20.1 C
Athens
Τρίτη, 30 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΠρος την εμπέδωση μίας ανελεύθερης παγκόσμιας ασφάλειας: «Η πρόταση νόμου για την...

Προς την εμπέδωση μίας ανελεύθερης παγκόσμιας ασφάλειας: «Η πρόταση νόμου για την παγκόσμια ασφάλεια» στη σκιά της ελευθερίας του τύπου


Του Πέτρου – Ορέστη Κατσούλα,

Στις 20 Οκτωβρίου 2020 κατατέθηκε στη γαλλική Εθνοσυνέλευση από τους βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος, Alice Thourot και Jean-Michel Fauvergue, πρόταση νόμου «για την παγκόσμια ασφάλεια»[1], όπως ονομάστηκε, και αφορούσε την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της δημοτικής αστυνομίας, την εγκατάσταση υπαίθριων καμερών σε δημόσιες λεωφόρους, τη δυνατότητα λήψης εικόνων από drones, καθώς και την απαγόρευση δημοσίευσης εικόνων, που απεικονίζουν αστυνομικά όργανα. Κατόπιν αιτήματος της κυβέρνησης, το νομοσχέδιο ακολουθεί την ταχεία διαδικασία και, αφού εξετάστηκε στην Εθνοσυνέλευση από τις 17 έως τις 20 Νοεμβρίου 2020 και εγκρίθηκε στις 24 Νοεμβρίου, αναμένεται η εξέτασή της από τη Γερουσία, η οποία έχει προγραμματιστεί για τον Ιανουάριο του 2021. Το κείμενο, υποστηριζόμενο από την κυβέρνηση και τις κύριες αστυνομικές ενώσεις, αποτελεί αντικείμενο έντονης αντίθεσης από συνδικάτα και ενώσεις δημοσιογράφων, εθνικούς και διεθνείς δημόσιους φορείς και οργανώσεις  για την υπεράσπιση των θεμελιωδών ελευθεριών.

Ιδαίτερους προβληματισμούς προκάλεσε το άρθρο 24 με βάση το οποίο απαγορεύεται η μετάδοση και δημοσίευση  εικόνων «ή οποιουδήποτε άλλου στοιχείου αναγνώρισης» των αστυνομικών «με σκοπό να θιγεί η σωματική ή ψυχική τους ακεραιότητα» ενώ προβλέπονται και οι κυρώσεις της φυλάκισης ενός έτους και του πρόστιμου έως  45.000 ευρώ.

Όπως δήλωσε ο βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος Jean-Michel Fauvergue, σκοπός του συγκεκριμένου άρθρου είναι να ελεγχθούν οι  «κακόβουλες» στοχοποιήσεις των οργάνων επιβολής της τάξης, να προστατευτεί η σωματική και διανοητική ακεραιότητα τους, με δεδομένο ότι οι εικόνες τους συχνά «ρίπτονται ως βορά στα κοινωνικά δίκτυα συνοδευόμενες από εκφράσεις μίσους ή παρακίνηση σε βία». Πράγματι, σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, συγγενείς αστυνομικών υπήρξαν ήδη θύματα παρενόχλησης ή ακόμη και επίθεσης μετά τη μετάδοση βίντεο.

Αντιθέτως, θα επιτρέπεται πλέον η μετάδοση εικόνων που αποτυπώνουν μόνο τον ειδικό αριθμό του αστυνομικού οργάνου. Με τον τρόπο αυτό, όπως επισημαίνει η βουλευτής του LREM Alice Thourot, δεν παραβιάζεται το δικαίωμα της ενημέρωσης καθώς  εξακολουθούν να μπορούν οι δημοσιογράφοι, και οι πολίτες να μαγνητοσκοπούν και να μεταδίδουν, ιδίως ζωντανά, εικόνες ή στιγμιότυπα  διαδηλώσεων.

Οι ανησυχίες από την πλευρά των δημοσιογράφων και του πολιτικού κόσμου

Οι υπερασπιστές των πολιτικών ελευθεριών, δημοσιογράφοι, μέσα μαζικής ενημέρωσης και ακτιβιστές κατά της αστυνομικής βίας θεωρούν ότι το άρθρο αυτό θα αποτελέσει νομιμοποιητική βάση για συλλήψεις ή για άσκηση λογοκρισίας με την ευκαιρία της λήψης εικόνων. Ανησυχούν για μια άνευ προηγουμένου πρόκληση στο «δικαίωμα ενημέρωσης» και υπενθυμίζουν ότι πολλές περιπτώσεις αστυνομικής βίας έχουν αποκαλυφθεί από εικόνες που κατασχέθηκαν κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων. Ορισμένοι δημοσιογράφοι εξέφρασαν την ανησυχία ότι ένας τέτοιος νόμος υπονομεύει την ελεύθερη ενημέρωση και ότι σε κάθε περίπτωση δεν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως ανάχωμα στο δικαίωμα των δημοσιογράφων να ασκούν το έργο της πληροφόρησης και της αποκάλυψης γεγονότων που ενδιαφέρουν την κοινή γνώμη.

