Της Άννας Μάρκου,
Με την έλευση του νέου έτους, ο νόμος 5090/2024 ήρθε να προστεθεί στη μακρά λίστα των ευρέων νομοθετικών μεταρρυθμίσεων, παρεμβαίνοντας αυτή τη φορά στον Ποινικό Κώδικα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, μέσα σε πέντε μόλις έτη από την ψήφιση των προηγούμενων κωδίκων. Ως προς τον Ποινικό Κώδικα, οι βασικότερες αλλαγές επικεντρώνονται στα επίκαιρα προβλήματα που απασχολούν την κοινωνία, επιδιώκοντας την αυστηροποίηση του σχετικού νομοθετικού πλαισίου, εστιάζοντας, με τον τρόπο αυτόν, στην κατασταλτική λειτουργία της ποινικής δικαιοσύνης.
Έτσι, η εγκληματικότητα των ανηλίκων δε θα μπορούσε να λείπει από τις διατάξεις που υπέστησαν τροποποιήσεις. Πιο συγκεκριμένα, η νεανική παραβατικότητα επιχειρείται πλέον να αντιμετωπιστεί μέσω της διεύρυνσης του αξιόποινου χαρακτήρα των πράξεων ανηλίκων δραστών, καθώς από το άρθρο 127 παρ. 1 ΠΚ αφαιρέθηκε μία πολύ ουσιώδης προϋπόθεση για τη θεμελίωση ποινικής ευθύνης ανηλίκου, αυτή που απαιτούσε η πράξη του τελευταίου να εμπεριέχει στοιχεία βίας ή να στρέφεται κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του θύματος. Με το νέο καθεστώς, ένας ανήλικος μπορεί να οδηγηθεί σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων με μοναδικές προϋποθέσεις να έχει συμπληρώσει τα 15 έτη και η πράξη του να ήταν κακούργημα, αν την τελούσε ενήλικος, δεδομένου ότι οι πράξεις των ανηλίκων χαρακτηρίζονται πάντα ως πλημμελήματα (άρ. 18 εδάφιο γ ΠΚ). Η δεύτερη ουσιώδης -εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον- αλλαγή ως προς τους ανηλίκους εντοπίζεται στο άρθρο 133, όπου η ιδιότητα του νεαρού ενήλικα που μπορεί να λειτουργήσει ευνοϊκά για τον δράστη, πλέον μπορεί να αναγνωριστεί μόνο στα άτομα που είναι κάτω των 21 ετών και όχι των 25. Παρόλα αυτά, ο καταδικασθείς μπορεί να παραμείνει στις φυλακές ανηλίκων μέχρι τα 25, με τη ρύθμιση έτσι, να διατηρεί σε μεγάλο βαθμό την προηγούμενη ισχύ της.
Άλλο ένα αδίκημα που απασχολεί την επικαιρότητα είναι ο εμπρησμός. Πέρα από την αύξηση των προβλεπόμενων ποινών, οι πιο ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις εντοπίζονται στις νέες παραγράφους που προστέθηκαν στο άρθρο 265. Αναλυτικότερα, η παράγραφος 4 τιμωρεί τις προπαρασκευαστικές πράξεις που μπορεί να προκαλέσουν πυρκαγιά, δηλαδή την κατασκευή, προμήθεια ή κατοχή εμπρηστικών υλών ή άλλων πρόσφορων αντικειμένων. Η προσοχή μας θα πρέπει να εστιαστεί εδώ στο εξής. Οι ανωτέρω πράξεις τιμωρούνται, εφόσον με αυτές ο δράστης προετοιμάζει την τέλεση εμπρησμού δασικής, δασωτέας ή αναδασωτέας έκτασης.
Ωστόσο, δεν είναι απαραίτητο αυτές να τελούνται εντός τέτοιων εκτάσεων ή έστω κοντά σε αυτές, αφού η παράγραφος 4 χαρακτηρίζει ως επιβαρυντική περίσταση την τέλεση των εν λόγω πράξεων εντός δασικών εκτάσεων ή σε ακτίνα 300 μέτρων από αυτές σε ημέρες με πολύ υψηλό δείκτη επικινδυνότητας. Επομένως, το ερώτημα που ανακύπτει είναι κατά πόσο μπορεί να αποδειχθεί ότι η κατοχή για παράδειγμα ενός φακού ή ενός κουτιού με σπίρτα -άκρως συνηθισμένα παραδείγματα σε τέτοιες περιπτώσεις- θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι αποτελούν προπαρασκευαστικές πράξεις εμπρησμού, εφόσον τα εν λόγω αντικείμενα βρίσκονται εκτός δασικής έκτασης. Η παράγραφος 6 στη συνέχεια, απαγορεύει τη μετατροπή ή αναστολή της επιβληθείσας ποινής και στερεί από την έφεση το ανασταλτικό της αποτέλεσμα.
Εξαίρεση προβλέπεται σε γενικές γραμμές μόνο με ειδική αιτιολογία για περιπτώσεις αμέλειας ή πράξεων που τελικά δεν προξένησαν πυρκαγιά, παρότι ήταν καταρχήν επικίνδυνες. Οι αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο του εμπρησμού δασών ολοκληρώνονται με τη δυνατότητα δήμευσης περιουσιακών στοιχείων τόσο του αυτουργού όσο και των συμμετόχων, ακόμη και αν το έγκλημα έμεινε στο στάδιο της απόπειρας (άρ. 265Α παρ. 1), αλλά και με το άρ. 289 παρ. 1, σύμφωνα με το οποίο ο εμπρηστής δάσους δε μένει ποτέ ατιμώρητος, ακόμη και αν αποτρέψει τελικά τον κίνδυνο. Επί της ουσίας, δηλαδή, δεν αναγνωρίζεται η υπαναχώρηση από πεπερασμένη απόπειρα, ενώ αυτό ισχύει για άλλες εξίσου βαριές περιπτώσεις εμπρησμού ή άλλων κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων.
Από τις μεταρρυθμίσεις του ποινικού κώδικα ξεχωρίζουν ακόμα, η προσθήκη της απέλασης αλλοδαπού στα μέτρα θεραπείας -με την πρόβλεψη παράλληλα ευνοϊκού καθεστώτος για τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης- (άρ. 69, 72 ΠΚ), η επαναφορά του όρου «πρότερη έντιμη ζωή» ως ελαφρυντικό αντί της «σύννομης» που χρησιμοποιούσε ο προϊσχύσας κώδικας (άρ. 84 ΠΚ), αλλά και η πρόβλεψη μίας μόνο δυνατότητας μείωσης της ποινής, ακόμη κι αν συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης ή ελαφρυντικές περιστάσεις (άρ. 85 ΠΚ). Τέλος, αξίζει να αναφερθεί η κατάργηση του συστήματος των ημερήσιων μονάδων και η αυστηροποίηση των χρηματικών ποινών σε όλα σχεδόν τα εγκλήματα, παρότι, όμως, παρατηρούμε πως σε περιπτώσεις δωροδοκίας ή δωροληψίας υπαλλήλων ή πολιτικών προσώπων (άρ. 159, 235, 236 ΠΚ), οι ποινές -αν και αστρονομικού ύψους- ισχύουν «ανεξαρτήτως αξίας», ακόμη δηλαδή κι αν το τίμημα που έδωσε ή έλαβε ο δράστης ήταν μεγαλύτερο της προβλεπόμενης χρηματικής ποινής. Ακόμη πιο αξιοσημείωτη δε, η καθιέρωση της αυτεπάγγελτης δίωξης όλων των εγκλημάτων σε βάρος του Δημοσίου (άρ. 114 παρ. 3 ΠΚ).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, Επιμέλεια: Αλέξανδρος Μαντζούτσος, «Οι νέες αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Συγκριτικοί Πίνακες Παλαιών & Νέων Ρυθμίσεων (Ν.5090/2024)», Φεβρουάριος 2024, διαθέσιμο εδώ