Της Ραφαηλίας Γρόσιου,
Η τριτανακοπή αποτελεί ένα εξαιρετικής σημασίας ένδικο βοήθημα στο πλαίσιο της διοικητικής δίκης, το οποίο παρέχεται σε τρίτους που πλήττονται από μια ήδη εκδοθείσα απόφαση, χωρίς να είχαν λάβει μέρος στην αντίστοιχη δίκη. Το ένδικο αυτό βοήθημα ρυθμίζεται κυρίως στα άρθρα 113 έως 116 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999), και εξυπηρετεί την ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων τρίτων που υφίστανται αρνητικές συνέπειες από μία απόφαση η οποία εκδόθηκε ερήμην τους.
Η φύση της τριτανακοπής είναι καταρχάς αναγνωριστική και διορθωτική, δεδομένου ότι επιδιώκει είτε την ανατροπή της εκτελεστότητας μιας απόφασης είτε τον περιορισμό των έννομων συνεπειών της. Ο τριτανακόπτων, δηλαδή το πρόσωπο που ασκεί την τριτανακοπή, φέρει το βάρος απόδειξης ότι η απόφαση θίγει άμεσα και ουσιωδώς έννομο συμφέρον του και ότι δεν είχε δυνατότητα να συμμετάσχει στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η επίδικη απόφαση.
Σύμφωνα με το άρθρο 113 ΚΔΔ, τριτανακοπή μπορεί να ασκήσει κάθε τρίτος που δεν ήταν διάδικος στη δίκη από την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και ο οποίος ζημιώνεται από αυτήν. Η διάταξη αυτή επιβεβαιώνει την προστατευτική λειτουργία της τριτανακοπής, καθιστώντας την σημαντικό εργαλείο για την εξασφάλιση της δικονομικής δικαιοσύνης.
Ωστόσο, δεν αρκεί η γενική ή έμμεση βλάβη. Ο τριτανακόπτων πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη άμεσης και συγκεκριμένης έννομης βλάβης. Αυτό προκύπτει από τη συστηματική ερμηνεία των άρθρων 113 και 114 ΚΔΔ, όπου ορίζεται ότι η τριτανακοπή ασκείται ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου που εξέδωσε την αρχική απόφαση, εντός προθεσμίας εξήντα ημερών από τότε που ο τρίτος έλαβε πλήρη γνώση της απόφασης. Η προθεσμία αυτή είναι ανατρεπτική και η άσκηση πέραν αυτής συνεπάγεται το απαράδεκτο του ενδίκου βοηθήματος.
Η απαίτηση για άμεση γνώση της απόφασης δημιουργεί πρακτικά ζητήματα απόδειξης, καθώς πολλές φορές ο τρίτος ενδέχεται να πληροφορηθεί εμμέσως ή καθυστερημένα την ύπαρξη της απόφασης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το βάρος της απόδειξης φέρει ο ίδιος, γεγονός που καθιστά την τριτανακοπή ένα ένδικο βοήθημα με σημαντικές αποδεικτικές απαιτήσεις.

Καθοριστικής σημασίας είναι και η πρόβλεψη του άρθρου 115 ΚΔΔ, το οποίο καθορίζει τη διαδικασία της συζήτησης της τριτανακοπής. Εδώ, επισημαίνεται ότι καλούνται και οι αρχικοί διάδικοι να παραστούν, γεγονός που διασφαλίζει τις αρχές της δίκαιης δίκης και της εκατέρωθεν ακρόασης. Το δικαστήριο, εξετάζοντας την τριτανακοπή, δύναται είτε να απορρίψει την αίτηση ως αβάσιμη ή απαράδεκτη, είτε να κάνει δεκτή την τριτανακοπή και να τροποποιήσει ή να εξαφανίσει την αρχική απόφαση.
Ιδιαίτερη σημασία αποκτά η τριτανακοπή όταν η απόφαση που εκδόθηκε χωρίς την παρουσία του τρίτου έχει δεσμευτικές συνέπειες εις βάρος του. Στις περιπτώσεις αυτές, η νομοθετική πρόβλεψη της τριτανακοπής αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ισότητας και στην αποτροπή καταστάσεων δικαστικής αδικίας, που ενδέχεται να προκύψουν από την αποδοχή μίας απόφασης ερήμην ουσιωδώς ενδιαφερόμενου τρίτου.
Η τριτανακοπή δεν έχει ανασταλτικό χαρακτήρα, σύμφωνα με το άρθρο 116 ΚΔΔ, εκτός αν το διατάξει ειδικά το δικαστήριο για σπουδαίο λόγο. Η διάταξη αυτή καθιερώνει μια ισορροπία μεταξύ της ανάγκης σταθερότητας των δικαστικών αποφάσεων και της ανάγκης προστασίας των δικαιωμάτων των τρίτων.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η διάκριση μεταξύ τριτανακοπής και παρεμβάσεως. Ενώ η παρέμβαση συντελείται κατά τη διάρκεια της δίκης, η τριτανακοπή αφορά περιπτώσεις όπου η δίκη έχει ολοκληρωθεί. Επιπλέον, η παρέμβαση δεν απαιτεί την πρόκληση άμεσης βλάβης, σε αντίθεση με την τριτανακοπή. Η οριοθέτηση αυτή συμβάλλει στην κατανόηση της ειδικής φύσης και του σκοπού κάθε ενδίκου βοηθήματος.
Τέλος, η τριτανακοπή μπορεί να θεωρηθεί ως ένας κρίσιμος μηχανισμός θεσμικής ισορροπίας. Προσφέρει τη δυνατότητα αναστροφής των συνεπειών μιας διαδικασίας από την οποία ο ενδιαφερόμενος αποκλείστηκε αδίκως ή ακούσια. Σε περιβάλλοντα διοικητικής δράσης με έντονο το στοιχείο της πολυπλοκότητας και των έμμεσων επιπτώσεων, η δυνατότητα του θιγόμενου τρίτου να παρέμβει εκ των υστέρων είναι ουσιώδης για τη νομιμότητα και τη δημοκρατικότητα της διοικητικής δικαιοσύνης.
Συμπερασματικά, η τριτανακοπή στη διοικητική δίκη συνιστά έναν θεσμό με ιδιαίτερη δικονομική και ουσιαστική σημασία. Ενσωματώνει την αρχή της δικαστικής προστασίας και της δίκαιης δίκης, επιτρέποντας την παρέμβαση του θιγόμενου τρίτου στην απονομή της δικαιοσύνης. Με την ορθή εφαρμογή των άρθρων 113 έως 116 ΚΔΔ, το ένδικο αυτό βοήθημα συμβάλλει καθοριστικά στην πληρότητα του διοικητικού δικονομικού συστήματος και διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας, που αποτελεί θεμελιώδη συνταγματική επιταγή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Λαζαράτος, Π. (2023), Διοικητικό δικονομικό δίκαιο, 5η έκδοση, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη