Του Ραφαήλ Ιωαννίδη,
Στα χρόνια προ της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 σημειώθηκαν, κατά καιρούς, διάφορες απελευθερωτικές προσπάθειες, οι οποίες ωστόσο πάντοτε κατέληγαν στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή σε αποτυχία. Ακόμη κι έτσι, όμως, δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι Έλληνες οι οποίοι στην ελπίδα και μόνο της απελευθέρωσης από τον Οθωμανικό ζυγό έσπευδαν να συνδράμουν, όπως μπορούσε ο καθένας. Ένα τέτοιο πρόσωπο υπήρξε και ο Λάμπρος Κατσώνης, κουρσάρος αρχικά και πειρατής αργότερα, ο οποίος αγωνίστηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, με σκοπό την απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων από τον οθωμανικό ζυγό, έχοντας μάλιστα και την υποστήριξη της αυτοκράτειρας της Ρωσίας, Μεγάλης Αικατερίνης.
Τα πρώτα χρόνια και τα «Ορλωφικά»
Ο Κατσώνης γεννήθηκε στη Λιβαδειά της Βοιωτίας το 1752. Ο πατέρας του, Δημήτριος Κατσώνης, ήταν ένας από τους προύχοντες και τους πλέον ευκατάστατους κατοίκους της πόλης. Επίσης, φαίνεται πως είχε μυηθεί στην επανάσταση που προετοίμαζαν οι αδελφοί Ορλώφ (Γρηγόριος, Αλέξιος και Θεόδωρος). Κάποια στιγμή, όμως, πριν ακόμη εκδηλωθεί αυτή η επανάσταση, φαίνεται πως πατέρας και γιος υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη Λιβαδειά, επειδή ο Λάμπρος είχε τραυματίσει σοβαρά κάποιον Τούρκο. Έτσι, κατέφυγαν αρχικά στην Αταλάντη και από εκεί με πλοίο μετέβησαν στην Ύδρα, όπου και παρέμειναν μέχρι που πληροφορήθηκαν ότι ο Τούρκος είχε υποκύψει τελικά στα τραύματα του. Τότε, αναχώρησαν με πλοίο για τη Ζάκυνθο, όπου και εγκαταστάθηκαν. Εκεί, μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα, ο Δημήτριος Κατσώνης πέθανε και ο Λάμπρος υποχρεώθηκε να αναζητήσει εργασία κοντά σε κάποιον τεχνίτη, προκειμένου να εξασφαλίζει τα απαραίτητα για τη διαβίωση του.
Ωστόσο, όταν οι αδελφοί Ορλώφ πήγαν στην Ιταλία το 1770, ώστε να προετοιμάσουν από εκεί την επανάσταση, ο ίδιος, που τότε ήταν μόλις 17 ετών, μετέβη εσπευσμένα στο Λιβόρνο, όπου και κατατάχθηκε ως εθελοντής στον ρωσικό στόλο. Το ίδιο έτος η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, είδηση που έγινε δεκτή με μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό από τους Έλληνες, οι οποίοι είχαν πιστέψει ότι πλέον είχε έρθει το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας στην Ευρώπη. Ο ίδιος ο Κατσώνης διακρίθηκε κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1770 (τα λεγόμενα «Ορλωφικά»), λαμβάνοντας μέρος σε δύο σημαντικά γεγονότα αυτής, την πολιορκία της Κορώνης και τη ναυμαχία του Τσεσμέ. Μάλιστα, για την προσφορά του έλαβε και τον βαθμό του υπαξιωματικού. Τελικά, όμως, η επανάσταση, που γρήγορα είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, καταπνίγηκε και οι αδελφοί Ορλώφ αναγκάστηκαν να εκκενώσουν την Πελοπόννησο (από όπου είχε ξεκινήσει η επανάσταση) και να αποχωρήσουν. Σύντομα, όλες οι επαναστατικές εστίες στον ελλαδικό χώρο έσβησαν, η μία μετά την άλλη.

