Του Σταύρου Πραβή,
Ο δρόμος προς την Μαντζουρία
Η Ιαπωνία, ξεκίνησε να ζει στον γοργό ρυθμό της ισχυρής εμπορικής δύναμης κατά τις αρχές του 20ου αιώνα, εκσυγχρονισμένη, με έναν ισχυρό στρατό κατά το δυτικό πρότυπο, που θέτει τα θεμέλια για το αποικιακό αυτοκρατορικό της όνειρο. Το τελευταίο μάλιστα επικυρώνεται με την πλήρη προσάρτιση της Κορέας, αλλά και με την εντυπωσιακή τους νίκη απέναντι στους Ρώσους. Παρά το νικηφόρο της πλαίσιο κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτελεί μια αναθεωρητική δύναμη (εσωτερικά) ως προς την Συνθήκη των Βερσαλλιών, καθώς η νέα έντονη ιμπεριαλιστική της πολιτική θα την έφερνε αντιμέτωπη με το οριοθετημένο ‘‘status quo’’ που είχε εγκαθιδρύσει, ή τουλάχιστον προσπάθησε να εγκαθιδρύσει η συνθήκη των Βερσαλλιών και η Κοινωνία των Εθνών. Αρχικά, προέβαλε το πρόσωπο της δύναμης που μεριμνά για την «διατήρηση της διεθνούς ειρήνης», ενώ την αναθεωρητική της στάση δεν θα την έδειχνε μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ´30, και εν τέλει θα την εκτελούσε με την εισβολή στην Μαντζουρία, και την μετατροπή της τελευταίας σε κράτος δορυφόρο. Πως έφτασε όμως η Ιαπωνία εκεί; Ποιοι λόγοι παροδικά ξεπέρασαν τα όρια της ανοχής της πολιτικής της;.

history.com
Η Ιαπωνία είναι μια βιομηχανική δύναμη, δέχθηκε πάρα πολύ έντονη εκβιομηχάνιση, παρ’όλα αυτά το έδαφος της δεν υπήρξε καθόλου πλεονεκτικό. Είναι φυσικά μια ορεινή χώρα με λίγες πεδιάδες και δεν διέθετε τις κατάλληλες πρώτες ύλες ούτως ώστε να κινητοποιήσει την βιομηχανία της, η οποία σε λίγα χρόνια θα αποτελούσε ένα από τα πιο τρανά παραδείγματα έπαρσης της αυτάρκειας στα οικονομικά συστήματα, της εθνικής οικονομίας, της πολεμικής βιομηχανίας, η οποία, με την τεράστια οικονομική της σημασία, θα οδηγούσε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Βασίστηκε, λοιπόν, ως δύναμη στις εισαγωγές πρώτων υλών, πετρελαίου, σιδήρου, καοτσούκ και πολλών άλλων.
Την δεκαετία του 1920, είναι στην Κοινωνία των Εθνών και κρατάει μια συντηρητική στάση, ενώ παίρνει μέρος και στις διακρατικές συνθήκες του 1922 περί ελέγχου ναυτικών εξοπλισμών, φαινόμενο το οποίο αποτέλεσε πυλώνα διακρατικής πολιτικής κατά τον Μεσοπόλεμο, και βασίστηκε στα θεμέλια της εγκαθίδρυσης της ειρήνης και της «αμοιβαίας καλής θέλησης» μέσω μαζικών ποικίλων αφοπλισμών. Το 1922, υπήρξε μια συμφωνία περιορισμού στόλων επιφάνειας, προς αποφυγή μιας νέας κούρσας εξοπλισμών. Η Ιαπωνία θα δείξει θετική πρόθεση για την διατήρηση αυτού του “status quo”, όμως αυτό που επιβλήθηκε είχε ως προέκταση την έντονη αντίδραση εσωτερικά στον ιαπωνικό στρατό. Μια φασιστική ιδεολογία ήδη επηρέαζε τον τελευταίο από το 1922, ενώ οι αντιδράσεις του, μαζί με την αναθεωρητική στάση της Ιαπωνίας, θα έρθουν στην επιφάνεια την δεκαετία του 1930. Επίσης, η ιαπωνική οικονομία είχε υποστεί σοβαρές ζημιές κατά την διεθνή ύφεση του 1929, ο κόσμος είχε εισέλθει σε ένα φάσμα προστατευτισμού στο εμπόριο, παράλληλα και με την έπαρση των προαναφερθέντων εθνικών οικονομιών και της υποστήριξης της αυτάρκειας. Οι δασμοί της Βρετανίας και της Γαλλίας προς τις Ιαπωνικές εμπορικές εξαγωγές προϊόντων υπήρξαν αποπνικτικές. Αποτέλεσμα ήταν η κατάρρευση του εμπορίου λόγω του πλήγματος που είχαν δεχθεί οι ιαπωνικές εξαγωγές. Υπήρξε συγκεκριμένα, 40% μείωση της βιομηχανικής παραγωγής σε δύο χρόνια, γεγονός το οποίο προκάλεσε ανεργία και κοινωνικές αναταραχές.
