Του Αργύρη Χατζηδιάκου,
Η έννοια της αναλογίας της ποινής αποτελεί μια θεμελιώδη αρχή τόσο στη φιλελεύθερη πολιτική, όσο και στη σύγχρονη ποινική θεωρία. Στο κύριο πολιτικό έργο του John Locke, εντός του οποίου εισάγεται η πολιτική του θεωρία, με τίτλο «Δεύτερη Πραγματεία Περί Κυβερνήσεως», ο στοχαστής εισάγει την ιδέα της αναλογικής ανταπόδοσης της ποινής σε ένα έγκλημα και γενικότερα σε μια συμπεριφορά που παραβαίνει το νόμο, ως ένα στοιχείο φυσικής δικαιοσύνης και νομιμότητας στη πρό-πολιτική και πολιτική κοινωνία. Τούτη η ιδέα καθιστά εντός του έργου την ποινική εξουσία συνυφασμένη και σχετική με την ορθολογικότητα, το δίκαιο και την προστασία των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη φύση. Κατά τον Locke, η ποινή δεν είναι ένα μέσο εκδίκησης, αλλά μια λειτουργία της λογικής και του φυσικού δικαίου που έχει ως στόχο την αποκατάσταση της διαταραγμένης τάξης και την αποτροπή άλλων μελλοντικών αδικιών.
«Κάθε παράβαση μπορεί να τιμωρείται σε τέτοιον βαθμό και με τόση αυστηρότητα όση είναι αρκετή να ζημιώσει τον παραβάτη περισσότερο απ’ όσο τον ωφέλησε η παράβαση, να τον κάνει να μετανοήσει και να τρομάξει τους υπόλοιπους ώστε να μην τον μιμηθούν».
Ο Locke ξεκινά από τη θεμελίωση της κοινωνίας στη φυσική κατάσταση, όπου οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι και ίσοι, δεσμευμένοι όμως από τις επιταγές του φυσικού δικαίου —ενός λογικού και ηθικού κανόνα που απαγορεύει τη βλάβη στη ζωή, την ελευθερία και την ιδιοκτησία των άλλων. Ωστόσο, η τιμωρία αυτή δεν είναι ανεξέλεγκτη ούτε μπορεί να βασίζεται στο συναίσθημα ή στην εκδίκηση. Είναι αναγκαίο, σύμφωνα με τον φιλόσοφο, να είναι αναλογική προς το έγκλημα και ως σκοπό να έχει τη συγκράτηση του παραβάτη και τη διατήρηση της ηθικής τάξης. Η αναλογία της ποινής στον Locke θεμελιώνεται, επομένως, στη λειτουργία της τιμωρίας: δεν αποσκοπεί όμως στην τυφλή ανταπόδοση, αλλά στην αποτροπή μελλοντικών παραβάσεων και στην αποκατάσταση της διαταραγμένης ηθικής τάξης.

Με τη θέσπιση και την είσοδο των ανθρώπων την πολιτική κοινωνία, το άτομο παραχωρεί το δικαίωμα να τιμωρεί στην πολιτική εξουσία ή, αλλιώς, στο κρατικό σώμα το οποίο αναλαμβάνει την απονομή τη δικαιοσύνης με θεσμικό και θεσπισμένο τρόπο. Όμως, ακόμη και σε αυτή τη νέα συνθήκη, η αρχή της αναλογίας της ποινής που τέθηκε παραπάνω, δεν εξαφανίζεται. Αντίθετα, αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα, αφού αποτελεί κανόνα δράσης μιας δημόσιας, ορισμένης και συγκεντρωμένης εξουσίας που διαθέτει το «μονοπώλιο» στη νόμιμη χρήση της βίας. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Locke είναι σαφής: «η νομοθετική εξουσία δεν μπορεί να τιμωρεί κανέναν πέρα από το μέτρο που απαιτεί η αποκατάσταση του δικαίου και η διατήρηση της ειρήνης εντός της κοινωνίας». Με λίγα λόγια, ούτε το κράτος μπορεί να είναι σε θέση να τιμωρεί δυσανάλογα, διότι μια τέτοια πράξη θεωρείται αυθαίρετη και έρχεται σε αντίθεση με την ίδιο λογική βάση της πολιτικής συμβίωσης. Η αναλογικότητα λοιπόν καθίσταται κριτήριο της νομιμότητας της εξουσίας και προϋπόθεση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς της δικαιοσύνης.
Στις μέρες μας, στη σύγχρονη εποχή, η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του ποινικού δικαίου και των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Απαντά τόσο στο ουσιαστικό όσο και στον διαδικαστικό ποινικό δίκαιο. Κατά τον ίδιο πυρήνα της απαιτεί η επιβαλλόμενη ποινή να είναι αντίστοιχη προς τη βαρύτητα της εκάστοτε πράξης και την υπαιτιότητα του δράστη. Σε διεθνές επίπεδο, η αρχή αυτή κατοχυρώνεται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά και σε συνταγματικά κείμενα, όπως το άρθρο 25 του Συντάγματος της Ελλάδας, που κατοχυρώνει το κράτος δικαίου και ορίζει ότι: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Oι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».

Η έννοια της αναλογίας της ποινής που εισάγει ο στοχαστής δεν αποτελεί μια τεχνική λεπτομέρεια, αλλά βασικό στοιχείο πολιτικής ηθικής. Ενσωματώνει την ιδέα πως η κρατική βία οφείλει να είναι απόλυτα δικαιολογημένη, μετρημένη και θεμελιωμένη στους κανόνες του ορθού λόγου. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Locke εισάγει μια φιλελεύθερη αντίληψη της δικαιοσύνης, στο εσωτερικό της οποίας η τιμωρία έχει ηθικό περιεχόμενο και θεσμική λογοδοσία, σε αντίθεση με αυταρχικές αντιλήψεις που θέλουν την ποινή εργαλείο επιβολής και αυταρχισμού. Η αναλογικότητα εμπεριέχει τη διάκριση μεταξύ της δίκαιης και αυθαίρετης εξουσίας και προτάσσει ένα πρότυπο ποινικής δικαιοσύνης που συμβαδίζει με την ηθική και τα δικαιώματα του ατόμου. Η σύγχρονη νομική θεωρία δεν κάνει τίποτε άλλο από το να επαναλαμβάνει, με πιο θεσμικό και συστηματικό τρόπο, φυσικά, μια βαθιά λοκιανή απαίτηση: να μην τιμωρούμε περισσότερο απ’ όσο δικαιολογείται, διότι κάθε υπέρβαση του μέτρου είναι παραβίαση του δικαίου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης (2018), John Locke: Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως. Δοκίμιο με θέμα την αληθινή αρχή, την έκταση και τον σκοπό της πολιτικής εξουσίας, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
- Άρθρο 25: (Αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων), hellenicparliament.gr, διαθέσιμο εδώ