν, ο κατηγορούμενος προσέφυγε με αίτησή του στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, ισχυριζόμενος την απόλυτη ακυρότητα της σε βάρος του ποινικής δίωξης με το εν λόγω δικαστήριο να υιοθετεί την εισαγγελική πρόταση απορρίπτοντας την αίτηση. Κατόπιν, ο ΑΠ έκρινε ότι το Συμβούλιο έσφαλε και κήρυξε ως απαράδεκτη την ασκηθείσα κατά του κατηγορουμένου δίωξη (αρ. 485 παρ. 1, αρ. 519 ΚΠΔ).

Ο θεσμός της ποινικής διαμεσολάβησης εισήχθη με τον Ν.3500/2006 ως μια προσπάθεια συμμόρφωσης της χώρας μας με την απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης της 15ης Μαρτίου 2001 σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες, το αρ. 10 της οποίας επιβάλλει στα κ-μ την προώθηση της διαμεσολάβησης σε ποινικές υποθέσεις. Η διαμεσολάβηση συνδέεται με την αρχή της σκοπιμότητας της ποινικής δίωξης και δίνει την επιλογή στον Εισαγγελέα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να μην ασκήσει δίωξη κατά του φερόμενου ως δράστη – μια αρχή που επικρατεί σε μεγάλο βαθμό στον αγγλοσαξoνικό κόσμο.

Τα ουσιαστικά κριτήρια για την επιλογή της ποινικής διαμεσολάβησης βρίσκονται στο αρ. 11 παρ. 2 Ν.3500/2006 και αναφέρονται στη φύση του εγκλήματος (μόνο σε πλημμελήματα, ποτέ σε κακουργήματα) και στην υποβολή ανεπιφύλακτης δήλωσης εκ μέρους του δράστη και αποδοχή αυτής από το θύμα. Η υποβολή ανεπιφύλακτης δήλωσης αναφέρεται στην υπόσχεση εκ μέρους του δράστη ότι στο μέλλον δεν θα τελέσει οποιοδήποτε αδίκημα ενδοοικογενειακής βίας (λόγος τιμής), ότι δέχεται για εύλογο χρονικό διάστημα να διαμείνει εκτός της οικογενειακής στέγης (εφόσον το απαιτεί το θύμα), ότι θα προβεί σε άμεση άρση ή αποκατάσταση των συνεπειών της πράξης του (κυρίως με την καταβολή εύλογης χρηματικής ικανοποίησης στο θύμα) και ότι δεσμεύεται να παρακολουθήσει ειδικό συμβουλευτικό-θεραπευτικό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας σε δημόσιο φορέα. Αυτές οι «υποσχέσεις» πρέπει να δοθούν σωρευτικά.

Τα δικονομικά κριτήρια βρίσκονται στο αρ. 12 και αφορούν στα εξής: Αν ο δράστης έχει συλληφθεί επ’ αυτοφώρω (αρ. 417 ΚΠΔ), ποινική διαμεσολάβηση επιτρέπεται μόνο εφόσον το δικαστήριο αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης, κατόπιν προτάσεως του αρμόδιου Εισαγγελέα ή των διαδίκων (αρ. 423 ΚΠΔ), με παράλληλη αυτεπάγγελτη εξέταση της περίπτωσης εφαρμογής του αρ. 18 Ν.3500/2006, όπως αυτό ισχύει κατόπιν της τροποποιήσεως με τον Ν.4531/2018 (περιοριστικοί όροι: μετοίκηση, απαγόρευση προσέγγισης κατοικίας ή/και εργασίας του θύματος, κατοικίες στενών συγγενών, εκπαιδευτήρια παιδιών, ξενώνες φιλοξενίας). Αν σε βάρος του φερόμενου ως δράστη ενεργείται προκαταρκτική εξέταση, ο εισαγγελέας οφείλει, πριν από κάθε άλλη ενέργεια, να διατάσσει τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης στο φερόμενο ως θύμα για την διερεύνηση της βασιμότητας της καταγγελίας, να εξετάζει κάθε μάρτυρα  ή να παραγγέλλει την αυτή εξέταση από αρμόδιους ανακριτικούς υπαλλήλους και να καλεί τον φερόμενο ως δράστη να παράσχει στον ίδιο ή σε ανακριτικό υπάλληλο εξηγήσεις υπό τους όρους του αρ. 244 ΚΠΔ.

