32.1 C
Athens
Πέμπτη, 31 Ιουλίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο έγκλημα της απιστίας σε βάρος του Δημοσίου

Το έγκλημα της απιστίας σε βάρος του Δημοσίου


Της Βασιλικής Χαραλάμπους, 

Σύμφωνα με το άρθρο 390 ΠΚ : « 1. Όποιος κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης προκαλεί εν γνώσει βέβαιη ζημία στην περιουσία άλλου, της οποίας βάσει νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη), τιμωρείται με φυλάκιση και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή.

2. Αν η απιστία στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά των ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες (1.000) ημερήσιες μονάδες. Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι (20) έτη.».

Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απιστίας απαιτείται αφενός διαχείριση ή επιμέλεια ξένης περιουσίας, βάσει νόμου ή δικαιοπραξίας καθώς και πρόκληση βλάβης της περιουσίας αυτής. Το συγκεκριμένο έγκλημα εμφανίζεται αρκετά γενικό στον νόμο και γι αυτό το λόγο η θεωρία και νομολογία έχουν θέσει ως πρόσθετα προαπαιτούμενα για την πλήρωση της ειδικής υπόστασης και κάποια επιμέρους στοιχεία. Ειδικότερα, απαιτείται η ανάληψη πρωτοβουλιών του διαχειριστή ή του έχοντος την επιμέλεια η οποία νομίμως του έχει δοθεί από τον αντιπροσωπευόμενο, ο οποίος εμφανίζεται ως το πρόσωπο το οποίο φέρει και τον κίνδυνο των ενεργειών και αφετέρου μια εξωτερική ενέργεια ή παράλειψη, η οποίες οδηγούν σε καταχρηστική άσκηση της εν λόγω αντιπροσωπευτικής εξουσίας μέσω της παράβασης των κανόνων επιμελούς διαχείρισης. Όλα τα ανωτέρω θα πρέπει ευθέως και με αιτιώδη σύνδεσμο να οδηγούν στην πρόκληση της βλάβης της ξένης περιουσίας, την οποία ο υπαίτιος θα πρέπει να προβλέπει ως αναγκαία συνέπεια της εγκληματικής ενέργειας ή παράλειψής του. Το προστατευόμενο έννομο αγαθό ως προς το συγκεκριμένο έγκλημα είναι η προστασία της περιουσίας ως συνόλου.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Martin Podsiad

Στη δεύτερη παράγραφο ποινικοποιείται η απιστία στρεφόμενη κατά του Ελληνικού Δημοσίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, διάταξη η οποία ψηφίσθηκε ως αντικατάσταση του δρακόντειου νόμου 1608/1950 περί καταχραστών του ελληνικού δημοσίου, στην προσπάθεια να επιλύσει ερμηνευτικά ζητήματα της διάταξης και τα θέματα δυσαναλογίας του νόμου. Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι με την παράγραφο 2 παθών μπορεί να είναι μόνο τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και όχι τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας, ακόμη και αν αυτοί ανήκουν εν μέρει στο κράτος. Ένα έτερο ζήτημα που τίθεται είναι τι συμβαίνει στην περίπτωση που η ζημία στρέφεται κατά του ελληνικού δημοσίου πλην όμως δεν ξεπερνά τα κακουργηματικά όρια των 120.000 ευρώ. Σε αυτήν την περίπτωση, η μορφή του εγκλήματος δεν υπάγεται στην «κακουργηματική» παράγραφο δύο, καθώς σωρρευτικώς θα πρέπει να συντρέχουν και τα δύο στοιχεία, ώστε να θεωρηθεί ως κακούργημα. Εν προκειμένω δηλαδή, ακόμη και αν το έγκλημα στρέφεται κατά του δημοσίου πλην όμως δεν ξεπερνά τις 120.000 ευρώ, τότε το έγκλημα ανάγεται στην πλημμεληματική διακεκριμένη μορφή της βασικής απιστίας, γεγονός που φαίνεται να εγείρει αρκετά ερωτήματα.

