Του Γιώργου Κωνσταντινίδη,
Θεωρητικό υπόβαθρο
Το 2015 ο πολιτικός επιστήμονας Graham Allison και καθηγητής στο Harvard αναβίωσε τον όρο «Παγίδα του Θουκυδίδη», ο οποίος αφορά διακρατικές περιπτώσεις, όπου ένας ανερχόμενος πόλος εξουσίας (rising power σύμφωνα και με τον Robert Gilpin) στο διεθνές σύστημα αποκτά αρκετή ισχύ, ώστε να απειλήσει τη πρωτοκαθεδρία μίας παραδοσιακά κυρίαρχης δύναμης (dominant power). Αρχικά, σκοπός του άρθρου είναι μια συγκριτική ιστορική ανάλυση χρησιμοποιώντας θεωρητικά μεθοδολογικά εργαλεία διεθνών σχέσεων ώστε να αποσαφηνιστεί στην ολότητα του ο ορός αυτός και ως προς τι προτάσσει.
Πιο συγκεκριμένα, η λεγόμενη «Παγίδα του Θουκυδίδη» ταυτίστηκε με τον αρχαίο Έλληνα ιστορικό Θουκυδίδη, ο οποίος στο αρχαίο έργο του κατέγραψε την Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, καθώς επιχείρησε επίσης να προσδιορίσει τα βαθύτερα αίτια της σύγκρουσης μεταξύ των δυο κυρίαρχων πόλεων – κρατών της Κλασικής Εποχής, Αθήνας και Σπάρτης (και των συμμάχων τους) στον τότε ελλαδικό χώρο.
Ειδικότερα, ως την «αληθέστατην πρόφασίν» του πολέμου, θεωρούσε ο αρχαίος ιστορικός τον «φόβο» που δημιούργησε στους Λακεδαιμονίους η ραγδαία ανάπτυξη της Αθηναϊκής ηγεμονίας στον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια της «Πεντηκονταετίας» που ακολούθησε τους Περσικούς Πολέμους. Οι Σπαρτιάτες δηλαδή, αισθάνθηκαν, έπειτα από προτροπές των Κορινθίων, πως αν δεν δρούσαν αποφασιστικά και δεν έθεταν φραγμό στην συνεχόμενη και ατελεύτητη επέκταση της επιρροής των Αθηναίων, θα απειλούνταν η δική τους ανεξαρτησία και της Πελοποννησιακής Συμμαχίας αντίστοιχα. Η σύγκρουση λοιπόν, των δυο ισχυρότερων πόλων εξουσίας, δομούνταν ως «αναπόφευκτη». Μολαταύτα, το ιστορικό γίγνεσθαι, αν και έχει παρουσιάσει παρόμοια μοτίβα αλλαγών των ισορροπιών ισχύος στο διεθνές σύστημα, η σύγκρουση δεν αποτελεί οπωσδήποτε έναν «νομοτελειακό κανόνα». Εδώ αξίζει να αναφερθεί πως, ο ίδιος ο Allison στο έργο του, έχει καταγράψει κατά τις τελευταίες εκατονταετίες 16 περιπτώσεις από τις οποίες οι 12 κατέληξαν σε σύγκρουση (σύμφωνα με την «Παγίδα»), ενώ 4 (που θα αναλυθούν παρακάτω εκτενέστερα) δεν επιβεβαίωσαν το ντετερμινιστικό ερμηνευτικό αυτό μοντέλο.

Επιπλέον, ως ένα ακόμη «ερμηνευτικό κλειδί», για να κατανοήσει κανείς τη δράση των κρατών στο παγκόσμιο διεθνές σύστημα, μπορεί να θεωρηθεί ο «επιθετικός ρεαλισμός» (offensive realism) του John J. Mearsheimer, ανθρώπου της ρεαλιστικής σχολής. Ειδικότερα, σύμφωνα με αυτό τον όρο, ένας γενικευμένος πόλεμος είναι πολύ πιο πιθανός να ξεσπάσει, όταν σύμφωνα με τους τρόπους της (άνισης) κατανομής ισχύος στο διεθνές σύστημα, δημιουργείται ένα «ανισόρροπο» πολυπολικό σύστημα, στο οποίο τα κράτη επιδιώκουν την ηγεμονία όταν συσσωρεύσουν επαρκή ισχύ. Το «αναρχικό» πολυπολικό σύστημα λοιπόν, όπως τόνιζε και ο G. Lowes Dickinson στο έργο του ‘‘The European Anarchy”, αναφερόταν στα αίτια του ξεσπάσματος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ως ρίζα του προβλήματος θεώρησε τη φύση αυτού του συστήματος και την έλλειψη ενός θεσμού συλλογικής ασφάλειας (ο οποίος θεσμός έμελλε έπειτα να είναι η ΚτΕ και ο ΟΗΕ). Εντούτοις, ο επιθετικός ρεαλισμός, μεν αναδεικνύει τους κίνδυνους και τις αλλαγές στις ισορροπίες ισχύος στο διεθνές σύστημα, αλλά αγνοεί άλλους μείζονες παράγοντες όπως ο ψυχολογικός παράγοντας των πολιτικών ηγετών του κάθε κράτους, το μοίρασμα των αγορών, ή άλλες κοινωνικές μεταβλητές που δεν προβάλλουν το διεθνές σύστημα ως μονολιθικό ή αυστηρά ενιαίο.
Ένας όμως «Ηγεμονικός Πόλεμος» για τη κυριαρχία μιας δύναμης στη διεθνή «σκακιέρα», ευθυγραμμίζεται σε ένα βαθμό με την ουσία της «Παγίδας του Θουκυδίδη». Όπως, λοιπόν, προαναφέρθηκε, συντηρητικές δυνάμεις και παλαιοί κυρίαρχοι παράγοντες του διεθνούς συστήματος, όταν οι δυνατότητες τους οριοθετούνται μετά από μακρόχρονη ακμή και οι διαθέσιμοι πόροι εξαντλούνται, νέοι πόλοι (με ηγεμονικές τάσεις) δύνανται να αναδυθούν και να επιζητήσουν, αναδιανομή της εξουσίας, μέσω του πολέμου, καθώς υφίσταται και ο παράγοντας του κέρδους και του ρίσκου, που κάθε μεγάλη δύναμη – αναδυόμενη και μη – οφείλει πάντα να υπολογίζει.
Συγκριτική ιστορική θεώρηση
Αναφέρθηκε το παράδειγμα του Πελοποννησιακού Πολέμου, όπου οι Λακεδαιμόνιοι ωθήθηκαν σε πόλεμο έναντι της ολοένα ενισχυόμενης Αθηναϊκής ηγεμονίας με προτροπή των Κορινθίων συμμάχων τους. Ένα αίσθημα καταναγκασμού που υπογράμμιζε τον φόβο του «ή τώρα ή ποτέ» καθώς οι Σπαρτιάτες ένιωθαν ανασφάλεια για την κυριαρχία τους. Παρόμοια παραδείγματα σύγκρουσης παρατηρούνται και κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα στην γηραιά ήπειρο έναντι της κυριαρχίας της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Πιο συγκεκριμένα, ο ανταγωνισμός αυτός που είχε διττή φύση (και θρησκευτική χροιά) μεταξύ της ανερχομένης Γαλλίας και της κατεστημένου οίκου των Αψβούργων οδήγησε σε έναν από τους καταστρεπτικότερους ευρωπαϊκούς πολέμους (τον Τριακονταετή Πόλεμο: 1618 – 1648) που κατέληξε στην συνθήκη ειρήνης της Βεστφαλίας και έπειτα ακολούθησε η παρακμή της ισχύος των Αψβούργων και η αντίστοιχη άνοδος της Γαλλίας και της Σουηδίας.

Επίσης, μια άλλη περίπτωση ευρωπαϊκής σύγκρουσης που συγκλίνει απόλυτα με το «μοτίβο», είναι αυτή της Γαλλικής Επανάστασης και των Ναπολεόντειων Πολέμων (1789 – 1815), όπου η απειλή της καθολικής γαλλικής ηγεμονίας στη γηραιά ήπειρο, απείλησε άμεσα τους Βρετανούς, τους Ρώσους, τους Πρώσους και τους Αυστριακούς. Ειδικότερα, λόγω της ραγδαίας επέκτασης της γαλλικής επιρροής υπό τον Ναπολέοντα (το 1804 έγινε Αυτοκράτωρ της Γαλλίας), δημιουργήθηκε ένας φόβος υπαρξιακής σημασίας στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις, με αποτέλεσμα να συγκροτηθούν επτά διαδοχικοί συνασπισμοί εναντίον της Γαλλίας κατά τα έτη 1803 – 1815. Έπειτα από τη συντριβή της Γαλλίας, οι δυνάμεις της Βρετανίας, Αυστρίας και Ρωσίας βγήκαν ενισχυμένες από τη σύγκρουση, διαμορφώνοντας μια νέα τάξη πράγματων (ή μάλλον επαναφορά της Παλαιάς) στην Ευρώπη.
