Της Μελίνας Μυλωνογιάννη,
Η συναίνεση αποτελεί το θεμέλιο της σεξουαλικής αυτοδιάθεσης και της ελευθερίας επιλογής. Από νομικής απόψεως, η έλλειψή συναίνεσης μετατρέπει μια σεξουαλική πράξη σε ποινικό αδίκημα. Μάλιστα, μετά το νόμο 4619/2019, η Ελλάδα έχει περάσει από ένα μοντέλο «βίας ή απειλής» σε ένα πιο σύγχρονο ‘consent-based’ μοντέλο, το οποίο αναγνωρίζει ως ποινικό αδίκημα κάθε σεξουαλική πράξη η οποία δε στηρίζεται σε ελεύθερη και ρητή συναίνεση.
Τα πράγματα, ωστόσο, δεν ήταν πάντα έτσι… Πριν τη θέσπιση του νόμου 4619/2019, ο ελληνικός Ποινικός Κώδικας (άρθ. 336 ΠΚ) όριζε τον βιασμό αποκλειστικά με όρους βίας ή απειλής σοβαρού κινδύνου. Με τη μεταρρύθμιση του Ν. 4619/2019, προστέθηκε η παρ. 4 στο άρθρο 336, η οποία ορίζει ότι: «Όποιος επιχειρεί γενετήσια πράξη χωρίς τη συναίνεση του θύματος τιμωρείται» (ως εκ τούτου ακόμη και αν δεν υπάρχει βία ή απειλή). Η αλλαγή αυτή του νόμου χαρακτηρίστηκε από την Amnesty International ως ιστορική νίκη για τις γυναίκες στην Ελλάδα.
Η αλλαγή στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος επήλθε μετά τη συμφωνία για ένταξη στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (2018), η οποία απαιτούσε τα κράτη-μέλη να μεταβούν σε μια προσέγγιση η οποία στηρίζεται στη ρητή συναίνεση του θύματος για τέλεση γενετήσιας πράξης. Ειδικότερα, η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (άρθρο 36) προβλέπει ότι “consent must be given voluntarily as a result of the person’s free will” ενώ χώρες όπως η Σουηδία (2018), η Σλοβενία (2021) και η Φινλανδία (2023) είχαν ήδη πριν λάβει χώρα η μεταρρύθμιση του ελληνικού νόμου μεταβεί σε κάποια μορφή consent-based νομοθεσίας. Οι στατιστικές της Σουηδίας δείχνουν αύξηση καταδικών κατά 75% από 2017 σε 2019 μετά την εφαρμογή της consent-based νομοθεσίας. Τα στατιστικά αυτά στοιχεία φανερώνουν ότι τέτοιες αλλαγές ευθυγραμμίζουν τις εθνικές νομοθεσίες με διεθνή νομικά πρότυπα και ταυτόχρονα ενδυναμώνουν τη δικαστική ανταπόκριση στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας.
Παρά την αυξημένη προστασία της γενετήσιας ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που διασφαλίζει η νέα ποινική νομοθεσία, η μετάβαση στο consent-based μοντέλο αντιμετωπίζει και προκλήσεις: Αρχικά υπάρχει δυσκολία στην απόδειξη τέλεσης του εγκλήματος. Συχνά ο δράστης ισχυρίζεται ότι υπήρχε συναίνεση, ενώ το θύμα «πάγωσε» επειδή βρέθηκε σε αυτή τη δύσκολη θέση ή δεν αντέδρασε λόγω σοκ, φόβου, τραύματος ή εξουσίας (phenomenon “freeze”). Ταυτόχρονα, υπάρχει ασάφεια στον ορισμό της συναίνεσης η οποία δεν προσδιορίζεται αν πρέπει να είναι ρητή, εκφρασμένη και επαναλαμβανόμενη προκειμένου να είναι επαρκής, ενώ δεν παύουν να υφίστανται και οι πολιτιστικές προκαταλήψεις, με ορισμένες κουλτούρες να εξακολουθούν να αναφέρονται σε στερεότυπα «προκλητικότητας» ή «υπεύθυνης συμπεριφοράς», δυσκολεύοντας την κρίση στην εμπειρική πραγματικότητα και επηρεάζοντας τη δικαστική κρίση.

