Της Άννας Ηλίου,
Από τη στιγμή που ξεκινά μια εγκυμοσύνη, η σύνδεση μητέρας και παιδιού είναι βαθιά και πολυδιάστατη. Δεν είναι μόνο το σώμα της μητέρας που τρέφει και προστατεύει το έμβρυο· είναι και η ψυχική της κατάσταση που, όπως δείχνουν νεότερα επιστημονικά δεδομένα, μπορεί να αφήσει ανεξίτηλα αποτυπώματα — σε μοριακό επίπεδο.
Πρόσφατη μελέτη αποκαλύπτει πως το άγχος της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη μπορεί να επηρεάσει το βιολογικό προφίλ του παιδιού με τρόπο που διαφέρει ανάλογα με το φύλο. Η ανακάλυψη αυτή ανοίγει τον δρόμο για νέους τρόπους πρώιμης διάγνωσης ψυχικών διαταραχών, ενδεχομένως ακόμη και πριν εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα.
Ποια είναι τα δεδομένα;
Μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Molecular Psychiatry εξέτασε 120 έγκυες γυναίκες, καταγράφοντας τα επίπεδα του άγχους τους στο τρίτο τρίμηνο της κύησης. Μετά τον τοκετό, οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα αίματος από τον ομφάλιο λώρο των νεογέννητων, αναζητώντας μοριακές ενδείξεις (βιοδείκτες) που θα μπορούσαν να συνδεθούν με το στρες που βίωσε η μητέρα.
Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά: ορισμένοι δείκτες ήταν τόσο χαρακτηριστικοί, ώστε μπορούσαν να «προβλέψουν» με ακρίβεια έως και 95% αν ένα νεογνό είχε εκτεθεί σε έντονο στρες κατά τη διάρκεια της κύησης.

Μικρά μόρια, μεγάλοι δείκτες
Η αναζήτηση βιοδεικτών επικεντρώθηκε σε μια σχετικά νέα και πολλά υποσχόμενη περιοχή του γενετικού χάρτη: τα tRNA fragments (tRFs). Πρόκειται για κομμάτια RNA που προέρχονται από άλλα, μεγαλύτερα μόρια, και έχουν πρόσφατα τραβήξει το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας για τον ρόλο τους στη ρύθμιση γονιδίων και του ανοσοποιητικού. Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι το άγχος της μητέρας σχετιζόταν με αλλαγές σε συγκεκριμένες οικογένειες tRFs, και μάλιστα με διαφορετικό αποτύπωμα ανάλογα με το φύλο του νεογνού.
Στα κορίτσια, οι αλλαγές ήταν πιο έντονες και σχετίζονταν κυρίως με tRFs που προέρχονται από τα μιτοχόνδρια (τα «εργοστάσια» παραγωγής ενέργειας των κυττάρων). Σε πολλά από αυτά τα μόρια εντοπίστηκαν αλληλουχίες που συνδέονται με το χολινεργικό σύστημα του οργανισμού – δηλαδή το σύστημα που ελέγχει, μεταξύ άλλων, τη μνήμη, την προσοχή και την αντίδραση στο στρες. Ο συνδυασμός αυτός οδήγησε στη δημιουργία μιας νέας κατηγορίας δεικτών, των CholinotRFs, οι οποίοι αποδείχθηκαν εξαιρετικά ακριβείς στον εντοπισμό κοριτσιών που είχαν εκτεθεί σε ενδομήτριο στρες.
Στα αγόρια, επικράτησε διαφορετικό μοριακό προφίλ: ο κυρίαρχος βιοδείκτης δεν ήταν τα tRFs, αλλά το ένζυμο ακετυλοχολινεστεράση (AChE). Οι επιστήμονες μέτρησαν υψηλότερα επίπεδα AChE στο αίμα των αγοριών που γεννήθηκαν από στρεσαρισμένες μητέρες, κάτι που πιθανόν υποδεικνύει αυξημένη νευροχημική διέγερση ή ευαισθησία στον εγκέφαλο του νεογνού.
Το γεγονός ότι αγόρια και κορίτσια δείχνουν τόσο διαφορετικές βιολογικές αντιδράσεις στο ίδιο ερέθισμα (το μητρικό στρες), ενισχύει την άποψη πως η ανάπτυξη του εγκεφάλου και της ψυχικής υγείας είναι βαθιά επηρεασμένες από το φύλο ήδη από την εμβρυϊκή ζωή.
Γιατί έχει σημασία;
Αν τα ευρήματα επιβεβαιωθούν σε μεγαλύτερες και πιο αντιπροσωπευτικές μελέτες, τότε μόρια όπως τα CholinotRFs ή τα επίπεδα της AChE θα μπορούσαν να αποτελέσουν τους πρώτους βιοδείκτες προγεννητικού στρες. Αυτό σημαίνει ότι ίσως στο μέλλον να μπορούμε να εντοπίζουμε ποια παιδιά διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για ψυχικές δυσκολίες, από τις πρώτες κιόλας μέρες της ζωής τους.
Και αυτό είναι επαναστατικό: η έγκαιρη παρέμβαση —πριν καν εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα— μπορεί να αποτρέψει ή να μειώσει την ένταση μελλοντικών προβλημάτων όπως το άγχος, η κατάθλιψη ή οι μαθησιακές δυσκολίες.
Αν και η έρευνα βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο, η μελέτη αυτή υπογραμμίζει κάτι πολύ βασικό: η ψυχική υγεία της μητέρας δεν είναι πολυτέλεια, αλλά επένδυση για το μέλλον του παιδιού. Και η φροντίδα της δεν αφορά μόνο την εγκυμονούσα, αλλά την κοινωνία στο σύνολό της. Οφείλει, λοιπόν, να απολαμβάνει ουσιαστική στήριξη, προστασία και θεσμική πρόνοια.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Maternal prenatal stress induces sex-dependent changes in tRNA fragment families and cholinergic pathways in newborns, Molecular Psychiatry, διαθέσιμο εδώ