Του Κωνσταντίνου Κατσούλα,
Στο βόρειο άκρο της Αδριατικής θάλασσας βρίσκεται η Τεργέστη, ιταλική πόλη η οποία άκμασε από τον 17ο αιώνα και έπειτα. Η πόλη αυτή, η οποία την περίοδο εκείνη τελούσε υπό την κυριαρχία των Αψβούργων της Αυστρίας, αναπτύχθηκε ιδιαίτερα χάρη στην ναυτιλία και το εμπόριο, καθώς σταδιακά απέκτησε βαρύνουσα σημασία για το εμπόριο στην κεντρική Ευρώπη. Ως εκ τούτου, ήταν φυσικό να προσελκύσει πληθώρα Ελλήνων, οι οποίοι εδραιώθηκαν στην πόλη και δημιούργησαν μια ακμάζουσα κοινότητα για τους επόμενους αιώνες.
Η απελευθέρωση της εμπορικής κίνησης στην περιοχή της Αδριατικής Θάλασσας, την οποία ενέκριναν οι Αψβούργοι το 1717, σε συνδυασμό με την συνθήκη του Πασσάροβιτς το επόμενο έτος, ευνόησαν το εμπόριο μεταξύ των Αυστριακών και των υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μεταξύ των υπηκόων αυτών ήταν την περίοδο εκείνη και οι Έλληνες, οι οποίοι συνέρρευσαν από διάφορες περιοχές της Ελλάδας στην Τεργέστη ώστε να ζήσουν και να εμπορευτούν στην ιταλική πόλη. Μάλιστα, εν έτη 1723, είχε ήδη δημιουργηθεί ένας σημαντικός πυρήνας Ελλήνων στην πόλη, όπως φαίνεται από την απόφαση του Αυτοκράτορα να διορίσει «σύμβουλο για το ελληνικό και οθωμανικό έθνος» τον Liberale di Giacomo Baseo, ο οποίος καταγόταν από το Ναύπλιο. Άξιο αναφοράς ήταν πως εκτός από Έλληνες έφτασε και πληθώρα Σέρβων στην Τεργέστη, οι οποίοι και εντάχθηκαν στην ίδια κοινότητα λόγω κοινού θρησκεύματος.
Από τους πρώτους σημαίνοντες Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ήταν οι αδελφοί Μαϊνάτη από τη Ζάκυνθο, ο Νικόλαος, ο οποίος διορίστηκε καπετάνιος το 1734, και ο Ιωάννης. Το χρονικό του (Νικολάου) Μαϊνάτη μας δίνει αρκετές πληροφορίες για την ζωή των Ελλήνων στην Τεργέστη το πρώτο μισό του 18ου αιώνα, αναφέρεται ακόμα πως το 1742 μια ομάδα εμπόρων από το Μεσολόγγι βρήκαν σιδερένια αντικείμενα και ξυλεία, προερχόμενα από την Τεργέστη, σε τιμή αρκετά χαμηλότερη της συνηθισμένης, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια έντονη εμπορική σχέση μεταξύ των δύο πόλεων. Ωστόσο, οι επόμενοι μόνιμοι κάτοικοι που αναφέρονται στο χρονικό είναι επίσης Ζακυνθινοί αλλά και κάποιοι Πελοποννήσιοι. Γνωρίζουμε λοιπόν πως το 1750 στην Τεργέστη είχαν εγκατασταθεί 33 Έλληνες, από τους οποίους οι δέκα ήταν Επτανήσιοι, τρεις από την Πελοπόννησο, ενώ υπήρχαν και ορισμένοι έμποροι από τα ανατολικά.