Άξιο μνείας είναι σε κάθε περίπτωση ότι πέραν από την προστασία της περιουσίας του δημοσίου, πλέον σύμφωνα με τη σχετικά πρόσφατη Οδηγία 2017/13712 η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 4689/2020, ορίζεται ότι προστατεύονται και τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά το άρθρο 21 παρ. 2 περ. α του ανωτέρω νόμου, ορίζεται το προστατευόμενο με τις διατάξεις αυτές έννομο αγαθό ως εξής «Ως «οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης» νοείται το σύνολο των εσόδων, δαπανών και στοιχείων ενεργητικού που καλύπτονται, αποκτώνται μέσω ή οφείλονται: i) στον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ii) στους προϋπολογισμούς των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν ιδρυθεί δυνάμει των Συνθηκών ή στους προϋπολογισμούς, των οποίων αυτά ασκούν, άμεσα ή έμμεσα, την εποπτεία.». Έτσι λοιπόν, μία απιστία του άρθρου 390 παρ. 2 στρεφόμενη κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης τιμωρείται όπως ακριβώς και η κακουργηματική απιστία στρεφόμενη κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Προσέτι δε, επικουρική διάταξη αποτελεί και το άρθρο 24 του ανωτέρω νόμου το οποίο ορίζει ότι « Όποιος, στο πλαίσιο της εμπιστευμένης σε αυτόν διαχείρισης πόρων και περιουσιακών στοιχείων του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των προϋπολογισμών των κάθε είδους οργάνων και οργανισμών της διαχειρίζεται τους οικείους πόρους κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης ή ιδιοποιείται παράνομα ή χρησιμοποιεί κατ’ απόκλιση από τον νόμιμα καθορισμένο σκοπό τους τα οικεία περιουσιακά στοιχεία, ζημιώνοντας με αυτόν τον τρόπο τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τιμωρείται με φυλάκιση, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα με βάση τα άρθρα 375 ή 390 Π.Κ.»

Από τα ανωτέρω προκύπτει ένα ευρύτερο πλέγμα προστασίας όχι μόνον του ελληνικού δημοσίου αλλά και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως προς την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης απαιτείται άμεσος δόλος β’ βαθμού, ο οποίος συνίσταται στο να γνωρίζει ο δράστης ότι έχει τη διαχείριση ή επιμέλεια μιας ξένης περιουσίας και να επιδιώκει την βλάβη αυτής, ενώ σύμφωνα με τον νέο Ποινικό Κώδικα, απαιτείται πλέον αποδεδειγμένα να έχουν παραβιασθεί οι κανόνες της επιμελούς διαχείρισης καθώς και τωόντι να διαπιστωθεί βέβαιη ζημία στην ξένη περιουσία.

Εκείνο που καθίσταται σαφές είναι ότι το έγκλημα της απιστίας αποτελεί διαχρονική πρόκληση για τον Έλληνα ερμηνευτή και εφαρμοστή του δικαίου, εξαιτίας της πολυπλοκότητας του εγκλήματος και των συμπαρομαρτούντων ζητημάτων ερμηνείας ιδίως ενόψει των αλλαγών που επήλθαν με τον νέο Ποινικό Κώδικα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • ΑΠ (Ποιν) 1380/2024 Απιστία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ,Κατάχρηση της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου οργάνου κατά την παροχή εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου
  • Πράπας Δημήτριος Β, Μεταπτυχιακή εργασία με θέμα « Η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της απιστίας (390ΠΚ)»

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασιλική Χαραλάμπους
Βασιλική Χαραλάμπους
Είναι επί πτυχίω φοιτήτρια της Νομικής Σχολής Αθηνών. Θα ήθελε να ασχοληθεί με τη μάχιμη δικηγορία και βρίσκει ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τον τομέα του ποινικού δικαίου. Στον ελεύθερό της χρόνο της αρέσει πολύ να διαβάζει βιβλία Ψυχολογίας και Φιλοσοφίας, ενώ έχει και μια ιδιαίτερη αδυναμία στον Φρόυντ και τον Ντοστογιέφσκι. Μιλάει αγγλικά, γερμανικά και λίγα ισπανικά.