Του Θανάση Πεταλά,
Στο ποινικό δίκαιο ο εγκλεισμός του καταδικασθέντος σε σωφρονιστικό κατάστημα και η συνακόλουθη στέρηση της ελευθερίας του θεωρούνται εσχάτη λύση για να τον αποτρέψουν από την τέλεση περισσότερων αξιόποινων πράξεων. Επί χαμηλότερων στερητικών της ελευθερίας ποινών ωστόσο, οι οποίες συνήθως (χωρίς να είναι αυτό απόλυτο) επιβάλλονται για εγκλήματα μικρότερης κοινωνικής απαξίας, ο περιορισμός του καταδικασθέντος στη φυλακή όχι μόνον θεωρείται σωφρονιστικά αναποτελεσματικός αλλά και δυνητικά επικίνδυνος, καθώς ο συγχρωτισμός του με άλλους κρατουμένους αυξάνει τον κίνδυνο υποτροπής του. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την πρόθεση του ποινικού νομοθέτη να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στον πρωτόπειρο εγκληματία δικαιολογούν την ύπαρξη του θεσμού της αναστολής εκτέλεσης της ποινής (άρθρο 99 ΠΚ), ο οποίος έχει αλλάξει εκ βάθρων με τον πρόσφατο νόμο 5090/2024.
Το προ του νόμου 5090/2024 καθεστώς
Η ρύθμιση της αναστολής εκτέλεσης της ποινής εισήχθη για πρώτη φορά στο ποινικό μας σύστημα το 1950 και έκτοτε έχει υποστεί πολλές αλλαγές. Αν και η ratio θέσπισής της αρχικά ήταν αυτή που εκτέθηκε παραπάνω, προοδευτικά, με την πάροδο του χρόνου, ο θεσμός χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να επιτευχθεί το δύσκολο έργο της αποσυμφόρησης των παραγεμισμένων φυλακών της χώρας, που αδυνατούν να φιλοξενήσουν τον υπάρχοντα αριθμό κρατουμένων. Επί χαμηλότερων λοιπόν ποινών, επιβαλλόμενων συνήθως για την τέλεση μικρότερης κοινωνικής απαξίας εγκλημάτων, ο καταδικασθείς δεν περιορίζεται σε φυλακή, αλλά επέρχεται αναστολή εκτέλεσής της ποινής του, υπό την επιφύλαξη πάντα των διατάξεων περί μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας.
Η σταδιακή αυτή πορεία προς τη διεύρυνση των όρων χορήγησης της αναστολής εκτέλεσης της ποινής, προκειμένου να δοθεί λύση στο επιτακτικό πρόβλημα έλλειψης χώρου στα ελληνικά σωφρονιστικά καταστήματα, διαγράφεται καθαρά στις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις του άρθρου 99 του ποινικού κώδικα. Κατ’ αρχάς το ανώτατο ύψος ποινής που μπορούσε να ανασταλεί, ενώ αρχικώς τοποθετούνταν στους 6 μήνες, επεκτάθηκε μετά από διαδοχικές τροποποιήσεις της επίμαχης διάταξης μέχρι και τα 5 χρόνια, εκτεινόμενο δηλαδή σε όλες τις ποινές φυλάκισης και καλύπτοντας όλα τα πλημμελήματα. Το όριο μειώθηκε αμέσως μετά και τοποθετήθηκε πάλι στα 3 χρόνια.
Επιπρόσθετα, ο ποινικός δικαστής διέθετε αρχικά διακριτική απλώς ευχέρεια να αναστείλει ή όχι την εκτέλεση της ποινής, οφείλοντας να συνοδεύσει τη σχετική του απόφαση με ειδική αιτιολογία για τον λόγο που κρίνει ότι ο εγκλεισμός του καταδικασθέντος στη φυλακή δεν είναι αναγκαίος, προκειμένου να αποτραπεί εκείνος από την τέλεση κι άλλων αξιόποινων πράξεων. Η δυνητική αυτή χορήγηση αναστολής σταδιακά κατέστη υποχρεωτική. Υπό το προηγούμενο καθεστώς, προ της ψήφισης του νόμου 5090/2024, ο ποινικός δικαστής υποχρεούταν να αναστέλλει όλες τις φυλακτικές ποινές κάτω των 3 ετών και μόνο κατ’ εξαίρεση, επαρκώς και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, μπορούσε να παρεκκλίνει από αυτό τον κανόνα.