Το έτος εκείνο οι Έλληνες ζήτησαν πρώτη φορά από την Αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία να τους δοθεί δικαίωμα να χτίσουν ορθόδοξη εκκλησία, να μπορούν να διεξάγουν τις τελετές με δικούς τους ιερείς και να ιδρυθεί ορθόδοξη αδελφότητα στην πόλη. Οι αιτήσεις αυτές έγιναν, με κάποιες μικρές μετατροπές, δεκτές από τους Αυστριακούς, όπως φαίνεται από το διάταγμα το οποίο εκδόθηκε το 1751. Όπως ήταν φυσικό, η απόδοση τέτοιας ελευθερίας στους Ορθόδοξους οδήγησε τον Πάπα να εξοργιστεί, με αποτέλεσμα για τα επόμενα έτη οι προστριβές μεταξύ Βατικανού και Αψβούργων να αυξηθούν δραματικά. Καθώς αυξήθηκε η μετανάστευση των Ελλήνων, μεταβλήθηκαν και τα δημογραφικά τους χαρακτηριστικά. Ενώ ως το 1760 το μεγαλύτερο μέρος των μεταναστών ήταν κυρίως νέοι μέχρι 25 ετών, σταδιακά στην πόλη μετοίκησαν και μεγαλύτερης ηλικίας Έλληνες, ενώ ξεκίνησαν να μετακομίζουν και Ελληνίδες στην Τεργέστη, συνήθως μαζί με τους συζύγους τους. Το 1775 οι Έλληνες πάροικοι είχαν ανέλθει σε 245, ενώ οι γάμοι εντός της ελληνικής παροικίας ανήλθαν σε 25 την δεκαετία 1770-1780.
Λίγα έτη νωρίτερα, οι Έλληνες μαζί με τους Σέρβους, οι οποίοι ως την περίοδο εκείνη συγκροτούσαν μια κοινότητα στην πόλη, προχώρησαν στην ανέγερση της Ορθόδοξης Εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα. Ωστόσο, σύντομα ανέκυψαν έριδες μεταξύ της ελληνικής και της σερβικής κοινότητας, με αφορμή ζητήματα διαχείρισης της Εκκλησίας, όπως ήταν η γλώσσα στην οποία θα τελούνταν τα Θεία Μυστήρια. Αρχικά οι δύο εθνότητες κατόρθωσαν να φτάσουν σε έναν συμβιβασμό, ο οποίος αποτυπώθηκε στο Καταστατικό της Αδελφότητας, το οποίο συνετάχθη το 1772. Στα επόμενα έτη όμως, οι Σέρβοι με την βοήθεια των αυστριακών διοικητών της πόλης, διεκδίκησαν περισσότερα προνόμια εντός της Αδελφότητας. Ως αποτέλεσμα, εν έτη 1780 έλαβε χώρα ο οριστικός διαχωρισμός των δύο κοινοτήτων, και οι Έλληνες χάραξαν αυτόνομη πορεία για τις επόμενες δεκαετίες.

Η ύπαρξη, την περίοδο εκείνη, σημαντικής και ακμάζουσας ελληνικής κοινότητας στην Βιέννη βοήθησε τους Έλληνες στην Τεργέστη, ώστε εκείνοι να εξασφαλίσουν, το 1782, άδεια οικοδομής και λειτουργίας ορθόδοξης εκκλησίας, η οποία και αφιερώθηκε στον Άγιο Νικόλαο και λειτουργεί ως σήμερα. Η αύξηση του πληθυσμού της παροικίας συνεχίστηκε, με αποτέλεσμα το 1786 να αριθμεί 577 άτομα και μόλις έξι έτη αργότερα οι Έλληνες να έχουν αυξηθεί σε 752. Το εμπόριο άκμαζε στην πόλη, ενώ αρκετοί Έλληνες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Τεργέστης, καταφέρνοντας παράλληλα να δημιουργήσουν σημαντικές περιουσίες. Βασικά παραδείγματα ήταν ο Νικόλαος Στρατής, και ο Παλάτσο Καστριώτης, των οποίων οι οικίες κοσμούν μέχρι και σήμερα την ιταλική πόλη. Παράλληλα, η πρώτη ελληνική ασφαλιστική εταιρεία ιδρύθηκε την περίοδο εκείνη στην Τεργέστη. Ενδεικτική της εξάπλωσης και της επιτυχίας των Ελλήνων εμπόρων ήταν η ύπαρξη ισχυρής παρουσίας Ελλήνων στην Borsa (Εμπορικό Επιμελητήριο), καθώς 11 από τα 68 μέλη ήταν Έλληνες στο τέλος του 18ου αιώνα.
