Της Κέλλυς Πάντου,
Οι άνθρωποι θεωρούμε τους εαυτούς μας κατακτητές του κόσμου. Πιστεύουμε πως είμαστε ηνίοχοι του μέλλοντός μας και κατευθυντές των εξελίξεων γύρω μας. Αυτό που συχνά ξεχνάμε, όμως, είναι πως ανέκαθεν βρισκόμασταν στο έλεος του περιβάλλοντός μας. Από το κλίμα και τη γονιμότητα του εδάφους, ως το νομικό καθεστώς και τη γεωπολιτική, όλα παίζουν ρόλο στην λήψη αποφάσεων των ατόμων. Έτσι, μπορούμε να αξιοποιήσουμε την νέα οικονομική γεωγραφία για να ερμηνεύσουμε το μοτίβο συγκέντρωσης των ανθρώπων, την τεχνολογική πρόοδο, καθώς και τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις των λαών της Ευρώπης.
Μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, πιο συγκεκριμένα το 1952, ημερομηνία γέννησης της πρώιμης Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπήρξαν τρομερές αλλαγές και κινητικότητα στον κόσμο. Το παγκόσμιο κέντρο εξελίξεων εστίασε στις χώρες της Γαλλίας, Γερμανίας και Ιταλίας, χώρες που είχαν και ήλεγχαν παραγωγή άνθρακα και πολλών άλλων πρώτων υλών. Οι υψηλοί δείκτες ανάπτυξης, η άνοδος της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης και της παραγωγής, μαζί με τη ραγδαία διάδοση της τεχνογνωσίας, διαμόρφωσαν τις μητροπόλεις των χωρών αυτών σε κέντρα ισχύος, όπου διέφυγε μεγάλο μεταναστευτικό κύμα όσο ο υπόλοιπος κόσμος προσπαθούσε να ορθοποδήσει από την καταστροφή του πολέμου. Τα παραπάνω γεγονότα, αποτελούν το σημείο εκκίνησης της σημερινής άνισης εγκατάστασης της οικονομικής δραστηριότητας, της γεωγραφικής συσπείρωσης των επιχειρήσεων και του μοντέλου κέντρου-περιφέρειας. Το τελευταίο επιφέρει αποκλίσεις στους ρυθμούς ανάπτυξης, στη διαμόρφωση των επιχειρήσεων και στο βιοτικό επίπεδο.
Ορίζοντας τα κέντρα, εννοούμε περιοχές με μεγάλα ποσοστά επενδύσεων σε ανθρώπινο κεφάλαιο και αναπτυξιακών δεικτών, σε όρους ΑΕΠ. Σε ένα κέντρο εμφανίζονται, επίσης, μεγάλα ποσοστά αστικοποίησης, συγκέντρωσης δηλαδή πληθυσμού, λειτουργιών και δραστηριοτήτων. Ιστορικά γεγονότα όπως οι βιομηχανικές επαναστάσεις, ο μεσαίωνας και οι αλλαγές των πολιτικών καθεστώτων έχουν διαμορφώσει τη σημερινή πολυκεντρικότητα της Ευρώπης. Για παράδειγμα η Ευρώπη το 2015, είχε συγκεντρώσει πάνω από το 40% τοις εκατό του πληθυσμού της σε περιοχές που απαρτίζουν μόλις το 18% της επικράτειάς της. Γιατί τα άτομα τείνουν μαζικά να κινούνται προς τα κέντρα; Η αλήθεια είναι πως πέραν του μειωμένου κόστους παραγωγής και των αυξανόμενων ονομαστικών και πραγματικών μισθών στις περιοχές αυτές, τα κέντρα στηρίζουν περισσότερους εξειδικευμένους εργάτες και φιλοξενούν επιχειρήσεις νέας βιομηχανικής φύσης, της τεχνολογίας, της έρευνας και της γνώσης. Έτσι, διαμορφώνονται οικονομίες κλίμακας, τόσο εντοπιότητας όσο και αστικοποίησης, ευνοώντας τον ανταγωνισμό και την δύναμη της οικονομίας. Η τελευταία είναι ικανή να συμμετέχει, λοιπόν, στο διεθνές εμπόριο, κυρίως εξάγοντας, γεγονός που μειώνει και το κόστος μεταφοράς για τις επιχειρήσεις, αν λάβει κανείς υπόψιν του και τα πυκνά συγκοινωνιακά δίκτυα στα κέντρα. Πολύ χαρακτηριστικό δείγμα κεντρικής περιοχής στην Ευρώπη, είναι το επονομαζόμενο τόξο της “μπλε μπανάνας”. Αποτελούσε την σημαντικότερη ευρωπαϊκή βιομηχανική ζώνη και εκτείνεται από την πόλη της Λίβερπουλ μέχρι και το Μιλάνο. Όπως καταλαβαίνουμε, η δημιουργία των κέντρων δεν περιορίζεται ούτε και υπολογίζει τα ανθρώπινα σύνορα χωρών και πόλεων. Πάραυτα οι αποκλίσεις των κέντρων με τις περιφέρειες, συνεχώς διογκώνονται.
