Της Μαρίας Σιούτα,
Η ποινική διαδικασία, σε όλα της τα στάδια, από την κίνηση της ποινικής δίωξης μέχρι την παραπομπή στο ακροατήριο και την αμετάκλητη δικαστική απόφαση, διέπεται καθ’ ολοκληρίαν από τη θεμελιώδη αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας. Στον αντίποδα της ουσιαστικής αλήθειας βρίσκεται η τυπική αλήθεια, στην εξεύρεση της οποίας αποσκοπεί η πολιτική διαδικασία, όπου επαφίεται αποκλειστικά στην ευθύνη των διαδίκων να προσκομίσουν τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία προς επίρρωσιν των ισχυρισμών τους, ενώ ο δικαστής συνεκτιμά και αποφασίζει με βάση αποκλειστικά τα στοιχεία αυτά. Στην ποινική, αντιθέτως, δικονομία, η αποδεικτική διαδικασία κι η συγκέντρωση των αποδείξεων διενεργείται αυτεπαγγέλτως από τους δικαστές και τους εισαγγελείς, κι ο ποινικός δικαστής σχηματίζει τη δικανική του κρίση αυτόνομα και αδέσμευτα, αναζητώντας και διερευνώντας όλα τα πιθανά αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς να περιορίζεται μόνο σε αυτά που προσκομίζονται από τους διαδίκους.
Ταυτόχρονα, η αποδεικτική διαδικασία στην ποινική δίκη πραγματοποιείται υπό το πρίσμα της αρχής της ηθικής απόδειξης, όπως προκύπτει κι από το άρθρο 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Aυτό σημαίνει ότι ο δικαστής δε δεσμεύεται από νομικούς κανόνες κι επιταγές στην εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά σταθμίζει κι αξιολογεί τα αποδεικτικά στοιχεία ελεύθερα, σύμφωνα με τη δική του συνείδηση και πεποίθηση. Τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα απαριθμούνται ενδεικτικά στο άρθρο 178 ΚΠΔ με ένα από αυτά να είναι και η ομολογία του κατηγορουμένου. Συγκεκριμένα, η ομολογία συμπεριλαμβάνεται στα προσωπικά αποδεικτικά μέσα, βασίζεται δηλαδή στην ανθρώπινη αντίληψη, μνήμη ή κρίση, ενώ δε ρυθμίζεται ρητά με κάποια συγκεκριμένη διάταξη στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Ως ομολογία του κατηγορουμένου δύναται να οριστεί «η αποδοχή, εκ μέρους του κατηγορουμένου, πραγματικών περιστατικών, τα οποία είτε συγκροτούν είτε συνδέονται με την αξιόποινη πράξη, και θεμελιώνουν την ενοχή του». Αποδέχεται, με άλλα λόγια, την ύπαρξη γεγονότων επιβαρυντικών για αυτόν και σχετιζόμενων με την κατηγορία σε βάρος του και τη φερόμενη αξιόποινη πράξη. Στην ελληνική έννομη τάξη, ωστόσο, η παραδοχή αυτή από τον κατηγορούμενο της ενοχής του, εν όλω ή εν μέρει, δεν επαρκεί για να στοιχειοθετήσει την ποινική του καταδίκη και να άρει το τεκμήριο της αθωότητάς του. Συνιστά απόδειξη ατελή, δυνάμενη να οδηγήσει σε απλή πιθανολόγηση της τέλεσης μίας αξιόποινης πράξης από τον κατηγορούμενο, κι όχι σε πλήρη και αδιαμφισβήτητη απόδειξη της ενοχής του.