Βέβαια, αξίζει να αναφερθεί, πως καθώς δε πρόκειται για μια «προφητική» ή «νομοτελειακή» θεώρηση των διεθνών σχέσεων, υπήρξαν περιπτώσεις όπου η σύγκρουση αποφεύχθηκε, όπως ήταν η περίπτωση της Βρετανίας και των ΗΠΑ κατά τις αρχές του 20ου αιώνα, ενώ υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις για σύγκρουση. Ο πολιτικός ρεαλισμός και από τις δυο πλευρές, καθώς ήλθαν σε συνεννόηση (γεγονός που το δόγμα απομονωτισμού των ΗΠΑ συνέβαλε στο να μη προβληθεί ως απειλή στα παγκόσμια συμφέροντα των Βρετανών), απομάκρυνε τη περίπτωση της οικονομικής ανόδου των ΗΠΑ από το «Θουκυδίδειο μοντέλο». Μολαταύτα, παρόμοια συνεννόηση δεν παρατηρήθηκε στην περίπτωση της Γερμανίας, η οποία ενοποιήθηκε το 1871. Υπό την ηγεσία του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄ λοιπόν, η Γερμανία αναδείχθηκε ως μια από τις 3 ισχυρότερες βιομηχανικές δυνάμεις της υφηλίου, και αποτελούσε έναν ισχυρότατο νέο πόλο ισχύος στο διεθνές σύστημα, το οποίο ήταν ήδη ασταθές (ή αναρχικό) κατά το πέρασμα του 19ου αιώνα στον 20ο. Ωστόσο, ο σημαντικότερος λόγος που θορυβήθηκε τόσο η Βρετανία (fear factor), ήταν η δημιουργία ενός ισχυρού ναυτικού εκ μέρους της Γερμανίας, το οποίο την έθετε σε άμεση τροχιά σύγκρουσης με τα παγκόσμια συμφέροντα των Βρετανών. Το ετοιμοπόλεμο κλίμα που κυριαρχούσε στην Ευρώπη λόγω της ανόδου της Γερμανίας (και του ρεβανσισμού από μεριάς της Γαλλίας), σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες βέβαια (εθνικισμός, ιμπεριαλισμός, μιλιταρισμός, συμμαχικά μπλοκ) οδήγησαν συνολικά στην έκρηξη ενός πολέμου παγκόσμιας κλίμακας με πρωτοφανή χαρακτηριστικά.

Όσον αφορά τη μεταπολεμική περίοδο (1945 – 1991), η απειλή της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ από την ΕΣΣΔ και λόγω ενός φαύλου κύκλου δυσπιστίας και αμοιβαίων παρανοήσεων (σύμφωνα με την μεταναθεωρητική σχολή σκέψης του Ψυχρού Πολέμου) των προθέσεων της μιας πλευράς από την άλλη αντίστοιχα, υπήρξε ένα πολωμένο και ιδεολογικά φορτισμένο διεθνές σύστημα, με περιφερειακές συγκρούσεις μεν, αλλά χωρίς να προκληθεί γενικευμένη πολεμική σύρραξη ή κατά μέτωπο σύγκρουση μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην εμφάνιση μιας νέας μεταβλητής που ρύθμιζε τις διεθνείς συμπεριφορές, αυτή της ατομικής βόμβας και του αισθήματος της αμοιβαίας καταστροφής (Mutually Assured Destruction – MAD) που λειτουργούσε ως αποτρεπτικός παράγοντας ως προς τη κλιμάκωση του ανταγωνισμού.
Αποτίμηση
Παρά το γεγονός ότι, η Θουκυδίδειος παγίδα, εμφανίζει συγκεκριμένα μοτίβα ως προς την αναδιανομή της ισχύος στο διεθνές σύστημα και πως φόβοι υπαρξιακής σημασίας ή οικονομικές ανάγκες μπορεί να ωθήσουν μεγάλες δυνάμεις να συγκρουστούν μεταξύ τους – αφού πρώτα έχουν λάβει υπόψιν το κόστος τα κέρδη που μπορεί να αποκομίσουν από έναν ηγεμονικό πόλεμο – δεν θεωρείται μια «προφητική παγίδα». Εμπεριέχεται δηλαδή και ο ανθρώπινος παράγοντας και οι ιστορικές συγκυρίες και οι θεσμοί συνεργασίας που υπάρχουν για να αποτρέπουν κλιμακώσεις του διεθνούς ανταγωνισμού. Πιο ορθά, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα ερμηνευτικό μέσο που διαμηνύει τους κίνδυνους που ελλοχεύουν όταν οι συσχετισμοί ισχύος διεθνώς μεταβάλλονται. Οι πόλεμοι δηλαδή, δεν είναι αναπόφευκτοι ιστορικά, αλλά όπως τονίζει και ο Ηλίας Κουσκουβέλης, η αληθινή «Παγίδα», είναι οι λανθασμένοι πολιτικοί χειρισμοί κάθε πλευράς – οι οποίοι είναι μάλλον και απόρροια παρεξηγημένων εκτιμήσεων – όπως επίσης και τα ανθρώπινα πάθη και η ανθρώπινη φύση που πολλές φορές προβάλλει την επιθυμία για περαιτέρω εξουσία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Χατζηβασιλείου Ευανθης (2001), Εισαγωγή στην Ιστορία του Μεταπολεμικού Κόσμου (επιμ. Κούρση Μαρία), εκδ. Πατάκη
- Πολύχρονος Αναστάσιος (2022), Οι Ψυχολογικές Επιχειρήσεις στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, Η Περίπτωση του Θουκυδίδη, εκδ. Γκοβοστη
- Gilpin Robert (1981), War and Change in World Politics, εκδ Cambridge University Press
- Mearsheimer J. John (2001), The Tragedy of Great Power Politics, εκδ. University of Chicago
- Kennedy Paul (1987), The Rise And Fall of The Great Power, Economic Change and Military Conflict from 1500 – 2000, εκδ. Random House New York
- Allison Graham (2017), Destined For War: Can America and China Escape Thucydides’ Trap, εκδ. Houghton Mifflin Harcourt
- Kouskouvelis Ilias (2017), The Thucydides Trap: A Distorted Compass:, irinfo, διαθέσιμο εδώ