Συνέντευξη στην Αναστασία Δάβαρη,
Το καλοκαίρι του 1965 σφράγισε μια από τις πιο πολυτάραχες πολιτικές περιόδους της μεταπολεμικής Ελλάδας. Τα γεγονότα που μετέπειτα έμειναν γνωστά ως «Ιουλιανά» και «Αποστασία» ανέδειξαν τη βαθύτατη θεσμική κρίση που διέτρεχε τη χώρα, προκαλώντας έντονες πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις. Η σύγκρουση ανάμεσα στην εκλεγμένη κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου και τον Μονάρχη Κωνσταντίνο Β’, η παραίτηση του πρωθυπουργού, οι αλλεπάλληλες κυβερνήσεις που ακολούθησαν και οι συλλογικές αντιδράσεις της κοινωνίας, συνθέτουν ένα σημαντικό ιστορικό παζλ.
Με αφορμή τη συμπλήρωση 60 ετών από τα γεγονότα, ο διδάκτορας του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου, Κωνσταντίνος Λαμπράκης, μέσα από το έργο του Παρεμποδίζοντας την Ιστορία. Ιουλιανά 1965: Κοινωνική διαμαρτυρία και Αριστερά (Εκδόσεις Τόπος, 2025), επιχειρεί να αναδείξει τον ρόλο των κοινωνικών κινημάτων και της Αριστεράς στα τεκταινόμενα της εποχής. Μιλώντας στο OffLine Post και την Αναστασία Δάβαρη για τα γεγονότα του Ιουλίου του 1965, ορίζει το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο της εποχής καθώς και τη μακροπρόθεσμη σημασία τους για την εξέλιξη της εγχώριας πολιτικής σκηνής και κοινωνίας.
- Σχεδόν εξήντα χρόνια μετά τα γεγονότα του 1965, η διατριβή που εκπονήσατε το 2021 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο αποτελεί την πρώτη ολοκληρωμένη έρευνα για τα Ιουλιανά. Τι καινούργιο μαθαίνουμε σε σχέση με ό,τι γνωρίζαμε για εκείνη την κομβική ιστορική στιγμή;
Η έρευνά μου επιδιώκει να προχωρήσει σε μια συνολική ανάλυση των Ιουλιανών, εστιάζοντας στα υποκείμενα που κινητοποίησε, στις δράσεις τους, στον διεκδικητικό τους λόγο και στους παράγοντες που προσδιόρισαν τη δυναμική της διαμαρτυρίας. Η πρωτοτυπία της μελέτης έγκειται στη χαρτογράφηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας, στον εντοπισμό των γεωγραφικών, κοινωνικών και πολιτικών της χαρακτηριστικών, καθώς και στη μελέτη των όρων συγκρότησης ενός ευρύτερου κοινωνικού μπλοκ υπέρ του εκδημοκρατισμού. Παράλληλα, επεδίωξα να φωτίσω πλευρές της αποστασίας και της βασιλικής παρέμβασης που έχουν υποτιμηθεί, μέσα από πολλαπλές πηγές, εγχώριες και ξένες. Τέλος, επιχείρησα να ερμηνεύσω το εμπειρικό υλικό που προέκυψε, αξιοποιώντας εννοιολογικά εργαλεία της πολιτικής κοινωνιολογίας.

- Ποιες ήταν οι συνθήκες που οδήγησαν στην ευρεία επικράτηση της Ένωσης Κέντρου κατά τις εκλογές του 1964 και πώς συνδέθηκε με τον απόηχο του εμφυλίου και την κοινωνική πόλωση της εποχής;
Η νίκη της Ένωσης Κέντρου στις εκλογές του 1964 ήταν το αποτέλεσμα της συνάντησής της με τα αιτήματα κεντρικών διεκδικητικών υποκειμένων της δεκαετίας του ’60, όπως ήταν το φοιτητικό και το εργατικό κίνημα. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε η κοινωνική απονομιμοποίηση της κυβέρνησης της ΕΡΕ, τόσο μετά τις εκλογές «βίας και νοθείας» του 1961 όσο και με τη δολοφονία του βουλευτή Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη, τον Μάιο του 1963. Το κόμμα του Παπανδρέου, με τον «Ανένδοτο Αγώνα», ανέλαβε την πολιτική εκπροσώπηση του «ΕΑΜογενούς» κοινωνικού μπλοκ, που διεκδικούσε τον εκδημοκρατισμό και την ανατροπή της δομής της πολιτικής εξουσίας, έτσι όπως είχε διαμορφωθεί με την έκβαση του Εμφυλίου Πολέμου και το μετεμφυλιακό αυταρχικό καθεστώς —τύποις αντιπροσωπευτική δημοκρατία— που διασφάλιζε ενεργά την κοινωνική ανισότητα, βασιζόμενο στις θεσμοθετημένες κοινωνικές διακρίσεις και στον πολιτικό εξοστρακισμό μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας.
