13.2 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ Πρωτοκυκλαδική Περίοδος: Ο πολιτισμός του Καστριού και της Φυλακωπής

Η Πρωτοκυκλαδική Περίοδος: Ο πολιτισμός του Καστριού και της Φυλακωπής


Της Νάνσυς Κούκου,

Οι Κυκλάδες αποτελούν έναν τεράστιας σημασίας σταθμό για την Προϊστορία της Μεσογείου και ιδιαίτερα του ελληνικού χώρου. Φαίνεται ότι ευνοήθηκαν στο ξεκίνημά τους από τους γύρω πολιτισμούς, όπως αυτός της Κρήτης, της Μικράς Ασίας και της Ηπειρωτικής Ελλάδας. Στο συγκεκριμένο άρθρο, δεδομένου ότι οι Κυκλάδες είναι ένα θέμα μεγάλης έκτασης, θα περιοριστούμε στο να αναφερθούμε χρονικά στην Πρωτοκυκλαδική περίοδο και θα θίξουμε μερικά βασικά στοιχεία της. Πιο συγκεκριμένα, θα μιλήσουμε για την πολιτισμική φάση του Καστριού και της Φυλακωπής, η οποία είναι μεταγενέστερη. Η Πρωτοκυκλαδική λοιπόν περίοδος, διαιρείται σε άλλες τρείς υποπεριόδους, στην Πρωτοκυκλαδική Ι (3.200-2.700 π.Χ.), στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙ (2.700-2.200 π.Χ.) και στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ (2.200-2.000 π.Χ.). Μάλιστα, οι αρχαιολόγοι, επειδή θέλουν να είναι όσο πιο ακριβείς γίνεται για να μελετούν το αντικείμενό τους, διαίρεσαν αυτά τα χρονικά πλαίσια περισσότερο με βάση το πολιτισμικό επίπεδο. Με αυτόν τον τρόπο, κατέληξε η Πρωτοκυκλαδική ΙΙ να σπάει πρώτα στην πολιτισμική φάση Κάμπου, μετά στην φάση Σύρου ή Κέρου-Σύρου και τέλος στην φάση Καστριού. Έπειτα και η Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ αποτελείται από την φάση Φυλακωπής, αλλά καμίας άλλης, αφού σύμφωνα με τα αρχαιολογικά στοιχεία μόνο εκείνος ο οικισμός ήταν το βασικό κέντρο των Κυκλάδων για τους λόγους που θα δούμε παρακάτω.

Αρχίζοντας λοιπόν με την πολιτισμική φάση Καστριού, παρατηρούμε ορισμένες αλλαγές. Βλέπουμε ότι ιδρύθηκαν οχυρωμένοι οικισμοί στο Καστρί, στο όρος Κύθνου, στο Καστράκι, στην Δανακό, στην Σπέδου, στην Μαρκιανή της Αμοργού και αλλού. Αυτές οι οχυρώσεις διακρίνονται εύκολα από τους χαρακτηριστικούς τους προμαχώνες (προεξέχον τμήμα του τείχους), οι οποίοι βρίσκονται στα τείχη είτε ενσωματωμένοι σε αυτά δημιουργώντας ακανόνιστο σχήμα στην κάτοψη του οικισμού, είτε ως προεξοχές θυμίζοντας κόγχες. Στις κατόψεις φαίνεται ότι το σχήμα τους είναι πεταλοειδές, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις θυμίζει περισσότερο τετράγωνο. Χρησίμευαν για άμυνα και κυρίως για να έχουν καλύτερη οπτική εποπτεία των εξωτερικών κινδύνων. Για επιπλέον ασφάλεια, οι κάτοικοι μπροστά από τους προμαχώνες είχαν τοποθετήσει προτειχίσματα, τα οποία δημιουργούσαν πηλίδες (στενούς διαδρόμους) που έκαναν ζικ ζακ. Με αυτήν την μέθοδο οχύρωσης οι εχθροί δυσκολευόταν να βρουν την είσοδο και οι ντόπιοι είχαν το πλεονέκτημα λόγω των πηλίδων να σταματούν τις ομαδικές επιθέσεις και να τους σκοτώνουν έναν έναν.