Ιδιαίτερη κριτική έχει δεχθεί το συγκεκριμένο άρθρο και από την αντιπολίτευση με το κόμμα του Jean-Luc Mélanchon να το επικρίνει ως «έναν ελευθεροκτόνο νόμο εμπέδωσης της γενικευμένης εποπτείας», ενώ το κόμμα των Πρασίνων καταγγέλλει ότι το κείμενο στοχεύει να «αποτρέψει, στην πραγματικότητα, τους πολίτες από τη μαγνητοσκόπηση».

Τα ανακύπτοντα νομικά ζητήματα

Από τις πρώτες αντιδράσεις στη συγκεκριμένη πρόταση νόμου διατυπώθηκε από την Ανεξάρτητη Αρχή «Υπερασπιστής των Δικαιωμάτων» (Défenseur de Droits), η οποία υπενθύμισε ότι «η μετάδοση εικόνων αστυνομικών επιχειρήσεων είναι «νόμιμη και απαραίτητη για δημοκρατική λειτουργία». Με βάση το σκεπτικό ττης Αρχής, παρόλο που η πρόταση νόμου αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι τα όργανα επιβολής της τάξης θα μπορούν να εκτελούν την υπηρεσία τους χωρίς το φόβο αντιποίνων, φαίνεται να δημιουργεί ένα ουσιώδες εμπόδιο στην άσκηση της ελευθερίας του τύπου. Στο ίδιο μήκος κύματος τοποθετείται και η Amnesty International France, υπολαμβάνοντας ότι η απαγόρευση μετάδοσης εικόνων αστυνομικών οργάνων είναι ικανή να εκθρέψει έτι περισσότερο περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας.

Ιδιαίτερα επικριτικός στην σχετική απαγόρευση στάθηκε και ο Επίτροπος για τα ανθρώπινα δικαιώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης υπενθυμίζοντας ότι το άρθρο 24 δεν εμφανίζεται αναγκαίο, δεδομένου ότι η γαλλική έννομη τάξη επιτρέπει σε μεγάλο βαθμό την προστασία της ακεραιότητας των αστυνομικών οργάνων, την ίδια στιγμή που μία απαγόρευση μετάδοσης εικόνων των ενστόλων θα συνιστούσε «προσβολή στο δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, η οποία περιλαμβάνει την ελευθερία ενημέρωσης και είναι πιθανό να επιδεινώσει την κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ μέρους του πληθυσμού και μέρους της αστυνομίας», γράφει, αφού υπενθυμίζει ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει αναγνωρίσει «τον κρίσιμο ρόλο των μέσων ενημέρωσης στη διαχείριση των διαδηλώσεων από τις αρχές».

Παρόμοια στάση υιοθέτησε και το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο σε επιστολή που απέστειλε στις γαλλικές αρχές στις 12 Νοεμβρίου επεσήμανε ότι το νομοσχέδιο φέρνει «σημαντικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, ιδίως το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και της γνώμης και το δικαίωμα ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι και ειρηνική συνέλευση» και θέτει τη Γαλλία σε αντίθεση με την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.

Οι ενστάσεις αυτές φαίνεται να συνάδουν και με την γενικότερη στάση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το οποίο δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ελευθερία του τύπου, αναγνωρίζοντας μόνο αναγκαίους σε αυτήν περιορισμούς, προκειμένου να διαφυλαχθούν άλλες θεμελιώδεις ελευθερίες (κυρίως το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή -πάντα με βάση και το προφίλ του θιγόμενου προσώπου-, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη κ.λπ.). Στο πλαίσιο αυτό, έχει αναγνωριστεί ότι η απόλυτη απαγόρευση δημοσίευσης της φωτογραφίας, συνοδεύουσας σχετικό άρθρο σχολιασμού ενός επιχειρηματία που εμπλέκεται σε οικονομικό σκάνδαλο δεν είναι ανεκτή, καθώς αυτός αποτελεί δημόσιο πρόσωπο και άρα υποκείμενο στη δημόσια κριτική.[2] Αντιθέτως, η έκθεση ενός δημοσίου προσώπου (ιδίως του οικονομικού και πολιτικού χώρου) δεν εξικνείται μέχρι του σημείου να θίγεται η ιδιωτική ζωή ή και η αξιοπρέπεια του.[3] Περιπτώσεις πάντως που δεν θίγουν τον πυρήνα της αξιοπρέπειας και της υπόληψης του προσώπου δεν είναι σε θέση να περιορίσουν την δημοσίευση εικόνων προσώπων που από τη φύση τους εκτίθενται στην κοινή γνώμη.[4] Εξάλλου, από τη νομολογία του ΕΔΔΑ προκύπτει ότι η δράση και η εικόνα των επονομαζόμενων δημοσίων προσώπων είναι εκτεθειμένη στον δημόσιο διάλογο και συνεπώς η μετάδοση της δικαιολογείται στο όνομα της άσκησης της ελευθερίας της έκφρασης και ενημέρωσης.[5]