- Η υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» υπήρξε ένα σημείο καμπής στην πολιτειακή κρίση. Πιστεύετε ότι αποτέλεσε ουσιαστικό θεσμικό ζήτημα ή χρησιμοποιήθηκε πολιτικά ενάντια στον Ανδρέα Παπανδρέου και κατ’ επέκταση στον πατέρα του, Γεώργιο Παπανδρέου;
Εκτιμώ πως η υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» αξιοποιήθηκε ως αφορμή από τις καθεστωτικές δυνάμεις για την εφαρμογή του σχεδίου της εκδίωξης Παπανδρέου από την πρωθυπουργία. Αυτό το υποστηρίζω, καθώς από αναφορές αμερικανικών υπηρεσιών που έχει εντοπίσει ο Σπύρος Δραϊνάς, προκύπτει πως οι βασιλικές πρωτοβουλίες για την εκδίωξη Παπανδρέου και οι σχετικές επαφές με στελέχη της ΕΚ προηγήθηκαν κάποιους μήνες της υπόθεσης «ΑΣΠΙΔΑ».
- Ποια είναι η ουσία των πέντε επιστολών που αντάλλαξαν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Β’ και ο Γεώργιος Παπανδρέου κατά το διάστημα 8-15/7/1965, όπου αποτυπώθηκε πλήρως η ρήξη τους και τι μας αποκαλύπτεται για τις ισορροπίες της εποχής;
Θεωρώ πως αποκαλύπτουν τα εξαιρετικά στενά όρια της μετεμφυλιακής βασιλευόμενης δημοκρατίας, την ισχύ των εξωκοινοβουλευτικών κέντρων εξουσίας, τις αντιλήψεις του Μονάρχη για τον λόγο που θεωρούσε πως έπρεπε να έχει στη διακυβέρνηση, όπως επίσης και τον ενεργό πολιτικό ρόλο που επεφύλασσαν στον στρατό.
- Την 15η Ιουλίου 1965 ο Παπανδρέου παραιτείται της πρωθυπουργίας, όμως αμέσως ο βασιλιάς ορκίζει τον, έως τότε, Πρόεδρο της Βουλής, Γεώργιο Αθανασιάδη—Νόβα στη θέση του. Θα περίμενε κανείς την πλήρη στήριξη των βουλευτών της ΕΚ προς τον Παπανδρέου. Αντιθέτως μέρος της κοινοβουλευτικής ομάδας στήριξε τη μοναρχική επιλογή, πραγματοποιώντας τη λεγόμενη «Αποστασία». Πώς ερμηνεύετε αυτό το γεγονός;
Η αποστασία είχε προετοιμαστεί και δεν αποτέλεσε τυχαίο γεγονός. Στηρίχθηκε σε υπόγειες επαφές μεταξύ Παλατιού, τμήματος του κεντρώου Τύπου και παραγόντων της Ένωσης Κέντρου. Οι βουλευτές που αποστάτησαν εξέφραζαν εσωκομματικές δυσαρέσκειες, αλλά και —ανά περίπτωση— ευρύτερες αντικομμουνιστικές ή φιλομοναρχικές λογικές. Σε ένα πιο αναλυτικό επίπεδο, μπορούμε να εντοπίσουμε τις αντινομίες της συγκρότησης και λειτουργίας της ΕΚ ως αρχηγικού κόμματος, συνάθροισης στελεχών δίχως οργάνωση στη βάση, εσωκομματική λειτουργία, σαφές ιδεολογικό—πολιτικό στίγμα και στρατηγικά επεξεργασμένο πολιτικό πρόγραμμα. Δεν είναι τυχαίο πως το τμήμα του Κέντρου που ριζοσπαστικοποιείται μετά τα Ιουλιανά θέτει με έμφαση στο επίκεντρο τα παραπάνω ζητήματα.

- Ακολουθεί μια περίοδος πολιτικής αστάθειας με αλλεπάλληλες κυβερνήσεις να εναλλάσσονται, και τις ημέρες εκείνες ξεσπάει μία εκτεταμένη κοινωνική αντίδραση, με διαδηλώσεις και πορείες, ενώ επιπλέον ασκείται βία από τα σώματα ασφαλείας. Θα μπορούσατε να σκιαγραφήσετε την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί εκείνο το διάστημα στην ελληνική κοινωνία;
Η κοινωνική έκρηξη υπήρξε άμεση και μαζική. Από τις πρώτες ώρες μετά την αποστασία υπήρξαν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας στο κέντρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, οι οποίες συνεχίστηκαν τις επόμενες μέρες με απεργίες, συγκεντρώσεις και πορείες σε όλη την Ελλάδα, με έντονη παρουσία της ΕΔΑ, της νεολαίας του Κέντρου, φοιτητικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων. Τα σώματα ασφαλείας αντέδρασαν με χρήση βίας και συλλήψεις τις πρώτες μέρες, ενώ από τον Αύγουστο με ένταση των ποινικών διώξεων. Ταυτόχρονα, το καθεστωτικό μπλοκ —με επίκεντρο τον Τύπο της Δεξιάς— επεδίωξε να αναγνώσει τις διαμαρτυρίες υπό το εμφυλιοπολεμικό πρίσμα, με στόχο να προκαλέσει την αντικινητοποίηση της κοινωνικής βάσης της εθνικοφροσύνης.