Συνεχίζοντας, η ύπαρξη κέντρων αναπόφευκτα δημιουργεί περιφέρειες. Κύρια χαρακτηριστικά τους είναι ο χαμηλότερος δυναμισμός των οικονομιών τους, η αδυναμία διεθνοποίησης και η εστίαση της παραγωγής σε τρόφιμα, γεωργικά και κτηνοτροφικά αγαθά. Στις περιφέρειες λοιπόν συναντάται η ανίσχυρη πλέον βιομηχανία παραγωγής αγαθών που βασίζεται σε πρώτες ύλες, όπου εργάζεται κυρίως ανειδίκευτο προσωπικό και δεν παρατηρούνται οικονομίες κλίμακας. Το χαμηλό αυτό επίπεδο οικονομικής ολοκλήρωσης συνεπάγεται μεγαλύτερο κόστος παραγωγής, απωθώντας την εγκατάσταση επιχειρήσεων στην περιοχή. Σημαντικό να σημειωθεί πως ο αγροτικός πληθυσμός αδυνατεί να μετακινηθεί από μία περιοχή σε άλλη, το οποίο συμβάλλει περεταίρω στην άνιση εγκατάσταση και οικονομική δραστηριότητα μεταξύ των δύο περιοχών. Επομένως, εύκολα μπορεί κανείς να δει το πώς η χρηματοοικονομική κρίση του 2008, ενίσχυσε τη διαίρεση μεταξύ Βορρά και Νότου της Ευρώπης, δηλαδή των κεντρικών και περιφερειακών περιοχών της, με την επιβάρυνση να πέφτει στην περιφέρεια. Κάπως έτσι, επί της κρίσης οι δυτικοευρωπαίοι και γενικότερα αγγλοσάξονες επιχειρηματίες, επινόησαν και χρησιμοποιούσαν τον όρο P.I.G.S. για να χαρακτηρίσουν τις νοτιοευρωπαϊκές χώρες της Πορτογαλίας, της Ιταλίας, της Ελλάδας και της Ισπανίας ως υπαίτιες της χρηματοοικονομικής καταστροφής. Αυτό το τουλάχιστον προσβλητικό αρκτικόλεξο αποτέλεσε πηγή ενθάρρυνσης βίαιων και ρατσιστικών συμπεριφορών, ενώ αγνοήθηκε το γεγονός ότι η κρίση επήλθε από προβλήματα κτηματαγοράς στις Η.Π.Α..
Το περιβάλλον της κρίσης έγινε γρήγορα ανοιχτή πληγή στο ήδη υπάρχον πρόβλημα των ανισοτήτων για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία κλήθηκε να αναδιαμορφώσει τους άμεσους στόχους της για την αντιμετώπισής της.
Οι μέχρι τότε δράσεις την Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είχαν αποβεί αποτελεσματικές στην διαδικασία της οικονομικής ενοποίησης. Η διευκόλυνση των μεταφορών, η υιοθέτηση κοινού νομίσματος από το 2001 και μία σειρά «κοινών πολιτικών», κατάφεραν μόνο να ενδυναμώσουν τα ήδη ισχυρότερα κράτη και να κάνουν πιο ουτοπική την κατανομή πόρων και εισοδήματος. Για αυτό, δόθηκε έμφαση στην περιφερειακή πολιτική, με στόχο την εναρμόνιση των επιπέδων ανάπτυξης της ευρωπαϊκής επικράτειας. Η περιφερειακή πολιτική ασκείται μέσω διαρθρωτικών ταμείων, επενδύσεων σε δραστηριότητες εντάσεως εργασίας και μακροχρόνιων αναπτυξιακών προγραμμάτων και φαίνεται να έχει αποτελέσματα περισσότερο σε εθνικό παρά περιφερειακό επίπεδο. Οι ενέργειες αυτής αφορούν ως επί το πλείστον επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο και τη γνώση. Ωστόσο, με το πέρας των χρόνων, η σύγκλιση του χάσματος γίνεται όλο και μικρότερη. Επίσης, οι επιπλέον στόχοι της Ε.Ε. για περιφερειακή ανταγωνιστικότητα και εδαφική διασυνοριακή συνεργασία, χρηματοδοτήθηκαν αλλά είχαν πενιχρά αποτελέσματα. Έτσι το όραμα για «έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη» φαίνεται να απαιτεί μια πιο ισχυρή μακροοικονομική πολιτική για την πραγμάτωσή του.
Συμπερασματικά, η οικονομική γεωγραφία χαρακτηρίζεται από τις αλληλένδετες έννοιες της συγκέντρωσης και της ανισότητας, που με τη σειρά τους προκαλούν το φαινόμενο κέντρου-περιφέρειας, τόσο σε εθνικές οικονομίες όσο και σε ενοποιημένες αγορές. Επιπλέον, η χωρική συγκέντρωση είναι συνυφασμένη με την ύπαρξη οικονομιών κλίμακας, γεγονός που μαρτυρά πως η οικονομική και παραγωγική δραστηριότητα συγκεντρώνονται στον χώρο, εκμεταλλευόμενες τις αποδοτικότερες τοποθεσίες και τους υψηλότερους αναπτυξιακούς ρυθμούς. Παράλληλα, παρά τις δράσεις της Ε.Ε. το πρότυπο κέντρου-περιφέρειας παραμένει ισχυρό, με τις πιέσεις των καταλοίπων της οικονομικής κρίσης, να απειλούν τη βιωσιμότητα όχι μόνο της ίδιας αλλά και της ευρωζώνης. Επομένως, μία νέα περιφερειακή πολιτική που εναρμονίζεται με τις πολιτικές μακροοικονομικής προσαρμογής κρίνεται αναγκαία για την πολυπόθητη επίτευξη ισότητας, της εξισορρόπησης της οικονομικής ζυγαριάς, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αναφορές
- Ελληνική Στατιστική Αρχή (2020), https://www.statistics.gr/statistics/eco
- Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (2020), https://www.ecb.europa.eu/ecb/tasks/statistics/html/index.el.html
- https://archive.vn/20130527193503/http://www.mining-journal.com/comment/pigs-slaughtered?SQ_DESIGN_NAME=print_friendly