30.2 C
Athens
Πέμπτη, 24 Ιουλίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΜια συνοπτική προσέγγιση στην προσφυγή ακυρώσεως στο δίκαιο της ΕΕ

Μια συνοπτική προσέγγιση στην προσφυγή ακυρώσεως στο δίκαιο της ΕΕ


Της Ξένης Φλώρου

Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής ένωσης, τα θεσμικά της όργανα διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση και εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Ωστόσο, όπως σε κάθε οργανωμένο νομικό σύστημα, έτσι και στο πλαίσιο της Ένωσης, δεν αποκλείεται να υπάρξουν περιπτώσεις όπου τα όργανα αυτά ενεργούν πέρα από τα όρια των αρμοδιοτήτων τους ή κατά παράβαση των κανόνων που τις διέπουν. Για την αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων, το ενωσιακό δίκαιο προβλέπει μηχανισμούς ελέγχου που στόχο έχουν να διασφαλίσουν τον σεβασμό της νομιμότητας, την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών και την ορθή λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών.

Ένας από τους σημαντικότερους τρόπους αντιμετώπισης τέτοιων παραβάσεων είναι η προσφυγή ακυρώσεως, η οποία ασκείται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σκοπός της προσφυγής αυτής είναι να διαπιστωθεί ότι μια ενωσιακή πράξη είναι παράνομη και ως εκ τούτου, στερείται κύρους. Η απόφαση που εκδίδεται δεν έχει την έννοια της επιβολής μέτρων ή εντολών προς τα θεσμικά όργανα, αλλά είναι αναγνωριστικού χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει ότι το ίδιο το όργανο, του οποίου η πράξη κηρύχθηκε άκυρη, οφείλει να λάβει, με δική του πρωτοβουλία, τα απαραίτητα μέτρα ώστε να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η συμμόρφωση αυτή πρέπει να επέλθει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

Η άσκηση της προσφυγής ακυρώσεως πρέπει να γίνει εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση ή κοινοποίηση της πράξης που προσβάλλεται. Εάν δεν υπήρξε δημοσίευση ή κοινοποίηση, τότε η προθεσμία αρχίζει από την ημέρα που ο ενδιαφερόμενος απέκτησε γνώση της πράξης. Οι λόγοι που μπορούν να θεμελιώσουν την ακύρωση μιας ενωσιακής πράξης είναι σαφώς προσδιορισμένοι. Πρώτον, η αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την πράξη. Αυτός ο λόγος είναι τόσο ουσιώδης, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, ανεξαρτήτως αν τον επικαλείται ο προσφεύγων. Δεύτερον, η παράβαση ουσιώδους τύπου, δηλαδή η παραβίαση διαδικαστικών κανόνων που διασφαλίζουν τη νομιμότητα των πράξεων, όπως για παράδειγμα η υποχρέωση αιτιολόγησης. Η μη τήρησή τους μπορεί να επηρεάσει το περιεχόμενο της πράξης και επομένως καθιστά την πράξη ακυρωτέα. Τρίτον, η παραβίαση των Συνθηκών ή άλλων κανόνων δικαίου σχετικών με την εφαρμογή τους, που περιλαμβάνει τόσο το πρωτογενές όσο και το παράγωγο ενωσιακό δίκαιο, τις γενικές αρχές του δικαίου και ακόμη και τις διεθνείς συνθήκες που δεσμεύουν την Ένωση. Τέλος, η κατάχρηση εξουσίας, η οποία υφίσταται όταν μια πράξη έχει εκδοθεί με σκοπό διαφορετικό από τον δηλωμένο ή μέσω διαδικασίας που καταστρατηγεί τις συνταγματικές απαιτήσεις των Συνθηκών.