Αν ο παρέχων εξηγήσεις δεν υποβάλλει ο ίδιος, ή μέσω του συνηγόρου του, την κατά το αρ. 11 παρ. 2 δήλωση περί ποινικής διαμεσολάβησης, καλείται, προς τούτο, από τον αρμόδιο Εισαγγελέα, έχοντας προθεσμία 3 ημερών για να απαντήσει. Αν η απάντηση του δράστη ή του παθόντος είναι αρνητική ή δεν απαντήσουν ή δεν επέλθει συμφωνία ως προς τους όρους, τότε κινείται η ποινική διαδικασία κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή εφόσον η απάντηση και των δυο πλευρών είναι θετική, ο Εισαγγελέας με διάταξή του (στην οποία δεν χωρεί προσφυγή) θέτει τη δικογραφία σε ειδικό αρχείο της Εισαγγελίας. Σε περίπτωση που οι δράσεις είναι περισσότεροι, για την έναρξη της διαδικασίας της ποινικής διαμεσολάβησης απαιτείται μεταξύ τους συμφωνία. Το ίδιο ισχύει όταν τα θύματα είναι περισσότερα.

Σε περίπτωση έναρξης της διαμεσολάβησης, αν ο φερόμενος ως δράστης συμμορφωθεί προς τους όρους αυτής για χρονικό διάστημα 3 ετών, τότε η σχετική διαδικασία ολοκληρώνεται και η ποινική αξίωση της πολιτείας κατά αυτού εξαλείφεται. Αν, ωστόσο, διαπιστωθεί από τον Εισαγγελέα η υπαίτια μη ολοκλήρωση της διαμεσολάβησης, τότε διακόπτεται η διαδικασία και επέρχεται αναδρομική άρση των αποτελεσμάτων της, δηλαδή ο Εισαγγελέας ανασύρει τη δικογραφία από το αρχείο και συνεχίζεται η ποινική διαδικασία (αρ. 13 παρ. 3). Υποβολή νέου αιτήματος για ποινική διαμεσολάβηση δεν είναι δυνατή. Ενόσω διαρκεί η διαμεσολάβηση, η πράξη στην οποία αφορά τελεί σε εκκρεμοδικία και αναστέλλεται η παραγραφή της μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Η άρνηση ενός εκ των μερών να δεχθεί τη διαμεσολάβηση ή η αποτυχία ολοκλήρωσής της (για οποιαδήποτε αιτία) δεν επάγονται σε βάρος του καμία αρνητική (ουσιαστική ή δικονομική) συνέπεια στην ποινική δίκη που θα επακολουθήσει (αρ. 13 παρ. 5)

Καταληκτικά, αξίζει να επισημανθούν τα εξής:

  1. Σε περίπτωση που το θύμα είναι ανήλικος, τη διαμεσολάβηση ασκούν από κοινού ο Εισαγγελέας και ο ασκών την επιμέλειά του, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι ο δράστης. Αν ο ανήλικος είναι άνω των 14 ετών, έχει δικαίωμα να παρίσταται κατά τη διαδικασία και να ακούγεται.
  2. Η διαμεσολάβηση δεν εφαρμόζεται, αν ο φερόμενος ως δράστης είναι επίτροπος, δικαστικός συμπαραστάτης ή ανάδοχος γονέας του ανηλίκου (αρ. 11 παρ. 4).
  3. Όσον αφορά το δικαίωμα διαζυγίου, γίνεται δεκτό ότι η συμφωνία των συζύγων για ποινική διαμεσολάβηση δεν επηρεάζει την άσκηση του προς διάζευξη δικαιώματος ή τη συναινετική λύση του γάμου.

Πηγές
  • Αιτιολογική Έκθεση Ν.3500/2006
  • ΑΠ 497/2019

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ελληκαίτη Κουρτάκη
Ελληκαίτη Κουρτάκη
Γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1999. Διανύει το τρίτο έτος των προπτυχιακών της σπουδών στο τμήμα της Νομικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης ενώ, παράλληλα, προσπαθεί να συλλέγει γνώσεις και εμπειρίες τόσο από τον εσωτερικό όσο και από τον ευρωπαϊκό και διεθνή δικαιϊκό κόσμο, παρακολουθώντας σεμινάρια και ημερίδες που άπτονται του αντικειμένου της. Στα έξω-νομικά της ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται ο εθελοντισμός, η ανάγνωση βιβλίων και, κατά τον τελευταίο χρόνο, η αρθρογραφία.