Τέλος, η έννοια του πρωτόπειρου εγκληματία, αναγόμενη όπως ειπώθηκε, σε βασικό δικαιολογητικό λόγο της αναστολής εκτέλεσης της ποινής γενικώς, επίσης άλλαξε βαθμιαία σημασιολογικό περιεχόμενο. Η λέξη πρωτόπειρος στην αρχή είχε κυριολεκτική σημασία, αφορούσε ένα πρόσωπο που δεν είχε ποτέ στο παρελθόν καταδικαστεί αμετάκλητα για την τέλεση κάποιου εγκλήματος. Αργότερα στην έννοια του πρωτόπειρου εντάχθηκαν όσοι δράστες είχαν μεν καταδικαστεί κατά το παρελθόν αμετάκλητα για κάποιο έγκλημα με ποινή όμως που δεν ξεπερνούσε τους 3 μήνες. Το όριο αυξήθηκε κι άλλο στους 6 μήνες και έφτασε τελικά το 1 έτος.
Η εισαγωγή του νόμου 5090/2024
Με την ψήφιση του νόμου 5090/2024 η ρύθμιση της αναστολής εκτέλεσης της ποινής μεταβλήθηκε ριζικά χάνοντας εν πολλοίς τη σημασία της, καθώς πλέον επισκιάζεται από τις ρυθμίσεις για τη μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, που κατά ρητή επιταγή του ποινικού νομοθέτη έρχονται σε πρώτη μοίρα. Πέρα από αυτό όμως αυστηροποιήθηκαν και οι προϋποθέσεις χορήγησής της θέτοντας σε αμφιβολία την αποτελεσματικότητά της ως μέτρο ειδικής πρόληψης.

Σε αντίθεση με την προηγούμενη νομοθετική κατεύθυνση η αναστολή εκτέλεσης ποινής καθίσταται τώρα η εξαίρεση. Για τη χορήγηση αναστολής πλέον απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 99 ΠΚ κατά πρώτον ποινή φυλάκισης έως 1 έτος. Παρατηρείται λοιπόν μείωση από τα 3 έτη στο 1, αλλαγή υπαγορευμένη από το πνεύμα αυστηροποίησης που διακατέχει τον ποινικό νομοθέτη. Επίσης, χρειάζεται ο δράστης να μην έχει καταδικαστεί στο παρελθόν αμετάκλητα με μία ή περισσότερες αποφάσεις σε ποινή μεγαλύτερη του 1 έτους. Τέλος, είναι απαραίτητη ειδική αιτιολογία του δικαστηρίου για την έλλειψη αναγκαιότητας στην εκτέλεση της ποινής, ώστε να αποτραπεί ο καταδικασθείς από την τέλεση περισσοτέρων αξιόποινων πράξεων.
Σε σχέση με όσα ίσχυαν προηγουμένως παρατηρείται λοιπόν το ακριβώς αντίστροφο. Ενώ δηλαδή προηγουμένως η χορήγηση αναστολής ήταν ο κανόνας και η πραγματική έκτιση της ποινής (που δεν υπερέβαινε τα 3 έτη) η εξαίρεση, που έπρεπε μάλιστα να αιτιολογείται ειδικά, τώρα η πραγματική έκτιση της ποινής καθίσταται ο κανόνας και η αναστολή χορηγείται κατ’ εξαίρεση.
Σημαντικό είναι κλείνοντας να τονιστεί πως κριτήριο για την ενεργοποίηση της αναστολής του άρθρου 99 ΠΚ ήταν και παραμένει καθαρά το ύψος της προηγουμένως δικαστικά επιβληθείσας στερητικής της ελευθερίας ποινής και όχι το είδος του τελεσθέντος εγκλήματος καθ’ αυτό. Ακόμη κι ένα κακούργημα δηλαδή, αξιόποινη πράξη φανερά αυξημένης κοινωνικής απαξίας, μπορεί ακόμη και σήμερα (αν και ομολογουμένως δύσκολα), υπό το αυστηρότερο πλέγμα προϋποθέσεων του νέου άρθρου 99 ΠΚ, να ανασταλεί, εφόσον έχει επιβληθεί ποινή φυλάκισης όχι μεγαλύτερη του 1 έτους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μαργαρίτης Λ., Νούσκαλης Γ., Παρασκευόπουλος Ν, Ποινολογία, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020.
- Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι, Νικόλαος Μπιτζιλέκης, Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Δίκαιο Ποινικών Κυρώσεων, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020
-
Αναστολή της ποινής με τον νέο ΠΚ: ποτέ και υπό ποιες προϋποθέσεις χορηγείται, kerchanatzidou-law.gr, διαθέσιμο εδώ