Κατόψεις οχυρωμένων οικισμών

Δεν είναι τυχαίο που στο Καστρί οι ειδικοί του απέδωσαν ιδιαίτερη σημασία. Εκεί, ο πολιτισμός ήταν σε ακμή μέσω της κεραμικής, η οποία άνθισε και καινοτόμησε. Αναλυτικότερα, ανακαλύφθηκαν τέσσερεις καινούργιοι τύποι αγγείων: α) ο δέπας, που μοιάζει σαν μικρός κάνθαρος χωρίς βάση, το σώμα του θυμίζει σωλήνα και μάλλον προέρχεται από την Τροία ως αποτέλεσμα των εμπορικών ανταλλαγών, β) το μόνωτο κύπελο με χοανοειδές στόμιο, γ) το κωδωνόσχημο κύπελλο, που μοιάζει με ανάποδο κουδούνι και δ) η ραμφοειδόστομη πρόχου που είναι κανάτα. Επίσης, με την εμφάνιση του τροχού, πρέπει να επισημανθεί, ότι τα αγγεία αποκτούν συμμετρία.

Τύποι κεραμικής

Παράλληλα, οι θαλαμοειδείς υπόγειοι οικογενειακοί τάφοι κυριάρχησαν και το τεχνητό κράμα του χαλκού με τον μόλυβδο ή τον κασσίτερο. Μην ξεχνάμε ότι μέχρι τώρα υπήρχε η φυσική μίξη χαλκού με αρσενικό που χαρακτήριζε την τοποθεσία των Κυκλάδων, καθώς μόνο εκεί υπάρχει χαλκός με αρσενικό. Ενώ αυτά τα κράματα δίνουν νέες δυνατότητες, καθώς ο μόλυβδος κάνει καλύτερη την χύτευση και το πλάσιμο του χαλκό για να μπορεί να αξιοποιηθεί για παράδειγμα στην τέχνη, και ο κασσίτερος αυξάνει την σκληρότητα του χαλκού και συμβάλει στην κατασκευή καλύτερων όπλων. Μια ακόμη αλλαγή είναι ότι τα μαρμάρινα ειδώλια σταματούν σταδιακά να κυκλοφορούν χωρίς να ξέρουμε το γιατί, ενώ παρουσιάζονται και νέα ταφικά έθιμα. Μάλιστα, προς το τέλος την φάσης Καστριού, το Καστρί ερημώνεται σταδιακά μαζί με άλλους οικισμούς και αυτό ίσως οφείλεται στην ξηρασία που ξέσπασε το 2.300 π.Χ. από αλλαγή στις κλιματικές συνθήκες. Αλλά ίσως να ευθύνεται και άλλος παράγοντας.

Πολλοί επιστήμονες πιστεύουν ότι οι κάτοικοι από το Καστρί και άλλοι λαοί τράπηκαν σε φυγή λόγω νέου πληθυσμιακού ρεύματος. Αυτό δεν είναι εξακριβωμένο και δύσκολα μπορεί να αποδειχθεί, καθώς τότε οι λαοί γενικώς μετανάστευαν εύκολα και σε τακτά διαστήματα. Πάντως σίγουρα οι οχυρώσεις μαρτυρούν ότι κάτι φοβόντουσαν οι Κυκλαδίτες, και σε συνδυασμό με τις μεταβολές στις τελετουργικές συνήθειες, στην αγγειοπλαστική και ειδολοπλαστική τους φαίνεται ότι επηρεάστηκαν από κάποιους άλλους πολιτισμούς. Είναι καλό σε αυτό το σημείο να πούμε ότι ο Rutter, επειδή στις Κυκλάδες δεν έβρισκε καθόλου κεραμική, ονόμασε αυτό το χρονικό σημείο «κενό», και έτσι θεωρούσε ότι οι Κυκλαδίτες είχαν εκλείψει ως λαός. Ωστόσο, η κυκλαδίτικη κεραμική της ίδιας περιόδου, όπου ανακαλύφθηκε στην Ηπειρωτική Ελλάδα, καταρρίπτει την θεωρία του Rutter.

