27.9 C
Athens
Τετάρτη, 30 Ιουλίου, 2025
ΑρχικήΙστορίαΗ πολιτική κατευνασμού και η Κρίση του Μονάχου (1938): Η Ευρώπη στο...

Η πολιτική κατευνασμού και η Κρίση του Μονάχου (1938): Η Ευρώπη στο χείλος του γκρεμού (Μέρος Α΄)


Του Γιώργου Κωνσταντινίδη,

Το ζήτημα των μειονοτήτων

Το μεταπολεμικό διεθνές σκηνικό μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε σημαντικές διαφορές με εκείνο του 1945 ως προς τη δημογραφική κατάταξη της Ευρώπης. Ειδικότερα, με τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου και την υπογραφή των συνθήκων ειρήνης στο συνέδριο των Παρισίων το 1919, οι μεγάλες πολυεθνικές αυτοκρατορίες της Κεντρικής Ευρώπης, όπως η Αυστρο-ουγγρική και η Γερμανική Αυτοκρατορία, διαλυθήκαν, δημιουργώντας έτσι νέα εθνικά κράτη, σύμφωνα με την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών. Μολαταύτα, η εφαρμογή της αυτοδιάθεσης αυτής ήταν επιλεκτική, καθώς πολλές εθνοτικές ομάδες, όπως οι Γερμανοί του Νταντσίχ και οι Σουδήτες της Τσεχοσλοβακίας (περίπου 3.000.000 Γερμανοί Σουδήτες που εντοπίζονταν στη πεταλοειδούς σχήματος περιοχή που συνόρευε με τη Γερμανία της Βαϊμάρης), δεν μετακινήθηκαν και αποτέλεσαν κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου (1919 – 1939), εθνικές μειονότητες που λειτουργούσαν ως ένας «Δούρειος ίππος», που έμελλε να εκμεταλλευτούν αναθεωρητικά κράτη, όπως η Γερμανία του Χίτλερ.

Η πολιτική του κατευνασμού (appeasement)

Ήδη από το Μάρτιο του 1935, η Ναζιστική Γερμανία είχε ξεκινήσει τη σταδιακή αναθεώρηση της μονομερούς συνθήκης των Βερσαλλιών. Τον Μάρτιο 1935, ανακοινώθηκε η ίδρυση πολεμικής αεροπορίας (Luftwaffe) και η επαναφορά της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας στη Γερμανία, γεγονός το οποίο οδήγησε τη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ιταλία να συγκροτήσουν τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου το «Μέτωπο της Στρέζας. Η «αντιγερμανική συμμαχία» αυτή όμως, αποδείχθηκε βραχύχρονη, καθώς κατέρρευσε με το ξέσπασμα της ιταλικής εισβολής στην Αιθιοπία τον Οκτώβριο του 1935 και με τη συγκρότηση του λεγομένου «Άξονα Ρώμης – Βερολίνου». Πού εδράζεται όμως η πολιτική του κατευνασμού;

Πρωτοσέλιδο που αναγγέλλει τη Συμφωνία του Μονάχου. Πηγή Εικόνας: kathimerini.gr

Λόγω της μνήμης της Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι καταστροφές ήταν ακόμα νωπές, οπότε και η βρετανική αλλά και η γαλλική κοινή γνώμη ήταν αντίθετη προς το ξέσπασμα ενός νέου μεγάλου ευρωπαϊκού πολέμου. Επιπλέον, ειδικά οι Βρετανοί, θεωρούσαν πως οι γερμανικές διεκδικήσεις ήταν αφενός περιορισμένες και αφετέρου δικαιολογημένες. Πιο συγκεκριμένα, υπήρχε η πεποίθηση εντός των κύκλων των πολιτικών ιθυνόντων της Βρετανίας, πως αν μπορούσαν να αρθούν οι «αδικίες» που ταλάνιζαν τη Γερμανία με τη «σκληρή» συνθήκη των Βερσαλλιών και να γίνουν ορισμένες παραχωρήσεις στον Χίτλερ για να «κατευναστεί», τότε θα μπορούσε να αποφευχθεί.

Εξάλλου, για πολλούς απολογητές της πολιτικής αυτής, όπως ο πολιτικός Νέβιλ Τσάμπερλεϊν, ή ιστορικοί και πολιτικοί αναλυτές όπως ο A.J.P. Taylor ή ο Paul Kennedy (που θεώρησαν τον Τσάμπερλεϊν ως πολιτικό ρεαλιστή), οι φιλοδοξίες του Χίτλερ ήταν περιορισμένες σε γερμανικούς πληθυσμούς και δεν φιλοδοξούσε σε μια γενικότερη ηγεμονία επί της ηπείρου – ειδικά με επιθετικά μέσα. Βέβαια, η πολιτική αυτή, όσο ρεαλιστική και αν ήταν, οδήγησε στο να γίνει ολοένα και πιο απαιτητικός και φιλόδοξος ο Χίτλερ, όπως αποκαλύφθηκε το 1939 λίγους μήνες μετά την Συνδιάσκεψη του Μονάχου. Η γενικότερη αντίληψη για τη πολιτική αυτή, είναι που επιτάχυνε ραγδαία την πορεία της Ευρώπης προς άλλον έναν ολοκληρωτικό πόλεμο, σύμφωνα και με ιστορικούς όπως ο Philip Bell και ο Ian Khersow.

