Του Διονύση Κονδάκη,
Σημαντική αιτία της παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στάθηκαν τα ευρωπαϊκά ωκεάνια εξερευνητικά ταξίδια, που κατέστησαν την Ανατολική Μεσόγειο τοπική λιμνούλα. Τα αγαθά της Ινδίας, της Κίνας και του Sind, δεν πήγαιναν στο Σουέζ, απ’ όπου τα διένεμαν παραδοσιακά οι μουσουλμάνοι προς τον δυτικό κόσμο. Πλέον, μεταφέρονταν από ολλανδικά, πορτογαλλικά και αγγλικά πλοία στις χώρες των Φράγκων, οι οποίοι τα διένεμαν σε όλο τον κόσμο. Από τον 17ο αιώνα, η εμπέδωση της δυτικής ισχύος στην Ασία και η μεταφορά των διεθνών εμπορικών οδών στις ανοιχτές θάλασσες στέρησε από την οθωμανική αυτοκρατορία το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού της εμπορίου, αφήνοντας την σε μια λιμνάζουσα κατάσταση. Η ευρωπαϊκή ανακάλυψη του νέου κόσμου προκάλεσε ακόμη ένα πιο βίαιο και άμεσο πλήγμα, με τη μαζική εισροή του αμερικανικού χρυσού.
Η βασική νομισματική μονάδα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ο ασημένιος akce, ή άσπρο (asper), βάσει του οποίου υπολογίζονταν όλα τα έσοδα και τα έξοδα του κράτους. Η αυτοκρατορία, ωστόσο, υπέφερε από έλλειψη πολύτιμων μετάλλων, γεγονός που είχε απειλήσει και στο παρελθόν το βασισμένο σε ασημί νομισματικό της σύστημα. Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι δυσκολίες, οι Οθωμανοί σουλτάνοι κατέφυγαν σε παλαιά, δοκιμασμένα και από άλλες χώρες μέτρα: Έλεγχαν τον αργυρό των ορυχείων, αποθάρρυναν την εξαγωγή και ενθάρρυναν την εισαγωγή νομισμάτων και αργυρού, επέκτειναν το μη νομισματικό τομέα της οικονομίας και, εναλλακτικά, υποτιμούσαν και επανεξέδιδαν το νόμισμα. Η οικονομική επίπτωση, όμως, που είχε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η απότομη εισροή του φθηνού και άφθονου αμερικανικού χρυσού και αργυρού από τη Δύση, ήταν άμεση και καταστρεπτική. Οι Οθωμανοί ηγέτες, συνηθισμένοι σε κρίσεις έλλειψης, αδυνατούσαν να κατανοήσουν μια κρίση υπερεπάρκειας και στάθηκαν ανίκανοι να φορολογήσουν σωστά τη νέα εμπορική εισροή.

Το 1584, με την οικονομία να διολισθαίνει σε δημοσιονομική κρίση ήδη από μια δεκαετία πριν, ο ακτσές μειώθηκε από το 1/5 στο 1/8 ενός ντιρχάμ ασημιού. Οι τουρκικές πρώτες ύλες έγιναν πολύ φτηνές και εξάγονταν από τους ευρωπαίους σε μεγάλες ποσότητες, παρά τις απαγορεύσεις. Οι τοπικές βιομηχανίες άρχισαν να φθίνουν και οι εισαγωγές ευρωπαϊκών προϊόντων αυξήθηκαν, με την οικονομική πίεση να συνακολουθείται από εντεινόμενη τοκογλυφία, διαφθορά και κερδοσκοπία. Η τιμή του άσπρου έπεσε από το 1/60 στο 1/200 της αξίας του δουκάτου. Σε αυτό το πλαίσιο, η οθωμανική ηγεσία κατά τον 17ο αιώνα επιχείρησε δυο φορές να σταματήσει το πληθωριστικό κύμα εκδίδοντας νέο ασημένιο νόμισμα, πρώτα τον παρά (para), που εμφανίστηκε ως ασημένιο νόμισμα κατά το 1620, και μετά το πιάστρο ή κούρους που εμφανίστηκε το 1687. Τα νέα νομίσματα, ωστόσο, ακολούθησαν την πορεία του akce στη μείωση της περιεκτικότητας και στην αναπόφευκτη υποτίμηση.