Το 1774 υπογράφτηκε, μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η περίφημη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, με την οποία εξασφαλιζόταν η προστασία της χριστιανικής θρησκείας εντός του οθωμανικού κράτους, ενώ παραχωρούνταν στους Έλληνες και προνόμια ελεύθερης ναυσιπλοΐας (με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι τα πλοία τους θα έφεραν τη ρωσική σημαία). Μετά την υπογραφή της συνθήκης αυτής, ο ρωσικός στόλος υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τα νησιά του Αιγαίου, όπου βρισκόταν ήδη από το 1770. Έτσι, ο Κατσώνης και 3.000 ακόμη Έλληνες έφυγαν και εγκαταστάθηκαν σε μία κωμόπολη της Κριμαίας, το Γεντί Κουλέ. Οι ικανότητες του, πάντως, είχαν ως αποτέλεσμα να χαίρει της εκτίμησης και της εμπιστοσύνης των ανωτέρων του, όπως επίσης και της ίδιας της αυτοκράτειρας της Ρωσίας, Αικατερίνης Β΄ (γνωστής και ως Μεγάλης Αικατερίνης), η οποία και έφτασε να τον προβιβάσει στον βαθμό του λοχαγού.
Η άνοδος και η πτώση
Βεβαίως, η Μεγάλη Αικατερίνη (1762-1796) ανέμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να κηρύξει εκ νέου τον πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στόχος της, όπως διακήρυττε, ήταν η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, η ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και η απελευθέρωση των Ελλήνων από τον οθωμανικό ζυγό. Έτσι, όταν τελικά κηρύχθηκε νέος πόλεμος μεταξύ των δύο κρατών (1787-1792), η συνεισφορά του Κατσώνη, ως κουρσάρου στην υπηρεσία της Ρωσίας, υπήρξε ιδιαίτερα μεγάλη στην προσπάθεια υλοποίησης των φιλόδοξων αυτών σχεδίων.
Πιο συγκεκριμένα, την εποχή που ξέσπασε ο νέος αυτός ρωσο-οθωμανικός πόλεμος ο Κατσώνης ήταν κυβερνήτης του «Πρεζεντίου», ενός εμπορικού πλοίου εξοπλισμένου με 18 κανόνια και με πλήρωμα, αποτελούμενο από 98 Έλληνες. Την ίδια εποχή, ο ηγεμόνας της Κριμαίας, πρίγκιπας Ποτέμκιν, στην προσπάθεια του να συγκροτήσει έναν αξιόμαχο στόλο, προχώρησε στην απόσπαση αξιωματικών του στρατού ξηράς, που διέθεταν όμως εμπειρία από το ναυτικό. Μεταξύ εκείνων που αποσπάστηκαν ήταν και ο Κατσώνης.

Κατά τα τέλη Νοεμβρίου του 1787 οι εχθροπραξίες διακόπηκαν, λόγω του χειμώνα, και ο ρωσικός στόλος έπλευσε στη Χερσώνα για να διαχειμάσει. Ο Κατσώνης, γνωρίζοντας ότι ένας εκ των βασικών στόχων αυτού του πολέμου ήταν η απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων, θεώρησε ότι ήταν αχρείαστη η περαιτέρω παραμονή του στη Ρωσία και αποφάσισε να μεταβεί στον ελλαδικό χώρο και να συνεχίσει εκεί τον αγώνα του. Έτσι, ζήτησε και έλαβε από τον αρχιστράτηγο του ρωσικού στόλου, πρίγκιπα Ποτέμκιν, ειδική άδεια συγκρότησης καταδρομικού στόλου και στη συνέχεια αναχώρησε, μαζί και με άλλους Έλληνες, διά ξηράς για την Τεργέστη, που βρισκόταν σε νευραλγική θέση για τον εφοδιασμό και τον ανεφοδιασμό του στόλου του. Εκεί γνώρισε αποθεωτική υποδοχή από την ελληνική παροικία, η οποία συγκέντρωσε και κατέβαλλε στον ίδιο μεγάλα χρηματικά ποσά.