- Με την ευκαιρία της εξηκονταετούς επετείου από τα Ιουλιανά του 1965, ποιο είναι το αφήγημα που έχουν αφήσει τα γεγονότα αυτά στη συλλογική μνήμη; Επιπροσθέτως, συνιστά, κατά την άποψή σας, η Αποστασία του 1965 προπομπό για τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών του 1967;
Εκτιμώ πως μάλλον δεν υπάρχει ένα συλλογικό αφήγημα που κυριαρχεί. Ίσως, περισσότερο, μια λήθη και αποσιώπηση. Αυτό συμβαίνει, κατά την άποψή μου, επειδή τα «Ιουλιανά» δεν μπορούν να κανονικοποιηθούν με τον ίδιο τρόπο που κανονικοποιήθηκε το Πολυτεχνείο, διότι τα Ιουλιανά ξεσπούν σε συνθήκες —έστω και ελεγχόμενου— κοινοβουλευτισμού. Συνεπώς, τα Ιουλιανά μάς «αναγκάζουν» να μιλήσουμε για τη δομή της πολιτικής εξουσίας στην Ελλάδα μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου. Ερμηνεύω το καθεστώς της 21ης Απριλίου περισσότερο με όρους συνέχειας και νέας καθεστωτικής φάσης σε σχέση με τη μετεμφυλιακή «τύποις» δημοκρατία. Η «Αποστασία», δηλαδή, αποτέλεσε την πρώτη φάση ενός σε εξέλιξη πραξικοπήματος με σκοπό την ανάσχεση του (ραγδαία αναπτυσσόμενου) κινήματος εκδημοκρατισμού της δεκαετίας του ’60, ώστε να διαφυλαχθεί το μετεμφυλιακό πλέγμα εξουσίας.

- Τέλος, μέσα από το βιβλίο σας «Παρεμποδίζοντας την Αποστασία» (Εκδόσεις Τόπος, 2025) επιχειρείτε να κάνετε μία εκ βαθέων ανάλυση των Ιουλιανών. Γιατί επιλέξατε αυτό το ιστορικό γεγονός και ποιες δυσκολίες συναντήσατε κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου;
Η έρευνα ξεκίνησε στις αρχές του 2015 ως πρόταση διδακτορικής διατριβής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, ενώ το ερευνητικό ενδιαφέρον για τα Ιουλιανά πηγαίνει πίσω στο 2012, κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών μου. Η πολιτικο—κοινωνική συγκυρία επέδρασε, μάλλον, καθοριστικά: επιβολή ειδικού μνημονιακού καθεστώτος στη χώρα, δημοκρατική συρρίκνωση, αλλά και πρωτοφανής κοινωνική κινητοποίηση, με αποκορύφωμα το κίνημα των Πλατειών του 2011. Συνεπώς, τα Ιουλιανά ήταν ίσως το πλέον συναφές ιστορικό προηγούμενο στο οποίο μπορούσα να ανατρέξω, στρέφοντας παράλληλα το ενδιαφέρον όχι στις ηγεσίες και τις πολιτικές ελίτ, αλλά στις συλλογικές δράσεις «απλών» ανθρώπων, δίχως ισχυρούς θεσμικούς πόρους, ως δημιουργούς πολιτικής.
Σε σχέση με τις δυσκολίες που συνάντησα, στο στενά «τεχνικό» κομμάτι αφορούν, μάλλον, τις συνηθισμένες δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο/η κάθε ερευνητής/-τρια του πεδίου: προσδιορισμός ερευνητικών ερωτημάτων, πρόσβαση σε πηγές και βιβλιογραφία, οργάνωση υλικού, κριτική ανατροφοδότηση της σε εξέλιξη έρευνας. Ωστόσο, αυτά είναι ως έναν βαθμό αναμενόμενα και η επίλυσή τους αποτελεί το πεδίο στο οποίο αναμετριέται ο/η κάθε ερευνητής/-τρια. Τα κρίσιμα προβλήματα βρίσκονται αλλού — και κυρίως στο πολιτικο—κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο καλούμαστε να εργαστούμε ερευνητικά: στην υποχρηματοδότηση της έρευνας, ειδικά στο πεδίο των κριτικών κοινωνικών επιστημών, την επέκταση των διδάκτρων στις μεταπτυχιακές σπουδές και την ιδιωτικοποίηση του μορφωτικού αγαθού, την εργασιακή επισφάλεια και την απλήρωτη εργασία που αντιμετωπίζουν οι υποψήφιοι/-ες διδάκτορες/-ισσες και οι μεταδιδακτορικοί ερευνητές/-τριες. Τα κείμενα του συλλογικού φορέα των ερευνητών/-τριων, του Πανελλαδικού Σωματείου Εργαζομένων στην Έρευνα και την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, είναι εξαιρετικά κατατοπιστικά σε σχέση με τα ζητήματα που αναφέρω.
Ευχαριστούμε τον κύριο Λαμπράκη για την ευγενική παραχώρηση της συνέντευξης!