Του Γιάννη Περγαντή,
Τα μουσεία αποτελούν έναν χώρο ύψιστης πνευματικής και πολιτιστικής διεργασίας. Ανεξαρτήτως του είδους των εκθεμάτων των οποίων έχουν (αρχαιολογικά, τέχνη, λαογραφικά), όλα συμβάλλουν στην πνευματική και νοητική καλλιέργεια των επισκεπτών, με τις νέες γνώσεις και εικόνες, οι οποίες τους αποτυπώνονται. Οι χώροι αυτοί αποτελούν αποθετήρια του πολιτισμού μας, οι οποίοι μέσω της συντήρησης και της προσεκτικής ανάδειξης εκθεμάτων, διαιωνίζουν τη γνώση μας για το μακρύ και πρόσφατο παρελθόν.
Η πανδημία του κορονοϊού ανέτρεψε όλες τις σταθερές και δεδομένα της καθημερινής μας ζωής, με τα μουσεία να μην μένουν ανέγγιχτα. Τα μεγάλα χρονικά διαστήματα εγκλεισμού, τα οποία επέβαλαν οι δύο καραντίνες, έβαλαν προσωρινό «λουκέτο» στα μουσεία, καθώς δεν μπορούσαν να δεχθούν καθόλου επισκέπτες. Τα εκθέματα και οι γνώσεις που διέθεταν αυτοί οι χώροι, οι οποίοι πριν ήταν ελεύθεροι προς επίσκεψη από όλους, τώρα είχαν ερημώσει, με όλο αυτόν τον πλούτο που είχαν, να μένει κλειστός μέσα σε 4 τοίχους. Τη λύση σε αυτό το πρόβλημα, της αποκοπής του κοινού από τα πολύτιμα εκθέματα των μουσείων, ήρθε να επιλύσει η τεχνολογία, η οποία έφερε στην επιφάνεια μια νέα καινοτομία και πρωτοπορία: το ψηφιακό μουσείο.
Εν ολίγοις, το ψηφιακό μουσείο αποτελεί μια διαδικτυακή πλατφόρμα, διαμορφωμένη από τον ίδιο τον φορέα, στην οποία έχουν αναρτηθεί όλα —ή τουλάχιστον τα πιο σημαντικά— εκθέματα του μουσείου, ώστε να είναι διαθέσιμα προς ανάδειξη και μελέτη από όλους. Έτσι, τα εκθέματα δεν μένουν «κρυμμένα», αλλά αναδεικνύονται στο ευρύ κοινό, σε όποιο μήκος και πλάτος του πλανήτη βρίσκεται. Χρησιμοποιώντας τα θεμέλια και τις βάσεις ενός αποθετηρίου (συσσωρευτή πληροφοριών), οι φορείς «ανεβάζουν» στο διαδίκτυο τα εκθέματα τους, με τρόπο που να παρομοιάζει μια επίσκεψη στο φυσικό μουσείο.

Με την εξέλιξη της τεχνολογίας, αλλάζει και η φύση του ίδιου του ψηφιακού μουσείου. Ενώ στην αρχή η μορφή αυτών ήταν μια απλή παράθεση φωτογραφιών των εκθεμάτων με μια λεζάντα, σήμερα αρκετά μουσεία έχουν φτάσει σε παραπάνω επίπεδα. Με τη χρήση ειδικών καμερών και εξοπλισμών, ορισμένα μουσεία έχουν καταφέρει να μετατρέψουν αυτήν την εμπειρία σε διαδραστική, με τη δυνατότητα να «περιηγηθείς» στους χώρους του μουσείου, σαν να το περπατάς ο ίδιος και να μπορέσεις να αλληλεπιδράσεις με τα εκθέματα σε πολλούς βαθμούς, κάνοντας την ψηφιακή εμπειρία πιο ενδιαφέρουσα από τη φυσική.
Παρά τη μεγάλη προσφορά των ψηφιακών μουσείων σε πολλούς τομείς, υπάρχει ένας ισχυρός αντίλογος, ο οποίος είναι ενάντια σε τέτοιες πρακτικές. Αρχικά, το νόημα του μουσείου δεν είναι μόνο να δεις τα εκθέματα, αλλά και να τα «νιώσεις». Αν δεν δεις από κοντά, για παράδειγμα, τη Νίκη της Σαμοθράκης, δεν θα εσωτερικεύσεις την πραγματική ομορφιά αυτού του αγάλματος, την επιβλητική υπόσταση της και τη σπουδαιότητα της σαν γλυπτό. Αυτά τα στοιχεία δεν μπορεί να τα προσφέρει η οθόνη, όσες καινοτομίες και ανεπτυγμένα γραφικά εφαρμόσουν τα ιδρύματα. Για να κατανοήσεις πραγματικά ένα έκθεμα, πρέπει να έρθεις σε άμεση επαφή μαζί του, να το παρατηρήσεις, να διακρίνεις λεπτομέρειες και να «ψηλαφίσεις» όλες τις πλευρές και επιφάνειες του, κάτι το οποίο η οθόνη του κινητού ή του υπολογιστή δεν είναι σε θέση να προσφέρουν.
Επίσης, η δημιουργία ενός τέτοιου ψηφιακού αποθετηρίου δεν είναι μια απλή υπόθεση. Όταν ένα μουσείο αναλαμβάνει την ψηφιοποίηση του εκθεσιακού του συνόλου, δεν αρκεί η λήψη μιας φωτογραφίας και το ανέβασμα αυτής στο διαδίκτυο. Χρειάζεται σοβαρή και επίπονη εργασία, από την ψηφιοποίηση του εκθέματος —με ειδικά και εξειδικευμένα εργαλεία— μέχρι και τη διαμόρφωση μιας πλατφόρμας, ικανής να στηρίξει το όλο εγχείρημα. Μπορεί τα μεγάλα μουσεία του κόσμου να μπορούν να αναλάβουν τέτοιου είδους διεργασίες, αλλά τι γίνεται με τα μικρότερα και περιφερειακά μουσεία; Τι γίνεται όταν ένα μικρό μουσείο μιας μικρής κωμόπολης, το οποίο δεν έχει ούτε μεγάλη προσέλευση κοινού, αλλά ούτε και μεγάλη χρηματοδότηση, δεν έχει ούτε τα στοιχειώδη μέσα για να αναλάβει κάτι τέτοιο; Μπορεί διεθνείς φορείς, όπως το ICOM (International Council Of Museums) να έχουν θέσει τη δημιουργία ψηφιακών αποθεμάτων ως προτεραιότητα, αλλά τί γίνεται όταν οι «μικροί παίκτες» δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτές τις απαιτήσεις;

Μπορεί ο θεσμός του ψηφιακού μουσείου να είναι κάτι το καινούργιο και να υπάρχουν ακόμη βασικά προβλήματα, τίποτα όμως δεν αφαιρεί από τις μεγάλες προοπτικές που έχει αυτό το εγχείρημα. Τα σημαντικότερα και πιο καθοριστικά εκθέματα, καλώς ή κακώς, βρίσκονται σε συγκεκριμένα μουσεία ανά τον κόσμο, τα οποία τις περισσότερες φορές δεν είναι προσβάσιμα στο σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού. Γιατί να μην έχει τη δυνατότητα ένας κάτοικος μιας χώρας του Τρίτου Κόσμου, ο οποίος αδυνατεί ορισμένες φορές ακόμη και με την εξασφάλιση των προς το ζην, να θαυμάσει, έστω και από μια ψηφιακή οθόνη, τη Μόνα Λίζα, τη Γκουέρνικα ή τον Ηρακλή Φαρνέζε; Τα μουσεία και ο πλούτος, τον οποίο διαθέτουν, δεν αποτελούν προνόμιο μόνο όσων έχουν την οικονομική δυνατότητα να παρευρεθούν σε αυτά. Η πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί αγαθό όλων μας ανεξαιρέτως και η πρόσβαση σε αυτή αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα.
Επίσης, πέρα από τον στόχο της ανάδειξης, τα ψηφιακά μουσεία αποτελούν και μια παραπάνω ευκαιρία για μελέτη και ανάλυση των εκθεμάτων. Ξεχασμένα θραύσματα κεραμικής και πίνακες «κατώτερης» ποιότητας βγαίνουν από τις σκονισμένες αποθήκες των μουσείων και επανέρχονται στο μικροσκόπιο των επιστημόνων και των ειδικών. Γίνονται νέες συνδέσεις μεταξύ ευρημάτων, βγαίνουν νέα συμπεράσματα, ερμηνεύονται νέες θεωρίες και καταστάσεις. Όλα αυτά, μαζί και με την ταυτόχρονη ανάδειξή τους στο ευρύ κοινό.
Τέλος, ο εκπαιδευτικός ρόλος των μουσείων αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο. Εκτός από ένας χώρος ανάδειξης εκθεμάτων, τα μουσεία αποτελούν και φορέα μεταβίβασης γνώσεων και πληροφοριών στο κοινό. Αυτές οι πληροφορίες, εκτός από τους φυσικούς επισκέπτες του μουσείου, μπορούν να αξιοποιηθούν και από τους αντίστοιχους ψηφιακούς των σχολικών αιθουσών. Η εκπαιδευτική διαδικασία των σχολείων τώρα μπορεί να γίνει πιο αποτελεσματική και διαδραστική, καθώς οι μαθητές θα μπορούν να έχουν μια πιο άμεση επαφή με εκθέματα από όλο το κόσμο, αποκτώντας έτσι γνώσεις και λαμβάνοντας ερεθίσματα, τα οποία πριν ήταν μονοπώλιο της φυσικής επίσκεψης σε κάποιο μουσείο.
Η πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί ένα αγαθό που ανήκει σε όλους. Τα ψηφιακά μουσεία έχουν τη δυνατότητα να μεταφέρουν αυτό το αγαθό από τον φυσικό χώρο των μουσείων στην παλάμη του καθενός από εμάς. Οι τεχνολογικές εξελίξεις έχουν επιφέρει στην ανθρωπότητα πολλά αγαθά, με τον τομέα του πολιτισμού να επωφελείται ακράδαντα. Τα ψηφιακά μουσεία δεν αποτελούν απειλή ούτε προμηνύουν ριζικές ανατροπές, αλλά προσφέρουν τη δυνατότητα στην ανθρωπότητα να έχει πρόσβαση στην κληρονομιά του παγκόσμιου παρελθόντος, με το πάτημα ενός κουμπιού.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μουσεία: καθηλωτική εμπειρία χάρη στην ψηφιακή τεχνολογία, protagon.gr, διαθέσιμο εδώ
- Επαναπροσδιορίζοντας το μουσείο του αύριο, lifo.gr, διαθέσιμο εδώ