Πλέον στην ελληνική νομολογία έχει αρχίσει να υιοθετείται αυτή η συναλλακτική διάσταση, με τις αστικές διώξεις για βιασμούς χωρίς χρήση σωματικής βίας να είναι λιγότερες, αλλά να αυξάνονται οι υποθέσεις που αφορούν αποκλειστικά διώξεις για σεξουαλικές πράξεις στις οποίες δεν υπήρχε συναίνεση. Η ακαδημαϊκή βιβλιογραφία επισημαίνει ότι πλέον δύνανται να αναγνωριστούν ως εγκληματικές συμπεριφορές περιπτώσεις στις οποίες λόγω «παγώματος» και «κατάχρησης άνωσης» ο δράστης κατάφερε να τελέσει γενετήσιες πράξεις με το θύμα, για τις οποίες δε μπορούσε να ασκηθεί ποινική δίωξη υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς.
Όσον αφορά στη βελτίωση του πλαισίου ποινικοποίησης των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας κάποιοι τρόποι μέσω των οποίων θα μπορούσε να βελτιωθεί είναι μέσω του καθορισμού της νομικής συναίνεσης η οποία θα πρέπει να φέρει τα εξής χαρακτηριστικά: ελεύθερη, συνειδητή, άμεσα εκφρασμένη, και ανακλητή. Ταυτόχρονα, η συναίνεση δε θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη αλλά θα πρέπει να απαιτείται όπως συμβαίνει και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ισπανία και η Νότια Ευρώπη (εδραίωση θεσμού “affirmative consent”). Επιπλέον, ένας τρόπος μέσω του οποίου θα μπορούσε να βελτιωθεί το ποινικό πλαίσιο των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας είναι η σωστή εκπαίδευση των φορέων, δηλαδή των δικαστών, των εισαγγελέων, των αστυνομικών πάνω στις δικαστικές και τις ψυχολογικές πτυχές της συναίνεσης και πάνω στις αντιλήψεις για την παθητική ανοχή. Τέλος, εξίσου σημαντική είναι και η δημοσίευση αποφάσεων που ερμηνεύουν τη συναίνεση χωρίς βία προκειμένου να υπάρχουν αντίστοιχες νομολογιακές βάσεις για τα εγκλήματα αυτά, και ως εκ τούτου η κατάλληλη νομική καθοδήγηση.
Συνοψίζοντας, η ελληνική μεταρρύθμιση του 2019 αποτελεί σημαντική νομική τομή για το πλαίσιο ποινής των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας. Μετακινείται η θεώρηση: “sex without consent = rape” – ανεξαρτήτως βίας – ευθυγραμμίζοντας το ελληνικό πλαίσιο με τις διεθνείς υποχρεώσεις και κοινωνικές ανάγκες. Παρά τις προκλήσεις απόδειξης και ερμηνείας, ο νέος νόμος ανοίγει τον δρόμο για αποτελεσματική προστασία της σεξουαλικής αυτοδιάθεσης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας: Η έννοια της συναίνεσης στο ποινικό δίκαιο, διαθέσιμο εδώ
- Βουνίδης, Κ. (2022). Νομικός σχολιασμός στο άρθρο 336 ΠΚ περί βιασμού. Σε Φυτράκης, Ν. (Επιμ.), Ζητήματα από τη μεταρρύθμιση του νέου Ποινικού Κώδικα. Ένωση Σχέσεων Δικαίου και Ιδιωτικού Δικαίου (ΕΣΔΙ), διαθέσιμο εδώ
- Amnesty International. (2019). Greece changes rape law to recognize sex without consent as rape, διαθέσιμο εδώ
- Smith, H. (2019, June 7). Greece in U-turn on law that criminalises non-consensual sex. The Guardian, διαθέσιμο εδώ
- European Women’s Lobby. (n.d.). No means No: The modification of Article 336 of the Greek Penal Code, διαθέσιμο εδώ