32.3 C
Athens
Τρίτη, 8 Ιουλίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας στο ευρωπαϊκό δίκαιο

Η εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας στο ευρωπαϊκό δίκαιο


Της Ξένης Φλώρου,

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, διαθέτει ένα σύνθετο θεσμικό σύστημα, στο οποίο η κατανομή και άσκηση των αρμοδιοτήτων αποτελεί κρίσιμο στοιχείο της εύρυθμης λειτουργίας της. Η λειτουργία της Ένωσης βασίζεται στην ισορροπία μεταξύ ενωσιακής και εθνικής εξουσίας, με απώτερο σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των πολιτικών της και την εγγύτητα των αποφάσεων προς τον πολίτη. Σε αυτό το πλαίσιο, η αρχή της επικουρικότητας αναδεικνύεται ως θεμελιώδης αρχή, επιβλέποντας πότε και πώς η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να αναλαμβάνει δράση.

Σε αντίθεση με ένα ομοσπονδιακό κράτος, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει εγγενείς αρμοδιότητες. Όλες οι αρμοδιότητές της είναι δοτές, δηλαδή παραχωρούνται από τα κράτη-μέλη μέσω των ιδρυτικών της συνθηκών. Το άρθρο 5 παρ. 1 και 2 ΣΕΕ ορίζει ρητώς ότι η Ένωση ενεργεί μόνο εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που της έχουν απονεμηθεί από τα κράτη-μέλη για την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στις συνθήκες. Πρόκειται για την αρχή των δοτών αρμοδιοτήτων. Επομένως, κάθε τομέας πολιτικής που δεν έχει ανατεθεί ρητά στην Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί να ανήκει στην αποκλειστική ευθύνη των κρατών-μελών.

Οι αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διακρίνονται σε τρεις βασικές κατηγορίες: Στους τομείς αποκλειστικής αρμοδιότητας, όπου μόνο η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει το δικαίωμα να νομοθετεί και να θεσπίζει δεσμευτικά μέτρα. Τα κράτη-μέλη μπορούν να ενεργούν μόνο εφόσον εξουσιοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή για την εφαρμογή ενωσιακών πράξεων. Στις συντρέχουσες αρμοδιότητες τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και τα κράτη-μέλη μπορούν να νομοθετούν. Η άσκηση ενωσιακής αρμοδιότητας σε αυτούς τους τομείς προϋποθέτει την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας. Σχετικά με τις Υποστηρικτικές, συντονιστικές ή συμπληρωματικές αρμοδιότητες, η Ευρωπαϊκή Ένωση περιορίζεται στην ενίσχυση της δράσης των κρατών-μελών.

Πηγή εικόνας: unsplash.com / Δικαιώματα χρήσης: Antoine Schibler

Η αρχή της επικουρικότητας εισήχθη για πρώτη φορά στο πρωτογενές δίκαιο με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) και διαμορφώθηκε περαιτέρω από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ. Κατοχυρώνεται πλέον στο άρθρο 5 παρ. 3 ΣΕΕ και ορίζει ότι στους τομείς που δεν ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης, η δράση της είναι επιτρεπτή μόνο εφόσον οι στόχοι της εν λόγω δράσης δε μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη-μέλη και, αντίθετα, μπορούν να υλοποιηθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο. Επομένως, λειτουργεί ως φίλτρο για την ενωσιακή δράση στους τομείς συντρέχουσας αρμοδιότητας. Αποτελεί κανόνα άσκησης αρμοδιοτήτων και όχι κριτήριο κατανομής τους. Στόχος της είναι η διασφάλιση ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο κοντά στον πολίτη, λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες των εθνικών, περιφερειακών και τοπικών αρχών.

Η αρχή της επικουρικότητας είναι στενά συνδεδεμένη με την αρχή της αναλογικότητας, που προβλέπει ότι κάθε δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι είναι αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών των Συνθηκών. Η αναλογικότητα ελέγχει την ένταση και το περιεχόμενο της ενωσιακής δράσης, ενώ η επικουρικότητα ελέγχει το επίπεδο όπου αυτή ασκείται. Μαζί οι δύο αρχές επιβάλλουν φραγμούς στην αυθαίρετη επέκταση της ενωσιακής παρέμβασης και ενισχύουν τη δημοκρατική λογοδοσία.

Η εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας αποτελεί νομικά δεσμευτικό κανόνα. Όλα τα όργανα της Ένωσης φέρουν ευθύνη για τη συμμόρφωση προς αυτήν. Η παραβίαση της αρχής μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση μιας ενωσιακής πράξης από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, η νομολογία έχει καταδείξει ότι η ακύρωση επιφυλάσσεται για περιπτώσεις κατάφωρης παραβίασης, ενώ σε περιπτώσεις αμφισβήτησης της αναγκαιότητας παρέμβασης η Ένωση διατηρεί ευρύ περιθώριο εκτίμησης.

Σύμφωνα με Πρωτόκολλο αριθ. 2, όλα τα σχέδια νομοθετικών πράξεων της Ένωσης υποχρεωτικά διαβιβάζονται στα εθνικά κοινοβούλια, τα οποία έχουν περιθώριο οκτώ εβδομάδων να διατυπώσουν αιτιολογημένες γνώμες ως προς τη συμμόρφωση της προτεινόμενης πράξης με την αρχή της επικουρικότητας. Εάν τουλάχιστον το 1/3 των κοινοβουλίων διατυπώσει αντιρρήσεις, τότε ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο) υποχρεούται να επανεξετάσει την πρόταση. Επιπλέον, ένα κράτος-μέλος μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο εξ ονόματος του κοινοβουλίου του, ζητώντας την ακύρωση της πράξης λόγω παραβίασης της αρχής. Παράλληλα, το Πρωτόκολλο αριθ. 1 ενθαρρύνει την ενεργή συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων στις ευρωπαϊκές διαδικασίες, διασφαλίζοντας ότι οι απόψεις τους λαμβάνονται υπόψη προτού ληφθούν αποφάσεις σε ενωσιακό επίπεδο.

Πηγή εικόνας: unsplash.com / Δικαιώματα χρήσης: Carl Gruner

Συμπερασματικά, αρχή της επικουρικότητας, σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας και τη δοτή φύση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, διαμορφώνει ένα θεσμικό πλαίσιο που προστατεύει την ισορροπία μεταξύ ενωσιακής και εθνικής δράσης. Η ορθή εφαρμογή της δεν αποτελεί μόνο νομική υποχρέωση, αλλά και αναγκαία προϋπόθεση για τη διατήρηση της νομιμοποίησης και της αποτελεσματικότητας της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Μέσω αυτής διασφαλίζεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση παρεμβαίνει μόνο όταν και όπου είναι πραγματικά απαραίτητο, ενισχύοντας τη δημοκρατική λογοδοσία και την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς της.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Βασίλειος Χριστιανός – Ρεβέκκα Παπαδοπούλου (2012), Εισαγωγή στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη
  • Αρχή της επικουρικότητας, eur-lex.europa.eu, διαθέσιμο εδώ

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ξένη Φλώρου
Ξένη Φλώρου
Γεννήθηκε το 2002 στην Αθήνα όπου και μεγάλωσε. Σπουδάζει στη Νομική Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τον τομέα του εμπορικού και του ποινικού δικαίου. Στον ελεύθερο χρόνο της, επιλέγει να ασχολείται ενεργά με τον αθλητισμό, τη μουσική και την εξερεύνηση νέων προορισμών, μέσα από ταξιδιωτικές εμπειρίες.