Τα πολλαπλά αυτά χτυπήματα που δέχθηκε η Ιαπωνία, και η μεγάλη έκταση της ανάγκης για πρώτες ύλες, δεν αποτέλεσαν παρά μόνο καύσιμο για τον βίαιο μιλιταρισμό της. Διείρχετο εις μιαν έντονη άνοδο μιλιταρισμού, ενώ το 1930 περίπου, το κράτος βρισκόταν υπό τον πλήρη στρατιωτικό έλεγχο. Στο πλαίσιο των προαναφερθέντων οικονομικών φαινομένων του Μεσοπολέμου, βασίστηκε και η τροφοδότηση του Ιαπωνικού στρατού. Ο κύκλος των μεγάλων εταιρειών (λόγου χάριν η Μιτσουμπίσι), ονόματι Ζαϊμπάτσου, επεδίωκε την άσκηση πολιτικού ελέγχου, λόγω της μεγάλης κρίσης, ενθάρρυναν το στράτευμα σε μια ιμπεριαλιστική πολιτική στην Μαντζουρία, δημιουργώντας μια σχέση αλληλεξάρτησης με τον ιαπωνικό στρατό, καθώς έβρισκαν μεγάλα οικονομικά συμφέροντα πώλησης στον τελευταίο. Ο όρος ‘‘zaibats’’ αποτελείται από δύο στοιχεία: 財 (zai, «πλούτος») και 閥 (batsu, «ομάδα», «κλίκα» ή «κληροδότημα»). Αρχικά ήταν ένας όρος που αναφερόταν σε πολιτικές ομάδες, αλλά από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει επιχειρηματικούς ομίλους. Η Ιαπωνία είχε ως εθνικό όραμα την κατάληψη των ασιατικών ακτών στην Κίνα, εκμεταλλευόμενη τον κινεζικό εμφύλιο, όμως μπροστά βρισκόταν η Μαντζουρία στα σύνορα με την Κορέα.

Οι Ιάπωνες ήταν συνδεδεμένοι συνοριακά, αλλά και εσωτερικά, είχε υπό τον έλεγχο της, την Νότια Μαντζουριανή Σιδηροδρομική Γραμμή και μέσω αυτής ήλεγχε μεγάλες σιδηροδρομικές μεταφορές ως προς το εμπόριο και την βιομηχανία, ενώ είχαν εγκαταστήσει οικισμούς και εμπορικούς σταθμούς. Οι Ιάπωνες, διέθεταν και το δικαίωμα της στρατιωτικής παρουσίας με το στράτευμα Κουάντούνγκ σε περιοχές της νότιας Μαντζουρίας, τυπικά για την προστασία της υποδομής του σιδηροδρόμου, πρακτικά ως μέσο επιρροής. Μάλιστα, βρίσκονταν σε συνεχή ένταση με τους σοβιετικούς, καθώς είχαν κληρονομήσει δικαιώματα από την τσαρική Ρωσία στην Βόρεια Μαντζουρία, κυρίως μέσω της Κινεζικής Ανατολικής Σιδηροδρομικής Γραμμής, η τελευταία συνέδεε το Βλαδιβοστόκ με την Μαντζουρία, ενώ οι σοβιετικοί διατηρούσαν προσωπικό, διπλωμάτες, και στρατιωτικούς συμβούλους στην περιοχή. Οι δύο πλευρές Ιαπώνων και Σοβιετικών είχαν διεισδύσει πολιτικά και στρατιωτικά στην περιοχή, η κάθε πλευρά με μια αμοιβαία δυσπιστία, θεωρώντας την απέναντι πλευρά απειλή και για τις δύο περιπτώσεις, υπήρξαν διαφωνίες για τελωνειακούς δασμούς, εμπορικές ζώνες, και φόρους. Οι Ιάπωνες, λοιπόν, πίεζαν την κινεζική κυβέρνηση να περιορίσει την σοβιετική επιρροή και οι Σοβιετικοί στήριζαν αντ-ιαπωνικά στοιχεία στην περιοχή (έμμεσα ή μέσω της Μογγολίας).