Η κατάρρευση του συστήματος των Βερσαλλιών

Στη πράξη η πολιτική αυτή εντοπίζεται, με την υπογραφή του γερμανο-βρετανικού ναυτικού συμφώνου τον Ιούνιο του 1935 (Naval Pact) – κατάφωρη παραβίαση της Συνθήκης των Βερσαλλιών που διασφάλιζε τον αφοπλισμό της – με το οποίο, επιτρεπόταν η Γερμανία να αποκτήσει ναυτικό και καθοριζόταν η χωρητικότητα σε αναλογία 36 προς 100 για τη Γερμανία και τη Βρετανία αντίστοιχα. Η Γαλλία επίσης, παρά το γεγονός ότι έως το 1935 ήταν πολιτικά διχασμένη και διαταρασσόταν από εσωτερικές συγκρούσεις (ως προς τη στάση που θα έχει η χώρα απέναντι στη Γερμανία, την Ιταλία και την ΕΣΣΔ), ήταν ουσιαστικά «δεμένη στο βρετανικό άρμα», καθώς θεωρούσαν πως η συμμαχία τους με τους Βρετανούς ήταν ζωτικής σημασίας, εξαιτίας όσων είχαν προηγηθεί και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Τον Μάρτιο του 1936 (σε παραλληλία με την Αιθιοπική κρίση), ο Χίτλερ προχώρησε στην επαναστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας, με ξανά την ανοχή των Αγγλογάλλων. Πιο συγκεκριμένα, ο βρετανικός Τύπος θεωρούσε πως οι Γερμανοί είχαν απλά δράσει στη «πίσω αυλή τους». Αξιοσημείωτο είναι επίσης, πως και οι Γάλλοι και οι Βρετανοί, ήξεραν πως αν η Γερμάνια επιθυμούσε να επανεξοπλιστεί, μπορούσε να το κάνει. Επίσης, λόγω της γερμανικής προπαγάνδας, οι δυτικές δημοκρατίες αισθάνονταν πλήρη φόβο μπροστά στον γερμανικό μιλιταρισμό, ο οποίος πίστευαν ότι υπερτερούσε κατά πολύ σε σύγκριση με τις δικές τους δυνάμεις. Με τη κατάληψη της Ρηνανίας, η τελευταία εγγύηση του καθεστώτος των Βερσαλλιών κατέρρευσε, καθώς η Γερμανία ξεκίνησε τη κατασκευή της γραμμής Ζίγκφριντ στα σύνορα της με τη Γαλλία, γεγονός που θα της παρείχε μια «κάλυψη» μελλοντικά, όταν θα έστρεφε τις βλέψεις της στη Τσεχοσλοβακία και την Πολωνία.

Επιπρόσθετα, η ένωση της Αυστρίας με τη Γερμανία (Anschluss) απαγορευόταν ρητά, σύμφωνα με τους περιορισμούς που είχαν τεθεί από το status quo του 1919, αλλά ούτε η Βρετανία, ούτε η Γαλλία, δεν αποπειράθηκαν να αποτρέψουν τη Γερμανία, από το να αναγκάσει τον Καγκελάριο της Αυστρίας Σούσνιγκ σε παραίτηση, στις 12 Μαρτίου το 1938 και να προσαρτήσει την Αυστρία – η οποία παραδόθηκε αμαχητί. Η Βρετανική πολιτική, λειτουργώντας με πολιτικό ρεαλισμό, στάθηκε κυρίως στο γεγονός ότι η Αυστρία ήταν ένα κράτος εθνικά συγγενικό με τη Γερμανία, επομένως ο Χίτλερ θεωρούνταν ως άλλος ένας «εθνικιστής» που στόχευε στην «απελευθέρωση των ομοεθνών του». Η πολιτική των μεγάλων αποικιοκρατικών δυνάμεων έμελλε να μετατοπιστεί πλήρως μετά τη κρίση της Τσεχοσλοβακίας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Taylor, A. J. P. (1961), The Origins of the Second World War, Λονδίνο: εκδ. Hamish Hamilton
  • Bell P.M.H. (2002), Τα αίτια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, Αθήνα: εκδ. Πατάκη
  • Clark Christopher (2014), Οι υπνοβάτες: Πώς η Ευρώπη πήγε στον πόλεμο το 1914, Αθήνα: εκδ. Αλεξάνδρεια
  • Khersaw Ian (2016), Στην Κόλαση των Δυο Πολέμων, Ευρώπη 1914 – 1949, Αθήνα: εκδ. Αλεξάνδρεια

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώργος Κωνσταντινίδης
Γιώργος Κωνσταντινίδης
Προπτυχιακός φοιτητής Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα ακαδημαϊκά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στη Νεότερη και Σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ιστορία, με έμφαση στις οικονομικές, κοινωνικές και ιδεολογικές εξελίξεις από τον 19ο αιώνα έως σήμερα. Επιδιώκει τη διεπιστημονική προσέγγιση της ιστορικής μελέτης, με σκοπό την καλύτερη κατανόηση των μηχανισμών που διαμορφώνουν τον σύγχρονο κόσμο.