Η ομολογία περιλαμβάνεται κατεξοχήν στην απολογία του κατηγορουμένου, είτε στο στάδιο της προδικασίας είτε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. Αξιοσημείωτο είναι ότι, κατά την απολογία του, ή κατά την παροχή εξηγήσεων, όσο βρίσκεται στο στάδιο της προανάκρισης κι είναι ακόμη ύποπτος, ο κατηγορούμενος σε ουδεμία περίπτωση δεν υποχρεούται να δώσει όρκο ή να πει την αλήθεια, όπως ισχύει για τους μάρτυρες, σύμφωνα με τα άρθρα 219, 220 και 224 παράγραφος 1 ΚΠΔ. Αντιθέτως, ο κατηγορούμενος προστατεύεται από το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης του άρθρου 104 ΚΠΔ—με άλλα λόγια, ο κατηγορούμενος όχι απλά δικαιούται να σιωπήσει, αλλά ακόμα και να αποκρύψει την αλήθεια ή να παραθέσει ψευδή στοιχεία κατά την απολογία του. Εφόσον λοιπόν ο κατηγορούμενος έχει ακριβώς αυτό το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης, γιατί η αποδοχή από αυτόν της ενοχής του μέσω της ομολογίας δε συνιστά πλήρη απόδειξη κι αμάχητο τεκμήριο της ποινικής του καταδίκης για το δικαστή;
Η ομολογία δε συνιστά πλήρη απόδειξη αλλά συνεκτιμάται μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, υπό το πρίσμα και της προαναφερθείσας αρχής της ηθικής απόδειξης και της ελεύθερης κι απεριόριστης αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων από τον ποινικό δικαστή. Κι αυτό γιατί ακριβώς η ομολογία, ούσα ένα προσωπικό αποδεικτικό στοιχείο, δύναται να επηρεαστεί από ποικίλους παράγοντες, τόσο εσωτερικούς όσο κι εξωτερικούς. Ο κατηγορούμενος, αρχικά, δύναται να προβεί σε εθελούσια ψευδή και παραπλανητική ομολογία, αποκλειστικά λόγω της ενδιάθετης ψυχικής του κατάστασης και χωρίς επιρροή από κάποιον εξωτερικό παράγοντα. Αυτή η ψευδής ομολογία τελείται αφενός συνειδητά από τον κατηγορούμενο, ως πρόσχημα, για τη συγκάλυψη πιθανόν κάποιας βαρύτερης αξιόποινης πράξης τελεσθείσας από τον ίδιο ή για την προστασία κάποιου άλλου δράστη. Αφετέρου, καταλυτικό ρόλο διαδραματίζει και η ψυχολογία του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι πολλοί παράγοντες όπως άγχος, φόβος, αφέλεια, ντροπή, κούραση, μέχρι και ψυχικές διαταραχές ή παθολογικές καταστάσεις διαταράσσουν τον κατηγορούμενο κι επιδρούν στην αυθόρμητη και αληθή ομολογία του, οδηγώντας τον ακόμα και σε παραδοχή της ενοχής του ενώ είναι αθώος.
Εξωτερικοί παράγοντες, ικανοί να οδηγήσουν τον κατηγορούμενο σε ψευδή ομολογία, συνιστούν κοινωνικές συνθήκες όπως το νεαρό της ηλικίας, η έλλειψη εκπαίδευσης κι η κοινωνική ευαλωτότητα. Παράλληλα, καθοριστική επιρροή στην ομολογία του κατηγορουμένου αποτελεί και η διαδικασία της ανάκρισης, με διάφορες ανακριτικές τεχνικές όπως χρήση επιθετικών ή παραπλανητικών μεθόδων, παρουσίαση παραποιημένων ή ψευδών αποδεικτικών στοιχείων και άσκηση ψυχολογικής πίεσης και φόβου στον κατηγορούμενο. Ωστόσο, αξίζει να αναφερθεί ότι στην ελληνική έννομη τάξη, όπου η ανακριτική διαδικασία υπόκειται σε αυστηρό νομικό πλαίσιο και περιορισμούς, η απόσπαση ψευδούς ομολογίας από τον κατηγορούμενο με τεχνικές όπως ψυχολογικό εξαναγκασμό, απειλή ή βία συνιστούν παράνομα αποδεικτικά μέσα και συμπεριλαμβάνονται στις συνταγματικά κατοχυρωμένες αποδεικτικές απαγορεύσεις του άρθρου 177 παράγραφος 2 ΚΠΔ, σε συνάρτηση με το 19 παράγραφος 3 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Συνοψίζοντας, η ομολογία του κατηγορουμένου, παρότι συνιστά καίριο και ισχυρό αποδεικτικό μέσο, δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη ενοχής του, η οποία απαιτείται για τη αμετάκλητη δικαστική του καταδίκη. Φαινόμενα ψευδούς ομολογίας είναι αρκετά διαδεδομένα, ενώ σύνθετες και πολυδιάστατες είναι και οι παράμετροι τα προκαλούν. Γι’ αυτό άλλωστε, είναι υψίστης σημασίας και η θεμελιώδης αρχή της ηθικής απόδειξης, ώστε ο ποινικός δικαστής να λαμβάνει υπόψιν ελεύθερα κι αδέσμευτα όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και να τα σταθμίζει καταλλήλως για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης (2024), Ποινική Δικονομία, 11η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα
- Το φαινόμενο των ψευδών ομολογιών, maxmag.gr, διαθέσιμο εδώ
- Ψευδείς ομολογίες: όχι τόσο σπάνιες όσο νομίζουμε, crimetimes.gr, διαθέσιμο εδώ
- Εισήγηση στο Επιμορφωτικό Πρόγραμμα της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών με θέμα “Ψυχιατροδικαστική- Δικαστική Ψυχολογία”, διαθέσιμο εδώ
- Απόφαση Αρείου Πάγου 1333 / 2023, διαθέσιμο εδώ