Η αντιμετώπιση της νομισματικής κρίσης μέσω της αύξησης των σπαχήδων, που πληρώνονταν σε τιμάρια, πλέον ήταν αδύνατη λόγω του τερματισμού της επέκτασης. Οι απαιτήσεις του υπουργείου οικονομικών έγιναν όλο και πιο ακόρεστες, ενώ η υπερβολική αύξηση των έμμισθων κρατικών υπαλλήλων, σε συνδυασμό με το παραπάνω, οδήγησε σε ένα δαπανηρό και δυσκίνητο οικονομικό εποικοδόμημα. Οι δράσεις των οθωμανικών εμπόρων και τραπεζιτών, παρά τον πλούτο τους, στάθηκαν αδύνατες να βοηθήσουν. Παραδοσιακά, ο πλουτισμός και η αίγλη στην αυτοκρατορία ήταν συνδεδεμένος με την απόσπαση ενός κρατικού, στρατιωτικού ή κ θρησκευτικού αξιώματος, καθιστώντας τα παραπάνω αστικά επαγγέλματα αντικείμενο κοινωνικής γελοιοποίησης. Ακόμη, η παρασιτική δράση των εκμισθωτών των φόρων, όπως και οι αποσχιστικές τάσεις των αγιάννηδων και των ντερεμπέηδων, δημιούργησαν κερδοσκοπικές κινήσεις εις βάρος του κρατικού μηχανισμού, ενώ προκάλεσαν και την ερήμωση της υπαίθρου και την τελμάτωση της γεωργίας. Όσον αφορά στη βιομηχανία, η συντεχνιακή δομή των σιναφιών είχε καταστροφικά οικονομικά αποτελέσματα. Οι εργαζόμενοι τεχνίτες βασίζονταν σε απαρχαιωμένα τεχνολογικά και μεταφορικά μέσα, ενώ οι ρυθμοί της εργασίας τους δεν είχαν μέτρο την οικονομική αποτελεσματικότητα, αλλά τις παραδόσεις της αδελφότητας τους.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, πεπεισμένη για την ανωτερότητά της, είχε απορρίψει τις νεωτεριστικές δομές, τόσο στην τεχνολογία της γεωργίας και του πολέμου, όσο και στις οικονομικές πρακτικές, και είχε επιστρέψει στον μεσαίωνα. Μια προσπάθεια ανάκαμψης σημειώθηκε με μια σειρά μέγα βεζίρηδων από τη δυναστεία των Κιουπρουλήδων, επιφανής οικογένεια αλβανικής καταγωγής, που πρωταγωνίστησε στα πολιτικά πράγματα κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Ιδρυτής ήταν ο Μεχμέτ Κιοπρουλής πασάς (1575-1661), Μέγα Βεζίρης υπό τον Μεχμέτ Δ’, ο οποίος αντιμετώπισε με επιτυχία εσωτερικούς ανταγωνισμούς, αναδιοργάνωσε τον στρατό και ανασυγκρότησε την κεντρική εξουσία. Ο γιος του και διάδοχος στο αξίωμα του Μ. Βεζίρη, Αχμέτ Κιουπρουλού, ακολούθησε τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του πατέρα του, μετατρέποντας Χασιά σε βακούφια, ενισχύοντας την κρατική εξουσία και περιορίζοντας τη δύναμη των γενίτσαρων με εκτελέσεις 30. 000 αξιωματούχων.

Ωστόσο, η αυτοπεποίθηση από την προσωρινή αποκατάσταση της Αυτοκρατορίας, χάρη στη δράση των Κιουπρουλίδων, οδήγησε κατά τα μέσα του 18ου αιώνα σε μια σειρά καταστροφικών ηττών, ενώ η αποκορύφωση της οθωμανικής παρακμής διαφαίνεται στις ζημιογόνες ειρηνευτικές της συνθήκες. Μετά την δεύτερη αποτυχημένη οθωμανική επίθεση στη Βιέννη το 1683, η αυστριακή αντεπίθεση, με νίκες στη Μάχη του Μόχατς το 1687 και της Ζέντα 1697, οδήγησε στην ειρηνευτική συνθήκη του Κάρλοβιτς, αναγκάζοντας τους Οθωμανούς να παραχωρήσουν τεράστιες εκτάσεις. Η συνθήκη του Πασαροβιτς το 1718, μετά από τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερες απώλειες. Η μεγαλύτερη ταπείνωση ήρθε με τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το 1774, μετά από έναν πόλεμο στον οποίο οι Ρώσοι είχαν σαρώσει τα πάντα μπροστά τους, φτάνοντας μέχρι τις ακτές της Ανατολίας.
Η οικονομική, στρατιωτική και πολιτική παρακμή είχαν φτάσει στο απόγειο τους, ενώ η αχαλίνωτες φυγόκεντρες τάσεις των αγιάννηδων και των ντερεμπεηδων υπονόμευαν περαιτέρω των ήδη εύθραυστο κυβερνητικό μηχανισμό. Η Αυτοκρατορία κινούνταν προς την απόλυτη καταστροφή. Την πορεία αυτή, ωστόσο, ήρθε να σταματήσει ο Σελίμ Γ’, προχωρώντας σε ένα τεράστιο εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα, χάρη στο οποίο η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα κατορθώσει να ορθοποδήσει.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Lewis Bernard (2001-2002), Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα
- Shaw Stanford J. και Ezel Kural (1976-1977), History of the Ottoman Empire and Modern Turkey, Cambridge University Press, Cambridge και Νέα Υόρκη
- Sugar Peter (1994), Η Νοτιοανατολική Ευρώπη κάτω από την οθωμανική κυριαρχία, 1354 – 1804, (μτφρ. Παυλίνα Μπαλουξή), εκδ. Σμίλη, Αθήνα