Το Δικαστήριο έχει άλλωστε υπογραμμίσει την πρωταρχική σημασία του τύπου στην ενημέρωση του κοινού  αναφορικά με τον τον τρόπο με τον οποίο οι αρχές χειρίζονται τις δημόσιες διαδηλώσεις και τη διατήρηση της τάξης. Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Pentikäinen κατά Φινλανδίας, «σε τέτοιες περιπτώσεις, ο ρόλος του “φύλακα” που αναλαμβάνουν τα μέσα ενημέρωσης έχει ιδιαίτερη σημασία στο ότι η παρουσία τους διασφαλίζει ότι οι αρχές μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες για τη συμπεριφορά τους απέναντι στους διαδηλωτές και το κοινό για τις  μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο των διαδηλωτών ή τη διατήρηση της δημόσιας τάξης». Μάλιστα το Δικαστήριο έκρινε ότι κάθε προσπάθεια απομάκρυνσης δημοσιογράφων από τη σκηνή μιας διαδήλωσης πρέπει να υπόκειται σε αυστηρό έλεγχο.

Αντίστοιχο σκεπτικό ακολουθείται και από το γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο, το οποίο έχει κρίνει συνταγματική την απαγόρευση της βιντεοσκόπησης ή της λήψης φωτογραφιών κατά τη διάρκεια δικών οποιασδήποτε δικαιοδοσίας, θεωρώντας ότι το μέτρο εξυπηρετεί την συνταγματική αρχή της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην προστασία της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων.[6]

Η αλήθεια είναι ότι το συγκεκριμένο μέτρο είναι πρωτόγνωρο και δεν έχει απασχολήσει έως σήμερα τη νομολογία εθνικών ή υπερεθνικών δικαστηρίων. Αναμένονται με μεγάλο ενδιαφέρον τα πορίσματα της Γερουσίας, καθώς και ο προληπτικός έλεγχος συνταγματικότητας που θα ασκηθεί από το Συνταγματικό Συμβούλιο, με τον γάλλο πρωθυπουργό Jean Castex να έχει ανακοινώσει ότι θα προσφύγει ο ίδιος αν χρειαστεί στους συνταγματικούς δικαστές. Ωστόσο, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι το μέτρο δαιφαίνεται ιδιαίτερα επαχθές και μη εναρμονιζόμενο με την αρχή της αναλογικότητας, αφού αποβλέπει σε μία κάθετη απαγόρευση που θίγει ευθέως την ελευθερία της έκφρασης χωρίς να μπορεί να δικαιολογηθεί από το στενά ερμηνευτέο εξαιρετικό δίκαιο των περιορισμών της ελευθερίας του τύπου. Δεδομένου ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει επίκληση της ιδιωτικής ζωής ή της προστασίας της εικόνας του προσώπου, η οποία υποχωρεί για δημόσια πρόσωπα, πολλώ δε μάλλον για όργανα της τάξης κατά τη διάρκεια του καθήκοντος τους, ενώ ταυτόχρονα είναι σε θέση να υποθάλψει την αστυνομική αυθαιρεσία, ένεκα και της θεμελιώδους σημασίας που διαδραματίζει ο τύπος προς αποκάλυψη τέτοιων φαινομένων, το μέτρο κρίνεται κατά την άποψη του γράφοντος ως αντιβαίνον στην ελευθερία της έκφρασης και του τύπου και αποτελεί ένα πολύ επικίνδυνο προηγούμενο όχι μόνο για τον έλεγχο της αστυνομικής αυθαιρεσίας, αλλά και για την εμπέδωση μίας νέας μορφής μετα-λογοκρισίας.


Πηγές – Παραπομπές

[1] Proposition de loi sur la sécurité globale

[2] Verlagsgruppe News GmbH κατά Αυστρίας,

[3] Βλ. Hachette Filipacchi Associés κατά Γαλλίας, όπου κρίθηκε ότι η με δικαστική απόφαση διαταγή απόσυρσης των εντύπων γαλλικού περιοδικού που απεικόνιζαν το νεκρό σώμα κρατικού αξιωματούχου δεν παρεμπόδισαν την ελευθερία της έκφρασης.

[4] Flinkkilä κ.α  κατά Φινλανδίας.

[5] Sapan κατά Τουρκίας.

[6] CC Décision n° 2019-817 QPC du 6 décembre 2019


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Πέτρος-Ορέστης Κατσούλας
Πέτρος-Ορέστης Κατσούλας
Είναι υποψήφιος διδάκτωρ συγκριτικού, δημοσίου και ευρωπαϊκού δικαίου (Πανεπιστήμιο Paris II Panthéon-Assas). Πτυχιούχος της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στο Δημόσιο Δίκαιο του Πανεπιστημίου Paris II Panthéon-Assas, με ισχυρή βάση στο ευρωπαϊκό δίκαιο, το δημόσιο δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Φέρει δικηγορική εμπειρία σε αντικείμενα δημοσίου δικαίου αλλά και πολιτικής και διοικητικής δικονομίας, από άσκηση στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Κατά το παρελθόν είχε ενεργή συμμετοχή στην ELSA ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, συμμετοχή σε προσομοιώσεις οργανισμών και πρακτική άσκηση στο Υπουργείο Εξωτερικών.