Του Σπύρου Σκοτώρη,
ΑΠ 582/2024
Η παρούσα αρεοπαγιτική απόφαση αφορά υπόθεση σχετιζόμενη με παραβίαση του νόμου περί αλλοδαπών, τελεσθείσα το 2021 και πιο συγκεκριμένα περίπτωση παράνομης μεταφοράς υπηκόων τρίτων χωρών στο εσωτερικό της χώρας, κατά συρροή και από κερδοσκοπία (άρθρο 30 παρ. 1 περ. β΄ ν4251/2014 ως τότε ισχύον, που παρέμεινε απαράλλαχτο κατά περιεχόμενο στο νέο άρθρο 25 παρ. 1 ν5038/2023). Μετά την τελεσίδικη καταδίκη του, ο κατηγορούμενος —στη συνέχεια αναιρεσείων— προσέφυγε στον ΑΠ, όπου κρίθηκαν τα ακόλουθα ενδιαφέροντα.
Κερδοσκοπία
Στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 30 του Ν.4251/2014, τυποποιείται ως επιβαρυντική περίσταση, με αύξηση του πλαισίου της απειλούμενης ποινής, η τέλεση του αδικήματος της παράνομης μεταφοράς υπηκόων τρίτων χωρών χωρίς δικαίωμα εισόδου στην ελληνική επικράτεια από κερδοσκοπία, δηλαδή με σκοπό τον πορισμό παράνομου περιουσιακού οφέλους. Επί της ουσίας, η πρόθεση απλώς για αποκόμιση κέρδους αναβαθμίζει την πράξη σε διακεκριμένη μορφή με αρκετά αυξημένο πλαίσιο ποινής. Εδώ ανακύπτει ένα ζήτημα που επιβεβαιώνεται με το σκεπτικό αυτής της απόφασης περί μη ανάγκης προσδιορισμού του σκοπούμενου κέρδους: «σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η ως άνω επιβαρυντική περίσταση της τέλεσης της ως άνω πράξης από κερδοσκοπία, συντρέχει όταν ο δράστης αποβλέπει στον πορισμό εισοδήματος, χωρίς να είναι απαραίτητο να προσδιορίζεται το ύψος του εν λόγω οικονομικού οφέλους». Από τη στιγμή που δεν απαιτείται να προσδιορίζεται το ύψος του σκοπούμενου οικονομικού οφέλους, αρκεί οποιοδήποτε κέρδος και έτσι δημιουργείται ζήτημα συμβατότητας της διάταξης αυτής με την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι ακόμη και ένα όφελος πολύ χαμηλής αξίας οδηγεί σε σημαντική αναβάθμιση του πλαισίου ποινής.
Ελαφρυντικά
Ο κατηγορούμενος με τους δύο πρώτους αναιρετικούς του λόγους προσπάθησε να αποδομήσει τη δικαστική απόφαση περί μη αναγνώρισης των ελαφρυντικών του 82§2 α΄ (πρότερου σύννομου βίου) και 82§2 δ΄(ειλικρινούς μεταμέλειας). Ο ΑΠ ωστόσο είχε διαφορετική άποψη.
Ειδικότερα, το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου, πλέον και πάλι έντιμου βίου, όπως αναλυτικά αναφέρει η απόφαση, δε θεμελιώνεται απλώς στην ανυπαρξία προηγούμενων καταδικών, αλλά στηρίζεται στην ενεργητική υιοθέτηση των αρχών και των κανόνων της έννομης τάξης. Κατά συνέπεια, για την αναγνώριση αυτής της ελαφρυντικής περίστασης, είναι απαραίτητο η μέχρι την τέλεση του εγκλήματος στάση ζωής του δράστη να είναι εναρμονισμένη με τις επιταγές του δικαιικού μας συστήματος, ώστε η εγκληματική του συμπεριφορά να αποτελεί μία εξαίρεση, μία «παραφωνία» στη ζωή του. Όπως, όμως, εύστοχα σημειώνεται στην απόφαση αυτή, η ανυπαρξία προηγούμενων καταδικών δεν προεξοφλεί την τήρηση από τον δράστη της στάσης που περιγράφηκε παραπάνω, με τη λογική πως αφενός σημαντικό ποσοστό της εγκληματικότητας παραμένει ανεξιχνίαστο, αφετέρου η παραβίαση κανόνων δικαίου δεν συνιστά πάντοτε αξιόποινη πράξη: «Έτσι, ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο, αλλά με την από πεποίθηση–υποταγή στη νομιμότητα ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς του, κατάσταση που δεν εξασφαλίζεται με την ανυπαρξία καταδίκης του για αξιόποινη πράξη. Άλλωστε το μεν η παραβίαση των νόμων δε θεμελιώνει πάντοτε αξιόποινη πράξη, το δε πολλάκις αξιόποινες πράξεις παραμένουν στην αφάνεια». Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, ότι η επίτευξη της αναγνώρισης του ελαφρυντικού που ανενδοίαστα επικαλούνται σχεδόν όλοι οι κατηγορούμενοι στα δικαστήρια της χώρας δεν είναι ιδιαίτερα ευχερής.