Πηγή εικόνας: unsplash.com / Δικαιώματα χρήσης: Tetiana SHYSHKINA

Αν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι παράνομη, την κηρύσσει άκυρη. Η ακυρότητα ισχύει αναδρομικά και θεωρείται ότι η πράξη δεν υπήρξε ποτέ στο νομικό πλαίσιο της Ένωσης. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια, για λόγους ασφάλειας δικαίου, να περιορίσει τις επιπτώσεις αυτής της ακύρωσης και να διατηρήσει ορισμένα έννομα αποτελέσματα της πράξης που έχει ήδη παραγάγει. Αυτό γίνεται για να αποφευχθούν σοβαρές ανατροπές σε καταστάσεις που έχουν διαμορφωθεί στηριζόμενες στην ακυρωθείσα πράξη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της περίπτωσης συνιστά η υπόθεση C-166/07,στην οποία το Δικαστήριο ακύρωσε έναν κανονισμό επειδή είχε εκδοθεί με λανθασμένη νομική βάση. Ο συγκεκριμένος κανονισμός αφορούσε το πλαίσιο για τη χρηματοδοτική συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς το Διεθνές Ταμείο για την Ιρλανδία. Παρ’ όλα αυτά, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ακύρωση δεν επηρέαζε τις πληρωμές που είχαν ήδη πραγματοποιηθεί και ότι τα αποτελέσματα του κανονισμού διατηρούνταν προσωρινά σε ισχύ.

Παρότι οι προσφυγές ακυρώσεως ασκούνται κυρίως από προνομιούχους διαδίκους, δηλαδή θεσμικά όργανα και κράτη μέλη, το άρθρο 263 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει και τη δυνατότητα προσφυγής από ιδιώτες. Ωστόσο, οι ιδιώτες υπόκεινται σε αυστηρές προϋποθέσεις για να νομιμοποιηθούν, γι’ αυτό και θεωρούνται μη προνομιούχοι διάδικοι. Μπορούν να προσβάλουν πράξεις που απευθύνονται απευθείας σε αυτούς, πράξεις που τους αφορούν άμεσα και ατομικά, ή κανονιστικές πράξεις που τους επηρεάζουν άμεσα χωρίς να απαιτούνται ενδιάμεσα εθνικά μέτρα για την εφαρμογή τους. Για να θεωρηθεί μια πράξη ότι επηρεάζει άμεσα έναν ιδιώτη, πρέπει να παράγει άμεσα νομικά αποτελέσματα για τη νομική του κατάσταση, χωρίς να αφήνει διακριτική ευχέρεια στις αρμόδιες αρχές κατά την εφαρμογή της.

Εκτός από τις προσφυγές κατά πράξεων, το ενωσιακό δίκαιο προβλέπει και τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής λόγω παράλειψης, όπως προβλέπει το άρθρο 265 της ΣΛΕΕ. Σε αυτή την περίπτωση, ο προσφεύγων καταγγέλλει ότι ένα θεσμικό όργανο δεν προέβη σε ενέργεια που όφειλε να πραγματοποιήσει. Και σε αυτή την περίπτωση, η απόφαση του Δικαστηρίου είναι αναγνωριστική και δεν επιτρέπει την απευθείας επιβολή εντολών προς το όργανο. Το όργανο που παρέλειψε να ενεργήσει υποχρεούται να συμμορφωθεί και να προβεί στις ενέργειες που επιβάλλει η απόφαση, όπως προβλέπεται και στο άρθρο 266 της Συνθήκης.

Συμπερασματικά, η ύπαρξη ελεγκτικών μηχανισμών απέναντι στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί εγγύηση για τη διαφύλαξη της νομιμότητας και της θεσμικής ισορροπίας. Μέσα από διαδικασίες όπως η προσφυγή ακυρώσεως ή η προσφυγή λόγω παράλειψης, ενισχύεται η εμπιστοσύνη των πολιτών και των κρατών μελών στην ενωσιακή έννομη τάξη, αποδεικνύοντας ότι κανένα όργανο δεν είναι υπεράνω του δικαίου.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Βασίλειος Χριστιανός – Ρεβέκκα Παπαδοπούλου, Εισαγωγή στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ξένη Φλώρου
Ξένη Φλώρου
Γεννήθηκε το 2002 στην Αθήνα όπου και μεγάλωσε. Σπουδάζει στη Νομική Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τον τομέα του εμπορικού και του ποινικού δικαίου. Στον ελεύθερο χρόνο της, επιλέγει να ασχολείται ενεργά με τον αθλητισμό, τη μουσική και την εξερεύνηση νέων προορισμών, μέσα από ταξιδιωτικές εμπειρίες.