Της Νικολέτας Καραθανάση,
Η περιοχή του Κασμίρ στην Νότια Ασία, αποτελεί για πάνω από 75 χρόνια το μήλον της έριδος μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, επιβεβαιώνοντας την ευθραυστότητα των σχέσεων των δύο πυρηνικών δυνάμεων. Τα γεγονότα της άνοιξης του 2025, με τη σφαγή τουριστών που σημειώθηκε στο ινδικό Κασμίρ, σηματοδοτεί την έναρξη μιας καινούργιας κρίσης, η οποία, σύμφωνα με την κυβέρνηση του Πακιστάν, αποσοβήθηκε χάρη στη διορατικότητα και αποτελεσματική διπλωματική παρέμβαση του Αμερικανού Προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ.
Ο χωρισμός του Κασμίρ σε τρεις ζώνες κατοχής, από την Ινδία, το Πακιστάν και την Κίνα, αποκαλύπτει τη στρατηγική και πολιτική σημασία της περιοχής και θεμελιώνει τους λόγους για τους οποίους απασχολούσε και συνεχίζει να απασχολεί τη διεθνή κοινότητα. Το 2025, βρίσκεται έντονα στρατιωτικοποιημένο, ενώ μετά την επίθεση στην ινδική πλευρά του, με αποτέλεσμα τον θάνατο 26 τουριστών, εκ των οποίων η πλειοψηφία ήταν Ινδοί ινδουιστές προσκυνητές, οι ισορροπίες διαταράχθηκαν πλήρως. Μέσα από επίσημες δηλώσεις της Ινδίας υπαίτια ήταν η κυβέρνηση του Πακιστάν που υποκίνησε ομάδες με ισλαμικά χαρακτηριστικά με σκοπό την υλοποίηση της επίθεσης. Η ινδική κυβέρνηση ονομάτισε τις ομάδες στις οποίες επιρρίπτει ευθύνες, αναφερόμενη συγκεκριμένα στις Lashkar-e- Taiba (LeT) και Jaish-e-Mohammed (JeM), οι οποίες εδρεύουν στο Πακιστάν και υποστηρίζονται, μάλιστα, από πακιστανικά δίκτυα για τη δράση τους στο Κασμίρ.
Η πακιστανική πλευρά, με τη σειρά της, απάντησε στις ινδικές κατηγορίες περί υπαιτιότητας της επίθεσης με άρνηση. Η κυβέρνηση Πακιστάν, προέβη σε δημόσια επίσημη καταδίκη της επίθεσης και εξέφρασε συλλυπητήρια, ενώ η πρόταση της για διεξαγωγή κοινής έρευνας με την Ινδία απορρίφθηκε από την ινδική πλευρά. Παράλληλα, υπογράμμισε πως οι κατηγορίες που δέχεται είναι μη υποστατές και πολιτικά υποκινούμενες, και στοχεύουν στην εκτροπή της προσοχής από τη συστηματική καταπίεση που βιώνει ο πληθυσμός του ινδικού Κασμίρ. Το Πακιστάν προτίμησε να ανταποδώσει τις βαρυσήμαντες κατηγορίες σε διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο -όχι σε στρατιωτικό. Δηλαδή, δεν εξαπέλυσε επιθέσεις, αλλά αντιθέτως απαγόρευσε όλες τις εισαγωγές από την Ινδία, έκλεισε τον εναέριο χώρο της για ινδικά αεροσκάφη και έπαυσε τις συζητήσεις για εμπορικές και περιβαλλοντικές συμφωνίες. Ταυτόχρονα, ενεργοποίησε την εφεδρεία σε ορισμένες περιοχές της Γραμμής Ελέγχου, απέλασε Ινδούς διπλωμάτες και έκλεισε τη γραμμή επικοινωνίας ανάμεσα σε διπλωματικές αποστολές. Τέλος, το Υπουργείο Εξωτερικών της Πακιστανικής Κυβέρνησης, επιδόθηκε και σε επιπλέον ρητορική, δηλώνοντας τα εξής: «Αν η Ινδία επιθυμεί σύγκρουση, θα τη βρει. Αν επιθυμεί ειρήνη, θα τη βρει επίσης. Αλλά δε θα δεχτούμε να γινόμαστε αποδιοπομπαίοι τράγοι για ό,τι συμβαίνει στο εσωτερικό της».

Η νοσούσα πραγματικότητα στις σχέσεις μεταξύ Ινδίας-Πακιστάν, φάνηκε να εξυγιαίνεται, έπειτα από διπλωματικές παρεμβάσεις της Κίνας, της Σαουδικής Αραβίας και, κυρίως των ΗΠΑ, τον Πρόεδρο των οποίων η Πακιστανική Κυβέρνηση πρότεινε για Νόμπελ Ειρήνης 2026, θέτοντας ερωτήματα για την υφή των σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών.
