Της Άννας Καρρά,
Ένα ιδιαίτερο ζήτημα του ποινικού δικαίου αποτελούν τα εγκλήματα που σχετίζονται με την χρήση και διακίνηση ναρκωτικών, αλλά και η ποινική μεταχείριση των προσώπων αυτών από το Νόμο 4139/2013 περί εξαρτησιογόνων ουσιών. Το έννομο αγαθό που προστατεύεται με τον νόμο για την καταπολέμηση των ναρκωτικών είναι η ζωή, η υγεία και η σωματική ακεραιότητα των ατόμων.
Στο άρθρο 1 του ανωτέρω νόμου ορίζονται ποιες ουσίες θεωρούνται ναρκωτικά έχοντας ως βασικά στοιχεία α) την επίδραση στο κεντρικό νευρικό σύστημα, β) τη μεταβολή της θυμικής κατάστασης ή την ανακούφιση χρονίως πασχόντων από συμπτώματα συγκεκριμένης νόσου και γ) την πρόκληση εξάρτησης ψυχικής ή σωματικής ποικίλου βαθμού. Ως εξάρτηση νοείται η συνήθεια της χρήσης ναρκωτικών και η μη αποβολή αυτής χωρίς εξωτερική βοήθεια (άρθρο 30 παρ. 1 Ν. 4139/2013). Ο νομοθέτης, ωστόσο, χρησιμοποιεί τον όρο εξάρτηση κυρίως με την έννοια της ψυχικής εξάρτησης χωρίς να αποκλείει το γεγονός ότι μπορεί να συντρέχει συνδυαστικά και με την σωματική. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 30 του Νόμου 4139/2013 απαριθμούνται ενδεικτικά τα στοιχεία που συμβάλλουν στη διάγνωση της εξάρτησης ενός προσώπου από ναρκωτικά. Πιο αναλυτικά, γίνεται λόγος για πιστοποιήσεις αναγνωρισμένων υπηρεσιών απεξάρτησης, όπως του Οργανισμού Κατά των Ναρκωτικών (ΟΚΑΝΑ), του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ), του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αθηνών (ΨΝΑ) κλπ, για ευρήματα εργαστηριακών εξετάσεων που αποκαλύπτουν χρήση ναρκωτικών για μακρόχρονες περιόδους και για ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα που αφορούν τον κατηγορούμενο. Κρίσιμος χρόνος για να κριθεί η εξάρτηση ενός προσώπου είναι ο χρόνος τέλεσης της πράξης.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως το στοιχείο της εξάρτησης αποτελεί λόγο μείωσης ή άρσης του καταλογισμού του δράστη και σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 30 του Νόμου 4139/2013 η ποινική μεταχείριση αυτού διαμορφώνεται ως εξής: 1) Μένει ατιμώρητος ο εξαρτημένος που τελεί το αδίκημα του άρθρου 29 παρ. 1 δηλαδή προμηθεύεται, κατέχει, κάνει χρήση ναρκωτικών ή καλλιεργεί φυτά κάνναβης για δική του αποκλειστική χρήση. 2)Τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ο εξαρτημένος που διακινεί παράνομα ναρκωτικά και 3) τιμωρείται με πρόσκαιρη κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη ο εξαρτημένος που τελεί τις διακεκριμένες μορφές διακίνησης του άρθρου 22.

Στo άρθρο 31 του ως άνω νόμου αναφέρεται πως ο δράστης των εγκλημάτων των άρθρων 20 έως 25, 29 και 30 παράγραφος 4, όπως και σε περίπτωση εγκλήματος που φέρεται ότι τελέστηκε για να διευκολυνθεί η χρήση ναρκωτικών ουσιών, που έχει την συνήθεια χρήσης ναρκωτικών που δυσκολεύεται να απεμπολήσει έχει ειδική μεταχείριση. Πιο αναλυτικά, όποιος έχει τελέσει το έγκλημα της απλής διακίνησης ναρκωτικών ή τις διακεκριμένες περιπτώσεις αυτών, την πρόκληση ή διαφήμιση χρήσης έχει τη δυνατότητα να δηλώσει ότι επιθυμεί να παρακολουθήσει θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης και ο ανακριτής με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα μπορεί να επιβάλλει ως περιοριστικό όρο την εισαγωγή του σε θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης (άρθρο 31 περ. α Ν. 4139/2013). Επιπρόσθετα, σε περίπτωση που του έχει επιβληθεί προσωρινή κράτηση δύναται να δηλώσει ότι επιθυμεί να παρακολουθήσει ειδικό πρόγραμμα απεξάρτησης (άρθρο 31 περ. β Ν. 4139/2013).
Συμπληρωματικά, όσοι συμμετέχουν σε εγκεκριμένο κατά το άρθρο 51 συμβουλευτικό ή θεραπευτικό πρόγραμμα σωματικής και ψυχικής απεξάρτησης απολαμβάνουν κάποια ευεργετήματα, με απώτερο σκοπό την απεξάρτηση τους και την ολοκλήρωση της θεραπείας τους. Ενδεικτικά, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών μετά από έγκριση του εισαγγελέα εφετών δύναται να αναβάλει την ποινική δίωξη κατά του δράστη που υποβάλλεται οικειοθελώς σε θεραπευτικό ή συμβουλευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης. Αν εκείνος επιτυχώς ολοκληρώσει το θεραπευτικό ή συμβουλευτικό πρόγραμμα τότε το συμβούλιο πλημμελειοδικών, μπορεί να προβεί σε οριστική αποχή από την ποινική δίωξη (άρθρο 32 παρ. 1 περ. α). Στο ίδιο μήκος κύματος, ο εισαγγελέας έχει την δυνατότητα να αναστείλει την ισχύ του εντάλματος σύλληψης του δράστη που παρακολουθεί πρόγραμμα απεξάρτησης, με την προϋπόθεση ότι το ένταλμα αυτό αφορά πράξη που φέρεται ότι τελέστηκε πριν από την εισαγωγή του διωκομένου στο πρόγραμμα (άρθρο 32 παρ. 1 περ. β). Τέλος, επειδή ο νομοθέτης αποσκοπεί στη μη διακοπή της θεραπείας των εξαρτημένων προσώπων προβλέπει την δυνατότητα χορήγησης αναβολής στράτευσης και την δυνατότητα υποβολής αιτήματος αναβολής της δίκης (άρθρο 32 παρ. 2 περ. α’ και γ’).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Βασικές έννοιες της ισχύουσας ελληνικής νομοθεσίας για τα ναρκωτικά, provataslaw.gr, διαθέσιμο εδώ