Η πόλη έπαιξε σημαντικό ρόλο στον νεοελληνικό διαφωτισμό, καθώς οι ιδέες του Ρήγα Φεραίου διαδόθηκαν πολύ γρήγορα στην Τεργέστη, με αποτέλεσμα αρκετοί από τους εμπόρους να αφυπνιστούν ενόψει της επερχόμενης Επανάστασης. Τις επόμενες δεκαετίες, πολλοί Έλληνες της Τεργέστης συνέδραμαν οικονομικά την Φιλική Εταιρεία, της οποίας και έγιναν μέλη, βοηθώντας έμπρακτα την Εθνεγερσία, ενώ ο Λάμπρος Κατσώνης χρησιμοποίησε την Τεργέστη ως ορμητήριο. Η κατάληψη της πόλης από τους Γάλλους του Ναπολέοντα (1809-13) προκάλεσε μια κάμψη στην εμπορική ζωή της πόλης, ωστόσο η επιστροφή της στα χέρια των Αψβούργων επανέφερε γρήγορα την εμπορική δραστηριότητα της πόλης.

Η Ελληνική Επανάσταση οδήγησε στην προσωρινή αύξηση του ελληνικού στοιχείου σε τρεις έως πέντε χιλιάδες, ο οποίος ήταν και ο μέγιστος αριθμός Ελλήνων που φιλοξένησε ποτέ η πόλη. Μετά την δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, αρκετοί Έλληνες επέστρεψαν στην χώρα, ενώ οι έμποροι συντέλεσαν ώστε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος να έχει εκπροσώπους σε ένα κομβικό λιμάνι της Αδριατικής. Σπουδαίος εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Τεργέστη υπήρξε ο Ιωάννης Σκαραμαγκάς, ο οποίος τιμήθηκε από τον Αυτοκράτορα Φραγκίσκο-Ιωσήφ, ο Σκαραμαγκάς, γόνος σημαντικής εμπορικής οικογένειας της Χίου, ευεργέτησε την ελληνική κοινότητα και τον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου.
Ενώ καθ΄ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα το ελληνικό στοιχείο άκμασε στην Τεργέστη, ο 20ος αιώνας έφερε νέες προκλήσεις για την πόλη. Η άνοδος των εθνικιστικών κινημάτων προκάλεσε από την αυγή του αιώνα ένταση στην πολυεθνική Αυτοκρατορία της Αυστροουγγαρίας, η οποία διαλύθηκε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η κατάληψη της Τεργέστης από την Ιταλία, συνδυάστηκε από τον σφετερισμό της εξουσίας από τον Μπενίτο Μουσολίνι, με αποτέλεσμα να περιοριστεί δραστικά η ελληνική κοινότητα στην πόλη, καθώς και η βασική τους ασχολία, το εμπόριο, είχε πλέον παρακμάσει. Παρά τις δυσκολίες, η ελληνική κοινότητα επιβίωσε, και σήμερα απαρτίζεται από περίπου 600 άτομα. Η Ελληνική Κοινότητα της Τεργέστης δραστηριοποιείται σταθερά στην πόλη, ενώ από το 2007 λειτουργεί και το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού, που λειτουργεί με στόχο την προώθηση του ελληνικού πολιτισμού στην πόλη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Καστιαρδή-Hering Όλγα (1986), Η Ελληνική παροικία της Τεργέστης (1751-1830), (Ά τόμος), εκδ. Εθνικό και καποδιστριακό Πανεπιστήμιο
- Λαδάς Γεώργιος (1976), Συνοπτική ιστορία του ελληνισμού της Τεργέστης και βιβλιογραφία των εντύπων που εκδόθηκαν από Ελληνες, εκδ. Κουλτούρα
- Ψυρούκης Νίκος, (1983), Το νεοελληνικό παροικιακό φαινόμενο, εκδ. Επικαιρότητα
- Comunita Greco di Trieste, comgrecotrieste.it, διαθέσιμο εδώ
- Οι Έλληνες της Τεργέστης, independent.gr, διαθέσιμο εδώ
- Tο πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε το εμπόριο στις ελληνικές παροικίες της Iταλίας, time.gr, διαθέσιμο εδώ