30.6 C
Athens
Τετάρτη, 16 Ιουλίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ διαδικασία επί απόντων και φυγόδικων στα πλημμελήματα

Η διαδικασία επί απόντων και φυγόδικων στα πλημμελήματα


Της Ελένης Κάζου,

Σύμφωνα με το άρθρο 340 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με το οποίο καθιερώνεται το καθήκον αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου, ο κατηγορούμενος οφείλει να εμφανίζεται αυτοπροσώπως στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση. Το καθήκον αυτό απορρέει από τις θεμελιώδεις αρχές της κατ’ αντιδικία διεξαγωγής της δίκης και της εκατέρωθεν ακροάσεως. Με την αυτοπρόσωπη παράστασή του, ο κατηγορούμενος μπορεί να ασκήσει άμεσα όλα τα δικαιώματα που του παρέχονται και να συμβάλλει ουσιαστικά στην εξακρίβωση της αλήθειας. Κατ’ εξαίρεση προβλέπεται ύστερα από έγγραφη δήλωση του κατηγορουμένου η δυνατότητα εκπροσώπησής του από τον συνήγορο του. Σε αυτή την περίπτωση, ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορος διενεργεί για αυτόν όλες τις διαδικαστικές πράξεις. Εάν παρόλα αυτά κριθεί απαραίτητη η παρουσία του κατηγορουμένου για την αποκάλυψη της αλήθειας, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου, και αν αυτός δεν εμφανιστεί ακόμη και τη βίαιη προσαγωγή (κάτι που στην πράξη γίνεται σπανιότερα).

Ωστόσο, έχει επισημανθεί στη νομολογία του Αρείου Πάγου πως η δυνατότητα εκπροσώπησης του κατηγορουμένου δεν παραμερίζει το δικαίωμα του σε αυτοπρόσωπη εμφάνιση. Σε περίπτωση δηλαδή που υπάρχει σοβαρός λόγος αναβολής της δίκης λόγω κωλύματος του κατηγορουμένου, δεν μπορεί το δικαστήριο να αρνηθεί με την αιτιολογία ότι ο κατηγορούμενος δύναται να εκπροσωπηθεί από συνήγορο. Στο δικαίωμα, εξάλλου, της αυτοπρόσωπης εμφάνισης εντάσσεται και η απολογία του κατηγορουμένου, η οποία πρέπει να είναι πάντα προφορική, άμεση και να δίνεται από τον ίδιο τον κατηγορούμενο (και όχι από το συνήγορο που τον εκπροσωπεί). Αν, λοιπόν, σε κάποια υπόθεση ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί αυτοπροσώπως (δεν βρίσκεται εντός του ακροατηρίου για να δώσει «το παρόν» κατά την εκφώνησή της από τον πρόεδρο) ούτε εκπροσωπηθεί, όπου αυτό επιτρέπεται από συνήγορο, εφαρμόζεται ειδική διαδικασία, η οποία εξαρτάται από το εάν το έγκλημα είναι πλημμέλημα ή κακούργημα. Στο παρόν άρθρο θα αναλυθεί η ειδική διαδικασία που ακολουθείται επί των πλημμελημάτων.

Πηγή εικόνας: FREEP!K/ Δικαιώματα χρήσης: Fabrikasimf

Εφόσον ο κατηγορούμενος πράγματι απουσιάζει, το δικαστήριο θα εξετάζει πρώτα αν πρόκειται για πρόσωπο γνωστής ή άγνωστης διαμονής. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος είναι γνωστής διαμονής αρχικά ελέγχει το αν η κλήτευση του κατηγορουμένου έχει γίνει νόμιμα (αν, δηλαδή, το κλητήριο έγγραφο έχει επιδοθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα). Αν δεν υπάρχει νόμιμη κλήτευση, το δικαστήριο με απόφαση του κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 368 γ’ ΚΠΔ. Παράλληλα, το δικαστήριο εξετάζει τυχόν αίτημα αναβολής της δίκης που μπορεί να υποβληθεί από τον συνήγορο του απόντος, στο οποίο θα γίνεται επίκληση λόγω «ανωτέρας βίας» ή άλλου «ανυπέρβλητου κωλύματος» (όπως, παραδείγματος χάρη, σοβαρή ασθένεια, εισαγωγή σε νοσοκομείο) σχετικά με την εμφάνιση του.

Ακόμη, στο αίτημα αυτό περιλαμβάνονται και άλλοι λόγοι που παρεμποδίζουν τη δίκαιη και σωστή διεξαγωγή της δίκης, όπως, λόγου χάρη, το κώλυμα εμφάνισης του συνηγόρου. Σε αυτή την περίπτωση το αίτημα της αναβολής μπορεί να υποβάλει άλλος απεσταλμένος δικηγόρος ως άγγελος αυτού, εφόσον είναι εξουσιοδοτημένος. Η υποβολή γίνεται είτε κατά την έναρξη τη συζήτησης (και πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας) όταν το περιεχόμενο της αίτησης είναι η συνδρομή «σημαντικών αιτιών» κατά το άρθρο 349 ΚΠΔ είτε μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας με περιεχόμενο την προσαγωγή νέων «κρεισσόνων αποδείξεων» (όπως παραδείγματος χάρη η κλήτευση νέων μαρτύρων) κατά το άρθρο 353 παρ. 3 ΚΠΔ .

Στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχει νόμιμη κλήτευση κατηγορουμένου γνωστής κατοικίας και δεν διατάσσεται τελικά αναβολή, το δικαστήριο δικάζει τον κατηγορούμενο «σαν να ήταν παρών» ( «ωσεί παρόντα»). Θα πρέπει να έχει προηγηθεί ενημέρωση του κατηγορούμενου ότι σε περίπτωση μη εμφάνισης του ή μη εκπροσώπησης του αυτός θα δικαστεί ερήμην (340 παρ.4 εδ. β’ ΚΠΔ). Μάλιστα, σε περίπτωση που καταδικαστεί ο κατηγορούμενος ερήμην, η προθεσμία άσκησης των ένδικων μέσων ξεκινά με την επίδοση της απόφασης στον κατηγορούμενο, καθώς, παρόλο που δικάστηκε «ωσεί παρών», δεν συνεπάγεται αυτό ότι έλαβε και γνώση της καταδικαστικής απόφασης.

Πηγή εικόνας: istock.com / Δικαιώματα χρήσης: LukaTDB

Στην περίπτωση, ωστόσο, που έχουμε κατηγορούμενο που κλητεύεται ως απών από τόπο της κατοικίας του και άγνωστης διαμονής (428, 429 ΚΠΔ), ακολουθείται διαφορετική ειδική διαδικασία. Αν αυτός εμφανιστεί στο ακροατήριο ακολουθείται η προβλεπόμενη στα άρθρα 339 – 373 ΚΠΔ συνήθης διαδικασία. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί, υπάρχει η δυνατότητα να διοριστεί συνήγορος από συγγενή του εξ αίματος έως δ’ βαθμού, εξ αγχιστείας έως β’ βαθμού (σε κάθε περίπτωση θα προτιμηθεί ο πλησιέστερος), ο οποίος θα τον εκπροσωπήσει (άρα ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών).

Εάν αποδειχθεί από την υπεράσπιση ότι ο κατηγορούμενος έχει γνωστό και ορισμένο τόπο διαμονής, τότε η συζήτηση θα αναβληθεί με αίτηση της υπεράσπισης ή των συγγενών του κατηγορουμένου σε ρητή δικάσιμο που απέχει τουλάχιστον δεκαπέντε μέρες, κατά την οποία ο κατηγορούμενος οφείλει να παρουσιαστεί χωρίς κλήτευση (άρθρο 429 παρ.2 εδ. β ΚΠΔ). Το δικαστήριο δύναται να δικάσει και με τον συνήγορο που διορίστηκε, εφόσον δεν ζητήθηκε αναβολή. Εάν δεν ζητήθηκε αναβολή και εμφανιστεί συγγενής να διορίσει συνήγορο που θα εκπροσωπήσει τον κατηγορούμενο, η συζήτηση γίνεται σύμφωνα με τις συνηθισμένες για τα πλημμελήματα διατυπώσεις (αρ. 429 παρ.2 εδ. γ’ ΚΠΔ).

Αν, εν τέλει, ο κατηγορούμενος καταδικαστεί ερήμην του και εμφανιστεί μεταγενέστερα, έχει στη διάθεση του από τον νόμο δύο ένδικα βοηθήματα, με τα οποία δύναται να ανατραπεί η καταδίκη και να εκδικαστεί εκ νέου η υπόθεση κατ΄ αντιμωλία. Τα βοηθήματα αυτά είναι: η αίτηση ακυρώσεως της διαδικασίας (άρθρο 341 ΚΠΔ), και η αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως (άρθρο 430 ΚΠΔ). Τα ανωτέρω αποτελούν ένδικα βοηθήματα (και όχι ένδικα μέσα), διότι ασκούνται ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου που εξέδωσε την ερήμην απόφαση, ενώ βασικό χαρακτηριστικό των ενδίκων μέσων είναι ακριβώς ο έλεγχος της ορθότητας της κρίσης από ανώτερο δικαιοδοτικό όργανο. Στην αίτηση ακυρώσεως της διαδικασίας ο καταδικασθείς ζητά την ακύρωση της διαδικασίας από την οποία απουσίαζε και κατά την οποία καταδικάστηκε και απαιτεί η νέα συζήτηση να γίνει με την παρουσία του.

Πηγή εικόνας: iStocl/ Δικαιώματα Χρήσης: FotografiaBasica

Προϋποθέσεις της αίτησης αυτής είναι καταδικαστική για πλημμέλημα απόφαση, η οποία να είναι ανέκκλητη, και να επικαλείται ο καταδικασθείς ύπαρξη λόγου ανωτέρας βίας ή άλλων ανυπέρβλητων αιτιών, εξαιτίας των οποίων, ο τελευταίος δεν ήταν δυνατό ούτε να εμφανιστεί ή να εκπροσωπηθεί, και, σωρευτικά, ούτε είχε να κάποιο μέσο να γνωστοποιήσει εγκαίρως στο δικαστήριο το κώλυμά του και να ζητήσει την αναβολή της συζήτησης. Από την άλλη, στην αίτηση ακυρώσεως της απόφασης, ο καταδικασθείς ερήμην για πλημμέλημα, ο οποίος κλητεύθηκε ως απών από τον τόπο κατοικίας του και αγνώστου διαμονής, ζητεί την ακύρωση της απόφασης επικαλούμενος ότι πράγματι είχε γνωστή διαμονή (εσφαλμένα κρίθηκε ως αγνώστου διαμονής). Η ακύρωση της απόφασης επιφέρει άμεσα την επανάκριση της υπόθεσης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ: 
  • Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, 10η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2021.
  • Αργύριος Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 7η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2020.
  • Άγγελος Κωνσταντινίδης, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 4η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2020.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ελένη Κάζου
Ελένη Κάζου
Γεννήθηκε το 2003 στην Καβάλα. Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την εμβάθυνση και εξειδίκευση σε σύγχρονα ζητήματα του ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου. Ομιλεί άπταιστα την Αγγλική και πολύ καλά τη Γερμανική γλώσσα. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με το σκάκι, την εκμάθηση ξένων γλωσσών, τα ταξίδια και την μουσική