Ο Κατσώνης βέβαια βιαζόταν, διότι γνώριζε ότι η τύχη των υπόδουλων συμπατριωτών του εξαρτώνταν από την έκβαση αυτού του πολέμου. Σύντομα, οι εχθροπραξίες θα άρχιζαν και πάλι στον Εύξεινο και ο πόλεμος ίσως να κρινόταν από την εκεί ρωσο-οθωμανική σύγκρουση. Έτσι, έπρεπε άμεσα να συγκροτήσει ισχυρό στόλο, ώστε να αποκλείσει τα οθωμανικά παράλια και να εξαναγκάσει την Υψηλή Πύλη να στείλει εναντίον του ισχυρή ναυτική δύναμη. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι οθωμανικές ναυτικές δυνάμεις θα διαχωρίζονταν προς το συμφέρον του ρωσικού στόλου στον Εύξεινο. Ωστόσο, ο Κατσώνης δεν διέθετε πολλά πλοία, ούτε αρκετά χρήματα. Υπολόγιζε, όμως, ότι αιχμαλωτίζοντας τα οθωμανικά πλοία που θα συναντούσε θα μπορούσε να σχηματίσει έναν ισχυρό στόλο και να επιτύχει τον στόχο του.
Στις 27 Μαΐου 1788, λοιπόν, αναχώρησε από τη Ζάκυνθο όπου πλέον βρισκόταν, με κατεύθυνση προς το Αιγαίο. Στη διαδρομή του συνάντησε οθωμανικά πλοία, τα οποία αιχμαλώτισε, ενδυναμώνοντας τον στόλο του, ο οποίος τον Ιούνιο του ίδιου έτους πλέον αποτελούνταν από 10 καράβια. Την ίδια περίοδο έφτασε στο Καστελόριζο. Εκεί υπήρχε οθωμανικό φρούριο, εναντίον του οποίου εξαπολύθηκε επίθεση και μετά από δύο ημέρες πολιορκίας οι Οθωμανοί υποχρεώθηκαν σε παράδοση. Ο Κατσώνης, αφού το λεηλάτησε παίρνοντας όσα εφόδια βρήκε, κατεδάφισε το φρούριο και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς την Κύπρο και τη Συρία. Μάλιστα, ο στόλος του έφτασε μέχρι την Αίγυπτο, βυθίζοντας ή αιχμαλωτίζοντας κάθε οθωμανικό πλοίο που συναντούσε στον δρόμο του, με αποτέλεσμα να κυριαρχήσει στο Λιβυκό πέλαγος και να εξαπλώσει τον φόβο και τον τρόμο στους Οθωμανούς. Πλέον, είχε φτάσει να αριθμεί 16 πλοία, συνιστώντας οπωσδήποτε μία αξιόμαχη ναυτική δύναμη.

Στις 20 Αυγούστου 1788 ο στόλος του Κατσώνη συνάντησε τον οθωμανικό, ανατολικά της Καρπάθου, αποφασισμένος να τον αντιμετωπίσει, παρά το γεγονός ότι εκείνος υπερτερούσε αριθμητικά. Ο Κατσώνης, ευφυής καθώς ήταν, παρέσυρε τους Οθωμανούς στο στενό μεταξύ Καρπάθου και Σαρίας, όπου τα δικά του πλοία μπορούσαν να κινηθούν ευκολότερα σε σύγκριση με τα ογκώδη οθωμανικά, με συνέπεια οι επιδέξιοι Έλληνες ναυτικοί να καταφέρουν σοβαρά πλήγματα στους εχθρούς τους και να τους εξαναγκάσουν τελικά να εγκαταλείψουν τη ναυμαχία.
Μετά τη μεγάλη του αυτή νίκη, ο Κατσώνης έπλευσε με τη ναυαρχίδα του στόλου του στη Ζάκυνθο, όπου είχαν συγκεντρωθεί και τα υπόλοιπα πλοία του, και αφού έκανε τις αναγκαίες επισκευές, αναχώρησε για την Τεργέστη. Η μεγαλειώδης νίκη που είχε επιτύχει προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, την έκπληξη και τον θαυμασμό των Ευρωπαίων. Στη Ρωσία, η Μεγάλη Αικατερίνη συγκάλεσε το Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο, το οποίο και ομόφωνα αποφάσισε τον προβιβασμό του στον βαθμό του υποχιλιάρχου, ενώ ο στόλος του αποφασίστηκε να θεωρείται πλέον επισήμως τμήμα του στόλου της Ρωσίας.
