34.7 C
Athens
Τρίτη, 15 Ιουλίου, 2025
ΑρχικήΚοινωνίαΜεγαλώνοντας ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς

Μεγαλώνοντας ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς


Της Δήμητρας Τσάνταλη,

Σε μια παγκοσμιοποιημένη εποχή, όπου τα σύνορα διασχίζονται πιο εύκολα από ποτέ, το ζήτημα της μετανάστευσης έρχεται συνεχώς στο προσκήνιο. Σε αυτή τη διαδικασία της «μετάβασης», οι άνθρωποι φέρουν μαζί τους όχι μόνο τις προσδοκίες, τις ελπίδες και τα όνειρα τους, αλλά και ένα μέρος της πολιτιστικής τους κληρονομιάς, της εθνικής τους ταυτότητας και της κουλτούρας τους. Σε μια προσπάθεια αναζήτησης της οικειότητας και της ασφάλειας που ένιωθαν πίσω στη χώρα τους, συχνά στρέφονται για συναισθηματική υποστήριξη σε ομάδες και κοινότητες που τους θυμίζουν την πατρίδα, την οποία και αναγνωρίζουν ως το μέρος που παραδοσιακά «ανήκουν», αφού εκεί γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, τις πολιτισμικές δομές της οποίας εσωτερίκευσαν και βάση των οποίων σφυρηλάτησαν την εθνική και ατομική τους ταυτότητα. 

Μαζί τους όμως φέρνουν και τη ζωή και την οικογένεια τους. Μέσα από τα μάτια των παιδιών, η μετανάστευση δεν είναι επιλογή, αλλά παρόλα αυτά διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στη συναισθηματική τους ωρίμανση, καθώς μεγαλώνουν στη χώρα υποδοχής και καλούνται να βρουν ισορροπία ανάμεσα σε δύο κόσμους, αναζητώντας συνεχώς ένα μέρος να «ανήκουν».

Το συναισθηματικό τους κόστος δεν είναι πάντοτε ορατό, αλλά είναι βαθιά χαραγμένο στις εμπειρίες τους, στις σχέσεις τους και στον τρόπο που βλέπουν τον εαυτό τους μέσα στον κόσμο αλλά και την κοινωνία. Σε αντίθεση με του γονείς τους, οι οποίοι εναρμονίζονται στο νέο περιβάλλον έχοντας μέσα τους μια ξεκάθαρη εικόνα της εθνικής τους ταυτότητας, η εθνική ταυτότητα των παιδιών της δεύτερης ή και της τρίτης μεταναστευτικής γενιάς αναδύεται κι διαμορφώνεται μέσω της ταυτόχρονης αλληλεπίδρασης των διαφορετικών πολιτισμικών ερεθισμάτων. 

Τα παιδιά που ανήκουν σε αυτές τις «μεταβατικές» θα λέγαμε γενιές, βρίσκονται αντιμέτωπα με το εξής οξύμωρο: αν και έχουν γαλουχηθεί με τις αξίες, τα ερεθίσματα, τα ήθη και τις αντιλήψεις της χώρας καταγωγής τους, έχουν δεχτεί την ταυτόχρονη επίδραση του πολιτισμού και της κουλτούρας της χώρας υποδοχής. Κουβαλούν μέσα τους λοιπόν, συναισθηματικά βάρη και ερωτήματα ταυτότητας και προσπαθώντας να γεφυρώσουν πολιτισμούς, γλώσσες και αξίες συχνά έρχονται αντιμέτωποι με ένα πολιτισμικό και συναισθηματικό αδιέξοδο.

Πηγή εικόνας: Shutterstock / Δικαιώματα χρήσης: Pressmaster

Στη μια πλευρά έχουν την πίεση που δέχονται από το οικογενειακό τους περιβάλλον για τη διατήρηση της εθνικής τους ταυτότητας. Οι οικογενειακές προσδοκίες διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη των παιδιών και μπορούν να λειτουργήσουν είτε ως καταλύτες ως προς το πολιτισμικό χάσμα που βιώνουν είτε να το ενισχύσουν. Τα παιδιά ωστόσο, επειδή δεν έχουν άμεσο βίωμα της χώρας καταγωγής τους και μυούνται στον πολιτισμό εκείνης με τρόπο έμμεσο˙ δηλαδή μέσα από τα μάτια των γονιών τους ή της κοινότητας τους, με την αναπαράσταση εθίμων και την εκμάθηση της γλώσσας —αλλά χωρίς να τα βιώνουν εντός του περιβάλλοντος στο οποίο αυτά ανήκουν.

Αποκτούν από τη μια, ισχυρούς δεσμούς αλλά δε μπορούν να ταυτίσουν την εμπειρία τους εξ ολοκλήρου με τη χώρα καταγωγής τους καθώς βιώνουν από «δεύτερο χέρι» την εμπειρία της μετανάστευσης. Περισσότερο οι γονείς φαίνεται να επιθυμούν να διατηρήσουν την κουλτούρα και να μεταδώσουν τις παραδόσεις τους στην επόμενη γενιά, ενώ τα παιδιά της δεύτερης και της τρίτης γενιάς φαίνεται να επιθυμούν την προσαρμογή τους στη χώρα υποδοχής καθώς από εκεί λαμβάνουν τα ερεθίσματα τους και μέσα σε αυτό το περιβάλλον προσαρμόζονται και εξελίσσονται. 