Εντούτοις, στο σκεπτικό της ΑΠ 582/2024 διαλαμβάνεται ακόμη μία σοβαρή παραδοχή. Το ελαφρυντικό του 82§2 α΄ συνδέεται και με τις περιστάσεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης, ενώ ταυτόχρονα τίθεται ως όρος αποδοχής του συγκεκριμένου ισχυρισμού η μη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας όσον αφορά στην επιβαλλόμενη ποινή: «Έτσι, όταν η ποινή μετά την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης, τελεί σε προφανή δυσαναλογία με τη βαρύτητα του εγκλήματος και την ποινική απαξία της πράξης ως και την επελθούσα από το έγκλημα βλάβη, η αρχή της αναλογικότητας παραβιάζεται». Συνεπώς, το δικαστήριο ασκώντας τα δικαιοδοτικά του καθήκοντα και συνεκτιμώντας τις περιστάσεις τέλεσης, κατέληξε στην απόρριψη του εν λόγω ισχυρισμού αξιολογώντας βεβαίως και την ποινική απαξία της τιμωρούμενης συμπεριφοράς.
Παράλληλα, στην απόρριψη του ελαφρυντικού του πρότερου σύννομου βίου, συνέβαλε και ένα επιπλέον στοιχείο. Αν και ο κατηγορούμενος υποστήριξε πως αίτιο της έκνομης συμπεριφοράς του υπήρξε η οικονομική του ένδεια και η συνακόλουθη αδυναμία υποστήριξης της ιατρικής περίθαλψης των αρρώστων μελών της οικογένειάς του, το δικαστήριο έκρινε πως ο τρόπος δράσης του, συνδυαστικά με την επιδίωξη οικονομικού οφέλους δίχως να τον απασχολούν οι συνέπειες των πράξεών του, συνηγορούν στη δημιουργία της αντίληψης περί ενός ατόμου που αδιαφορεί για τα έννομα αγαθά και για τις επιταγές της έννομης τάξης: «από τον τρόπο δράσης που ανέπτυξε για την τέλεση των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε, προτάσσοντας το ίδιον οικονομικό όφελος ανεξαρτήτως κόστους, προδίδει άτομο που παρά το σύννομο επιλέγει για το βίο του».
Ως προς το δεύτερο ζητηθέν ελαφρυντικό, η απόφαση του Ακυρωτικού ήταν επίσης αρνητική καθώς, αν και διαλαμβάνεται πως το δικαστήριο της ουσίας όντως δεν συμπεριέλαβε επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απορρίπτοντας σιωπηρά τον αυτοτελή ισχυρισμό, εν τέλει, ο τελευταίος κρίνεται νόμω αβάσιμος, με το σκεπτικό ότι δεν προβλήθηκε με τρόπο ορισμένο (όπως επιβάλλεται για τους αυτοτελείς ισχυρισμούς). Κι αυτό διότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν είναι ικανά να οδηγήσουν στην αναγνώριση αυτού του ελαφρυντικού, ακόμη και αν υποτεθούν αληθινά: «Περαιτέρω και αναφορικά με τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, για αναγνώριση σε αυτόν της, εκ του άρθρου 84παρ.2 δ΄ του Π.Κ., ελαφρυντικής περίστασης, το Δικαστήριο δε διέλαβε απόφαση επί του εν λόγω αιτήματος απορρίπτοντας αυτόν σιωπηρά. Όμως ο ισχυρισμός αυτός υποβληθείς με τον παρατεθέντα τρόπο, δεν είναι επαρκώς ορισμένος, αφού τα πραγματικά περιστατικά που επικαλέστηκε ο αναιρεσείων για τη θεμελίωσή του και αληθή υποτιθέμενα δεν αρκούν για την αναγνώριση της ελαφρυντικής αυτής περίστασης».

Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε το δικαστήριο, διότι κατά την πραγματική έννοια του εν λόγω ελαφρυντικού, η απλή δήλωση συγγνώμης δεν επαρκεί. Το ζητούμενο εδώ είναι η έμπρακτη μεταστροφή του δράστη, η επίδειξη, μέσω πράξεων, της ειλικρινούς προσπάθειάς του να άρει ή να μειώσει τα αποτελέσματα της εγκληματικής ενέργειάς του. Τα παραπάνω δεν πληρούνται απλά και μόνο με την εκούσια ακινητοποίηση του οχήματος κατά τη διάρκεια της καταδίωξης, καθώς έτσι δεν αποδεικνύεται η αυθόρμητη μεταβολή στον ψυχισμό του δράστη προς επιδίωξη περιορισμού των αποτελεσμάτων των ενεργειών του: «Τέλος το γεγονός ότι ο αναιρεσείων κατελήφθη με το όχημα ακινητοποιημένο, δεν αρκεί από μόνο του να στοιχειοθετήσει την εν λόγω ελαφρυντική περίσταση και δεν πληροί τις προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 84 παρ.2 δ ‘του ΠΚ, που απαιτεί την υλοποίηση της ενδιάθετης στάσης και τάσης της μετάνοιας και μεταμέλειας σε ειδικές και συγκεκριμένες πράξεις, που υποδηλώνουν την αυθόρμητη μεταβολή και μετάλλαξη στον ψυχισμό του κατηγορουμένου, την επίδειξη δηλαδή συμπεριφοράς, από την οποία να εμφαίνεται ότι ο υπαίτιος επεδίωξε με συγκεκριμένο τρόπο να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του».
Επομένως, οι δύο πρώτοι λόγοι αναίρεσης ερρειδόμενοι στο άρθρο 510§1 περ. Α΄ και Δ΄ ΚΠΔ, δηλαδή στην έλλειψη ακροάσεως και στην έλλειψη νόμιμης βάσης λόγω μη επαρκούς αιτιολογίας, απορρίφθηκαν από το Ακυρωτικό Δικαστήριο με πλήρη και ουσιαστική αιτιολογία.
Διπλή αξιολόγηση
Ο τρίτος αναιρετικός λόγος του αναιρεσείοντος αφορά στην υποτιθέμενη παραβίαση εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας της θεμελιώδους αρχής που απαγορεύει την αξιολόγηση εις διπλούν του ίδιου στοιχείου κατά την επιμέτρηση της ποινής (79§6ΠΚ) και από δικονομικής σκοπιάς θεμελιώνεται στο άρθρο 510§1 περ. Δ΄ και Ε΄.
Εν προκειμένω, η υπερασπιστική αιτίαση αφορούσε στη λήψη υπόψην της επιβαρυντικής περίστασης της κερδοσκοπίας και αναφορικά με το πλαίσιο της απειλούμενης ποινής και στη συνέχεια κατά την επιμέτρηση της τελικώς επιβληθείσας ποινής. Ωστόσο, όπως ορθά έκρινε η αρεοπαγιτική, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 79, οι συνθήκες τέλεσης, τα αίτια που ώθησαν στη διάπραξη του αδικήματος (όπως εδώ η επιδίωξη απόκτησης εισοδήματος) και άλλα στοιχεία λαμβάνονται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής ακόμη και αν αποτελούν στοιχεία της νομοτυπικής μορφής του αδικήματος: «τα αίτια που ώθησαν αυτόν στην τέλεση της πράξης, ήτοι εν προκειμένου ο σκοπός πορισμού εισοδήματος, αναφέρονται ρητά στις παρ.2 και 3 του άρθρου 79 του ΠΚ, ως στοιχεία κριτήρια που το δικαστήριο εξετάζει για την εκτίμηση της βαρύτητας της πράξης και του βαθμού ενοχής του υπαιτίου για την επιμέτρηση της ποινής και λαμβάνονται υπόψη έστω και αν, το εξ αυτών ως άνω στοιχείο του σκοπού πορισμού εισοδήματος αποτελούσε επιβαρυντική περίσταση του προκειμένου αδικήματος (ΑΠ 670/2021)»).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- ΑΠ 582/2024, areiospagos.gr, διαθέσιμο εδώ