Η εμπλοκή, σε διπλωματικό επίπεδο, των προαναφερθέντων δυνάμεων, έγινε παρασκηνιακά, «πίσω από κλειστές πόρτες» όπως σημειώθηκε. Παρόλο που το State Department έδρασε κατά τη διάρκεια των εξελίξεων, δηλαδή στις 24 Απριλίου, με επίσημη ανακοίνωση με την οποία έκανε έκκληση για αυτοσυγκράτηση και από τις δύο πλευρές, με ενέργειες όμως που να συμμορφώνονται με τις επιταγές του Διεθνούς Δικαίου, ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ εφάρμοσε διαφορετική προσέγγιση. Μέσω τηλεφωνικών επικοινωνιών, τόσο με τον Ινδό Υπουργό Εξωτερικών, όσο και με τον Πακιστανό Πρωθυπουργό, κατάφερε να επιτύχει μία σύγκληση για άτυπη εκεχειρία, ενέργεια στην οποία εμπλέκονται και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία. Ταυτόχρονα, υπάρχουν πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται σε παρασκηνιακή δράση της CIA, με σκοπό τον κατευνασμό του πνεύματος στην Ινδία. Συγκεκριμένα, μη επιβεβαιωμένες πληροφορίες, κάνουν λόγο για συνεργασία της CIA με την πακιστανική υπηρεσία πληροφοριών (ISI), με σκοπό τον περιορισμό των ενεργειών εξτρεμιστικών ομάδων. Τέλος, η Αμερική, αναφερόμενη στο Ισλαμαμπάντ, τόνισε πως οποιαδήποτε χρήση πυραυλικών όπλων κατά ινδικών πόλεων θα αξιολογηθεί ολιστικά αρνητικά και θα επιφέρει διεθνή απομόνωση.
Η παρέμβαση αυτή όμως του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ, αξιολογήθηκε θετικά από την Κυβέρνηση του Πακιστάν, η οποία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις 20 Ιουνίου ανέφερε τα εξής: «Η κυβέρνηση Πακιστάν προτείνει τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ για το Βραβείο Νόμπελ 2026. Η κυβέρνηση του Πακιστάν έχει επισήμως αποφασίσει να προτείνει τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ για το Βραβείο Νόμπελ 2026, σε αναγνώριση της αποφασιστικής διπλωματικής του παρέμβασης και της κομβικής του ηγεσίας κατά τη διάρκεια της κρίσης Ινδίας-Πακιστάν». Η κυβέρνηση του Πακιστάν πρόσθεσε ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος «επέδειξε μεγάλη στρατηγική διορατικότητα και εξαιρετική κυβερνητική συμπεριφορά τόσο στην επικοινωνία του με το Ισλαμαμπάντ όσο και με το Νέο Δελχί». Έτσι, του αναγνωρίζει στοιχεία γνήσιου ειρηνοποιού με προσήλωση στην επίλυση συγκρούσεων μέσω του διαλόγου, χαρακτηριστικά που επιβεβαιώνονται σαφώς στην προκειμένη περίπτωση αλλά χωρίς να έχουν ευρεία εφαρμογή.

Ακολούθως, σφοδρές αντιδράσεις εξαπλώθηκαν σε ολόκληρο το Πακιστάν, όπου ομάδες ακτιβιστών, διανοητών και πρώην διπλωματών άσκησαν ανοιχτή και άμεση κριτική στην πακιστανική Κυβέρνηση για την κίνηση στην οποία προέβη. Συγκεκριμένα, την κατηγόρησαν για “crass flattery”, «έλλειψη αξιοπρέπειας» και «ηθική κενότητα», καθώς στηρίζει εμφανώς τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος στηρίζει εμφανώς τις ισραηλινές επιθέσεις κατά των Παλαιστινίων. Η λαϊκή απαίτηση ήταν να ανακληθεί η πρόταση υποψηφιότητας. Το Νέο Δελχί απάντησε σχεδόν αμέσως, τονίζοντας ότι η αμερικανική παρέμβαση είναι φημολογίες και ότι η λύση των συγκρούσεων επήλθε αποκλειστικά με συζητήσεις μεταξύ των στρατιωτικών διοικήσεων Ινδίας-Πακιστάν.
Η πρόταση Νόμπελ εξυπηρετεί τις διπλωματικές επιδιώξεις και την πολιτική προσέγγισης του Πακιστάν, αφού σίγουρα δεν επρόκειτο μόνο για πράξη ευγνωμοσύνης στην διπλωματική παρέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών και του Τραμπ. Από τη μία, στοχεύει να παρουσιαστεί στη διεθνή πολιτική σκηνή ως ένα κράτος που υποστηρίζει τον διάλογο και την διπλωματική επίλυση προβλημάτων, ανεξαρτήτως πολιτικών προσωπικοτήτων. Από την άλλη, όμως, με την πρόταση Τραμπ, το Πακιστάν φιλοδοξεί να δώσει ένα ηχηρό μήνυμα επιθυμίας για περαιτέρω σύγκληση με την Αμερική, εφόσον ο ίδιος ο Πρόεδρος των ΗΠΑ έχει δηλώσει ότι επιδιώκει ένα Νόμπελ Ειρήνης ή έστω μια υποψηφιότητα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Το Πακιστάν προτείνει τον Τραμπ για το Νόμπελ Ειρήνης 2026, protothema.gr, διαθέσιμο εδώ
- Pakistan debates Trump Nobel peace prize nomination after US strikes on Iran, theguardian.com, διαθέσιμο εδώ