Καθοριστικό ρόλο θα παίξει και η γλώσσα που θα αποτελέσει τη «μητρική». Ως μητρική γλώσσα δεν ορίζεται η γλώσσα που μιλούν οι γονείς, αλλά η γλώσσα στην οποία τα παιδιά ονειρεύονται και της οποίας γίνονται φορείς των αξιών που μεταφέρει. Άλλωστε ένα βασικό πρόβλημα που καλούνται να αντιμετωπίσουν στην προσπάθεια εκμάθησης της γλώσσας της χώρας υποδοχής είναι το «συναισθηματικό φίλτρο», δηλαδή η υποσυνείδητη άμυνα του οργανισμού που αποτρέπει τα παιδιά να μάθουν τη νέα γλώσσα, αν αισθανθούν ότι αυτό θα τους απομακρύνει από τη μητρική τους, καθώς εκείνη φέρει μαζί της ό,τι έχουν μάθει να αναγνωρίζουν ως οικείο. Το ποια γλώσσα θα καταλήξει να γίνει η μητρική του κάθε παιδιού θα συμβάλει αποφασιστικά στο που θα καταλήξει να αισθάνεται ότι ανήκει. 

Πηγή εικόνας: Unsplash.com / Δικαιώματα χρήσης: Julie Ricard

Ακόμα, τα παιδιά της δεύτερης γενιάς συχνά αντιμετωπίζουν προκαταλήψεις και αρνητικές συμπεριφορές που τους στιγματίζουν ως «ξένους» και καλούνται να αντιμετωπίσουν μια σειρά από στερεότυπα που συνοδεύουν την καταγωγή τους. Αυτό το γενικότερο πλαίσιο μπορεί να επηρεάσει ανεπανόρθωτα τη διαμόρφωση της αυτοεικόνας τους και να οδηγήσει σε «αυτοεκπληρούμενες προφητείες», ωθώντας τους νέους σε έναν φαύλο κύκλο.

Ακόμα, η αίσθηση πως είναι διαφορετικοί από τους ντόπιους συνομηλίκους τους, μπορεί να τους δημιουργήσει ένα αίσθημα κοινωνικού αποκλεισμού και απομόνωσης. Με άλλα λόγια τα παιδιά αυτά παραμένουν στο μεταίχμιο των δύο πολιτισμών, καθώς ένα παιδί μεταναστών από τη Βουλγαρία που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα μπορεί να μην είναι ποτέ αρκετά «Έλληνας» για τους Έλληνες και αρκετά «Βούλγαρος» για τους Βούλγαρος. 

Συνοψίζοντας, τα παιδιά της δεύτερης και τρίτης γενιάς μετανάστευσης καλούνται να διαχειριστούν πολύπλοκες και συχνά αντιφατικές συναισθηματικές και πολιτισμικές εμπειρίες. Όταν όμως οι αξίες της νέας χώρας έρχονται σε ασυμφωνία με εκείνες της οικογένειας, αυτό ενδέχεται να προκαλέσει εσωτερικές συγκρούσεις, και πίεση που δύσκολα γίνεται αντιληπτή από το κοινωνικό σύνολο. Η ανάγκη για αποδοχή από τη μια και η επιθυμία διατήρησης της πολιτισμικής ταυτότητας από την άλλη, τοποθετεί αυτά τα παιδιά σε μια διαρκή αναζήτηση ισορροπίας. 

Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που ιστορικά υπήρξε τόσο τόπος αναχώρησης όσο και υποδοχής μεταναστών, οφείλουμε να δούμε το ζήτημα με ενσυναίσθηση και διευρυμένη κατανόηση. Το συναισθηματικό βάθος των εμπειριών αυτών των παιδιών δε μπορεί να αγνοηθεί, ούτε να περιοριστεί σε στατιστικές και νομικούς όρους ένταξης. Πρόκειται για ανθρώπους που μεγαλώνουν σε δυο παράλληλους κόσμους, προσπαθώντας να βρουν τη θέση τους σε μια κοινωνία που συχνά τους ζητά να επιλέξουν πλευρά. Ίσως όμως η λύση να μη βρίσκεται στην επιλογή, αλλά στην αποδοχή της διπλής τους ταυτότητας ως πλούτου — και όχι ως βάρους.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ 
  • M.Verkuyten (2005), The social psychology of ethnic identity, East Sussex, UK, Edition: Psychology Press
  • Σ. Μπέλλα (2011), Η δεύτερη Γλώσσα, Αθήνα, εκδ. Ελληνικά Γράμματα 
  • Α.Κόντης (2009), Ζητήματα κοινωνικής ένταξης μεταναστών, Αθήνα, εκδ. Παπαζήσης
  • Η Ψυχολογία της Δεύτερης Γενιάς Μεταναστών που Μεγαλώνει στην Ελλάδα, pothitou.com, διαθέσιμο εδώ 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δήμητρα Μαρία Τσάνταλη
Δήμητρα Μαρία Τσάνταλη
Είναι 22 ετών, γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και αποφοίτησε από το Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ. Στον ελεύθερο χρόνο της, της αρέσει να ταξιδεύει, να γράφει και να ασχολείται με τον αθλητισμό. Λατρεύει το θέατρο, το χορό, τις μεγάλες συζητήσεις και το να ακούει τις ιστορίες των ανθρώπων.