Όσον αφορά για την πολιτισμική φάση της Φυλακωπής μαθαίνουμε από την έρευνα ότι ιδρύεται γύρω στο 1.100 π.Χ. Η Φυλακωπή είναι στην βόρεια ακτή της Μήλου και ένα ακόμα παλαιότερο τμήμα της είναι βυθισμένο στην θάλασσα και εκεί συγκεντρώθηκε τεράστιος πληθυσμιακός αριθμός. Για τότε τέσσερα πράγματα πρέπει να θυμόμαστε ότι ξεχωρίζουν, το θρησκευτικό, κεραμικό, ναυπηγικό και μινωικό κομμάτι. Δηλαδή, ως προς την θρησκεία οι νέοι τύποι τάφων που εμφανίστηκαν συνεχίζονται, ταυτόχρονα όμως επιλέγονται οι ανακομιδές και οι εγχυτρισμοί (η τοποθέτηση των νεκρών κυρίως παιδιών και εμβρύων σε πήλινα μεγάλα αγγεία). Στην κεραμική πάλι επικρατούν νέοι τύποι όπως ο ασκός, που λόγω του πολύτιμου περιεχομένου του (τοποθετούσαν κρασί ή λάδι) γίνεται γρήγορα δημοφιλής. Έπειτα, η κωνική πυξίδα και σύνθετα σκεύη πιθανόν για τελετουργική χρήση, που ονομάζονται κηροπήγια πρωταγωνιστούν.

Σύνθετο σκεύος

Το 2.000 π.Χ. η κυκλαδίτικη ναυπηγική εξελίσσεται με την μινωική εισαγωγή των ιστιοφόρων πλοίων. Για να συνειδητοποιήσουμε πόσο σημαντικό ήταν αυτό για το εμπόριο και την ναυτική δύναμη, ας συγκρίνουμε τα κωπήλατα πλοία με τα ιστιοφόρα. Τα κωπήλατα κινούνται με 20-40 χλμ., ενώ τα άλλα φτάνουν τα 100-150 χλμ. Τα ιστιοφόρα δεν χρειάζονται πολλές σταθμεύσεις και μπορούν να πλεύσουν σε ανοιχτή θάλασσα, το αντίθετο συμβαίνει με τα κωπήλατα. Τα ιστιοφόρα δεν απαιτούν μεγάλο πλήρωμα και μάλιστα έτσι αξιοποιούν τον χώρο για την τοποθέτηση μεγαλύτερου φορτίου, ενώ αντέχουν σε αντίξοες καιρικές συνθήκες και αγκυροβολούν. Αντίθετα, τα κωπήλατα απαιτούν πολύ πλήρωμα, μικρότερο φορτίο και κυματισμό και να συρθούν πάνω στην στεριά.

Μινωικό σφράγισμα με παράσταση ιστιοφόρου πλοίου

Τέλος, καταλαβαίνουμε ότι από αυτό το γεγονός η μινωική παρουσία αυξάνεται και αρχίζει ο σταδιακός «εκμινωισμός» των Κυκλαδιτών. Δεν είμαστε σίγουροι εάν πρόκειται για επιβολή ή αν οι Κυκλαδίτες οικειοθελώς θέλησαν να απορροφηθούν από την μινωική κουλτούρα. Πάντως, το 2.100 έως το 2.000 γίνεται αυτή η διαδικασία και σηματοδοτείται το αργό τέλος του κυκλαδικού πολιτισμού.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Broodbank C., Οι πρώιμες Κυκλάδες. Μια ανάλυση στο πλαίσιο της νησιωτικής αρχαιολογίας, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, 2009.
  • Renfrew C., Η ανάδυση του πολιτισμού. Οι Κυκλάδες και το Αιγαίο στην 3η χιλιετία π.Χ., Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, 2006.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νάνσυ Κούκου
Νάνσυ Κούκου
Γεννήθηκε το 1999 στην Θεσσαλονίκη. Σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών. Από νεαρή ηλικία ασχολείται με την μαγειρική, τον αθλητισμό και τον κινηματογράφο. Στις διακοπές της προτιμάει θάλασσα και έχει ταξιδέψει στην Κωνσταντινούπολη και στην Κροατία. Στο μέλλον επιθυμεί να κάνει και άλλα ταξίδια, να βιώσει την πανεπιστημιακή εμπειρία του Erasmus και να κάνει μεταπτυχιακό στην Αιγυπτιολογία και στην Ενάλια Αρχαιολογία.