Το αποκορύφωμα
Το βορειο-ανατολικό ασιαστικό στρατιωτικό θέατρο, ήταν πλέον έτοιμο, οι Ιάπωνες δεδομένης της κατάστασής τους, σε συνδιασμό με τις σημαντικές πρώτες ύλες και τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις της Μαντζουρίας (τις οποίες χρειάζονταν απεγνωσμένα οι Ιάπωνες), πήραν την απόφαση της εισβολής και το μόνο που έμενε ήταν η εύρεση μιας αφορμής. Η αφορμή αυτή, θα ήταν ένας μάλλον τεχνητός εκτροχιασμός τρένου ούτως ώστε να κατηγορήσουν τους κινέζους στρατιώτες (προβοκάτσια του Μουκντέν) και να χρησιμοποιηθεί το περιστατικό ως πρόφαση για πλήρη εισβολή στην Μαντζουρία. Η Ιαπωνία εισέβαλε, και κατέκτησε την Μαντζουρία σε σύντομο χρονικό διάστημα, οριοθετώντας το κράτος-μαριονέτα του Μαντσουκούο με τον Που Γι ως «ηγέτη».

Η αδυναμία της Κοινωνίας των Εθνών
Η αντίδραση της Κοινωνίας των Εθνών στην Κρίση της Μαντζουρίας (1931–1933) είναι κλασικό παράδειγμα διπλωματικής αδυναμίας και αποτυχίας συλλογικής ασφάλειας. Παρόλο που τυπικά καταδίκασε την ιαπωνική ενέργεια, δεν κατάφερε να την ανακόψει ούτε να επιβάλει ουσιαστικές κυρώσεις. Σύμφωνα με τις αρχές της ΚτΕ περί συλλογικής ασφάλειας και σεβασμού της κυριαρχίας των κρατών, ζητήθηκε η παρέμβασή της. Δεν ενήργησε αμέσως, και έστειλε μια «διερευνητική επιτροπή» υπό τον βρετανό διπλωμάτη Λόρδο Λύτον (Lytton Commission) το 1932. Η επιτροπή έφτασε στην περιοχή 5 μήνες μετά το γεγονός, ενώ πήρε σχεδόν έναν χρόνο για να συντάξει την πλήρη έκθεσή της επί του συμβάντος. Κατά την Έκθεση Λύτον τον Οκτώβρη του 1932, δεν δικαιώθηκε η ιαπωνική εκστρατεία, την χαρακτήρισε (προφανώς) παράνομη πράξη επιθετικότητας, ενώ δεν αναγνώρισε το κράτος-μαριονέτα του Μαντσουκούο. Δεν πρότεινε κυρώσεις ούτε στρατιωτική δράση, καθώς η ΚτΕ, προς καμία έκπληξη, δεν είχε τα μέσα ή την βούληση να εφαρμόσει την απόφασή της (ούτε το συμφέρον). Όλα αυτά μάλιστα οδήγησαν και στην θεαματική αποχώρηση της Ιαπωνίας από την Κοινωνία των Εθνών το 1933, απορρίπτοντας εντελώς το πόρισμα της τελευταίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ian Kershaw (2016), Στην Κόλαση των Δύο Πολέμων Ευρώπη, 1914-1949, εκδ. Αλεξάνδρεια
- Eric Hobsbawm (2010), Η Εποχή των Άκρων: Ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914-1991, εκδ. Θεμέλιο
- Paul Kennedy (2017), The Rise and Fall of the Great Powers, εκδ. Harper Collins Publishers