Ακολούθησαν και άλλες επιτυχίες, όμως ο πόλεμος δεν εξελίχθηκε όπως αρχικά αναμενόταν κι έτσι, κάτω και από διεθνείς πιέσεις, η Ρωσία τελικά υπέγραψε, στις 12 Ιανουαρίου 1792 στο Ιάσιο, συνθήκη ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μετά την υπογραφή της συνθήκης του Ιασίου, Ρώσοι απεσταλμένοι διεμήνυσαν στον Κατσώνη να αποσυρθεί στην Τεργέστη και να παροπλίσει τον στόλο του, εκείνος όμως αρνήθηκε να υπακούσει. Το γεγονός ότι πλέον ο Κατσώνης θα συνέχιζε τον αγώνα του, χωρίς να βρίσκεται στην υπηρεσία της Μεγάλης Αικατερίνης, σήμαινε πως αυτόματα μετατρεπόταν από κουρσάρος σε πειρατή.

Κατόπιν αυτών των εξελίξεων, η Υψηλή Πύλη διέταξε τον ναύαρχο Χουσεΐν να κινηθεί το ταχύτερο δυνατό εναντίον του Κατσώνη και των υποστηρικτών του. Ο Κατσώνης και οι άνδρες του, που βρίσκονταν στο Πόρτο-Κάγιο της Μάνης, ήταν προετοιμασμένοι και ανέμεναν τον ερχομό του οθωμανικού στόλου. Επί τρεις ημέρες, μάλιστα, ο στόλος του Έλληνα ναυμάχου αντιστάθηκε σθεναρά στις κατά πολύ υπέρτερες αντίπαλες δυνάμεις, μέχρι που υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει.
Ο ίδιος ο Κατσώνης διέφυγε τη σύλληψη, καταφεύγοντας στα Κύθηρα αρχικά, έπειτα στην Ιθάκη και στη συνέχεια στα περίχωρα της Πάργας. Τελικά, το 1794, μαζί με την οικογένεια του και μερικούς συντρόφους του αναχώρησε, μέσω Τεργέστης, για τη Ρωσία, όπου έφτασε τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Η Μεγάλη Αικατερίνη αρνήθηκε να τον δεχτεί, θεωρώντας τον αποστάτη. Ωστόσο, ο διάδοχος της, Παύλος Α΄ εκτίμησε τις υπηρεσίες που αυτός είχε παράσχει στη Ρωσία και του χορήγησε αποζημίωση 470.000 ρούβλια, μεγάλο μέρος των οποίων ο Κατσώνης παραχώρησε στους συντρόφους του, ενώ του απένειμε και τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη, προχωρώντας έτσι στην αποκατάσταση του. Αργότερα, μετέβη με την οικογένειά του στο Καράσοϊ της Κριμαίας, όπου και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Πέθανε το 1804 σε ηλικία 52 ετών, βαθιά απογοητευμένος για τη ματαίωση των αγώνων του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ηλίας Π. Γεωργίου (1971), Ο θαλασσομάχος Λάμπρος Κατσώνης, εκδ. Ιδιωτική Έκδοση
- Παναγιώτης Ν. Στάμου (2011), Ο Αξιωματικός Λάμπρος Κατσώνης και ο Ρωσικός Στολίσκος στη Μεσόγειο, εκδ. Παπασωτηρίου
- Τζελίνα Χαρλαύτη (2013), «Η αρπαγή και οι κίνδυνοι στη θάλασσα: Πόλεμοι, κούρσος και πειρατεία στη Μεσόγειο του 18ου αιώνα», Ναυτιλία των Ελλήνων, 1700-1821: ο αιώνας της ακμής πριν από την Επανάσταση, εκδ. Κέδρος