Της Αντωνίας Χόνδρου,
Οι συμφωνίες καρτέλ αποτελούν τον πιο σοβαρό και κλασικό τύπο περιορισμού του ανταγωνισμού, τόσο στο ενωσιακό, όσο και στο εθνικό δίκαιο του ανταγωνισμού. Πρόκειται για πρακτικές που εμπίπτουν στον πυρήνα της απαγόρευσης του άρθρου 101 παρ. 1 της «Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (ΣΛΕΕ) και του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3959/2011, με τις οποίες επιχειρήσεις που κανονικά θα έπρεπε να ανταγωνίζονται, συντονίζουν εν γνώσει τους τη συμπεριφορά τους στην αγορά με τρόπο που περιορίζει, νοθεύει ή αποκλείει τον ανταγωνισμό.
Νομικά, ο όρος «καρτέλ» δεν εμφανίζεται ρητά στη ΣΛΕΕ ή στον εθνικό νόμο, ωστόσο γίνεται δεκτός τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία ως υποπερίπτωση των απαγορευόμενων οριζόντιων συμπράξεων. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), καρτέλ συνιστούν οι συμφωνίες μεταξύ ανταγωνιστών που αφορούν καθορισμό τιμών, περιορισμό ή έλεγχο της παραγωγής ή της διάθεσης, κατανομή αγορών ή πελατών, καθώς και τη νοθεία σε δημόσιους διαγωνισμούς.
Η νομική θεμελίωση της απαγόρευσης στηρίζεται στην έννοια της «συμφωνίας» ή του «εναρμονισμένου τρόπου δράσης», όπως ορίζονται στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Ειδικότερα, δεν απαιτείται η ύπαρξη έγγραφης συμφωνίας· αρκεί η σύγκλιση βουλήσεων ή η συντονισμένη πρακτική που αποσκοπεί στην αντικατάσταση του κινδύνου του ανταγωνισμού με τη συνεργασία. Το ΔΕΕ, ιδίως με την απόφαση Dyestuffs (Υπόθ. 48/69), προσδιόρισε την έννοια του εναρμονισμένου τρόπου δράσης ως μορφή συνεργασίας η οποία, χωρίς να φτάνει σε ρητή συμφωνία, έχει ως αποτέλεσμα τον συντονισμό της εμπορικής συμπεριφοράς.
Η διαπίστωση ύπαρξης καρτέλ οδηγεί, κατ’ αρχήν, σε αυτοτελή και καθ’ εαυτή παραβίαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 1 ν. 3959/2011, ανεξαρτήτως αν υπήρξε συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Πρόκειται για απαγορεύσεις κατά αντικείμενο και όχι κατ’ αποτέλεσμα, οπότε ο έλεγχος περιορίζεται στην ύπαρξη του απαγορευμένου σκοπού, χωρίς να απαιτείται η απόδειξη πραγματικών συνεπειών στην αγορά.

Από πλευράς απόδειξης, λόγω του απόκρυφου χαρακτήρα των καρτέλ, η διοικητική πρακτική στηρίζεται συχνά σε έμμεσες ενδείξεις, όπως επικοινωνία μεταξύ ανταγωνιστών, πρακτικά μυστικών συναντήσεων κ.λπ. Η ύπαρξη τέτοιων στοιχείων, σε συνδυασμό με την απουσία εύλογης εναλλακτικής εξήγησης, μπορεί να οδηγήσει στη διαπίστωση παράβασης. Το βάρος της απόδειξης φέρει καταρχήν η Επιτροπή Ανταγωνισμού ή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ωστόσο το τεκμήριο εναρμονισμένης πρακτικής, όπως έχει διαμορφωθεί από το ΔΕΕ, μεταφέρει εν μέρει την ευθύνη στους εναγόμενους να αποδείξουν τον μη συντονισμό της συμπεριφοράς τους.
Οι κυρώσεις για συμμετοχή σε καρτέλ είναι αυστηρές και κλιμακούμενες. Σε διοικητικό επίπεδο, προβλέπεται η επιβολή προστίμου έως 10% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών της επιχείρησης, ενώ εξετάζεται και η διάρκεια και η βαρύτητα της παράβασης. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού λαμβάνει υπόψη τυχόν ελαφρυντικά ή επιβαρυντικά στοιχεία (π.χ. υποτροπή, συνεργασία, παρεμπόδιση ελέγχου). Σε εθνικό επίπεδο, και ιδίως μετά τις τροποποιήσεις του ν. 3959/2011, προβλέπεται και ποινική ευθύνη για φυσικά πρόσωπα (άρθρο 44), με ποινές που περιλαμβάνουν φυλάκιση και χρηματικά πρόστιμα. Επιπλέον, τα εμπλεκόμενα μέρη εκτίθενται σε αστικές αξιώσεις αποζημίωσης από ανταγωνιστές ή καταναλωτές, σύμφωνα με την οδηγία 2014/104/ΕΕ, η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 4529/2018.
Ιδιαίτερης σημασίας για την καταπολέμηση των καρτέλ είναι ο θεσμός της επιείκειας (leniency), μέσω του οποίου επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε καρτέλ μπορούν να τύχουν πλήρους ή μερικής απαλλαγής από το πρόστιμο, υπό τον όρο της έγκαιρης και πλήρους συνεργασίας με την αρχή ανταγωνισμού. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαθέτει μακρά πρακτική σε αυτόν τον τομέα, ενώ και η Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού εφαρμόζει σχετικό πρόγραμμα με σαφή κριτήρια και εγγυήσεις εμπιστευτικότητας. Η ύπαρξη προγράμματος επιείκειας έχει αποδειχθεί αποφασιστικής σημασίας στην αποκάλυψη υποθέσεων που, υπό άλλες συνθήκες, θα παρέμεναν άγνωστες.
Η νομολογία έχει καταδείξει ότι οι συμφωνίες καρτέλ είναι ιδιαίτερα επιβλαβείς όχι μόνο για τον καταναλωτή αλλά και για τη λειτουργία της αγοράς συνολικά. Παραβιάζουν θεμελιώδεις αρχές του ανταγωνισμού, μειώνουν την αποδοτικότητα της παραγωγής, περιορίζουν τις επιλογές και τελικά στρεβλώνουν την οικονομική ελευθερία. Η αυστηρότητα των νομικών πλαισίων και η εντεινόμενη εποπτεία των αρχών ανταγωνισμού σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο αντανακλούν τη βαρύτητα του φαινομένου και την ανάγκη άμεσης και αποτελεσματικής αντιμετώπισής του.
Εν κατακλείδι, η αντιμετώπιση των καρτέλ συνιστά κομβικό σημείο για τη διασφάλιση της ανταγωνιστικής λειτουργίας των αγορών. Η ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του δικαίου του ανταγωνισμού, με βάση τη νομολογία του ΔΕΕ και την πρακτική των αρχών, κατατείνουν στη διαμόρφωση ενός αυστηρού αλλά δίκαιου μηχανισμού επιβολής, με στόχο την αποτροπή, τον εντοπισμό και την τιμωρία των αντιανταγωνιστικών συμπράξεων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Τριανταφυλλάκης Γ. (2020), Το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη
-
Jones, A., Sufrin, B. (2023), EU Competition Law, Oxford University Press