Του Σπύρου Σκοτώρη,
Ιστορικό
Ο δικονομικός θεσμός της προσωρινής κράτησης αποτελεί αδιαμφισβήτητα ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια των διωκτικών αρχών προκειμένου να εξυπηρετείται ο σκοπός της αποφυγής τέλεσης νέων αδικημάτων εκ μέρους του κατηγορουμένου ενώ παράλληλα διασφαλίζεται με αυτόν τον θεσμό και η παρουσία του στην ποινική διαδικασία και η υποβολή του στην εκτέλεση της τυχόν καταδικαστικής απόφασης (282 ΚΠΔ). Η ανάγκη, όμως, για την προστασία του προσωρινά κρατούμενου από δικαστικές αυθαιρεσίες επέβαλε τη θέσπιση ανώτατου χρονικού ορίου ισχύος του συγκεκριμένου μέτρου και μάλιστα με συνταγματική περιβολή(6 παρ. 4 Σ). Στο πλαίσιο αυτό, τέθηκε το ζήτημα της προσωρινής κρατήσεως επί αληθινής συρροής εγκλημάτων. Ειδικότερα, στην υπόθεση που θα μας απασχολήσει παρακάτω, τίθεται το ερμηνευτικά αυξημένης δυσκολίας ζήτημα της επιβολής διαδοχικών προσωρινών κρατήσεων επί αληθινής πραγματικής συρροής εγκλημάτων τα οποία εν προκειμένω δεν μπορούν να ομαδοποιηθούν υπό τη σκέπη του κατ΄ εξακολούθηση εγκλήματος.
Στην υπό κρίση περίπτωση, ασκήθηκε αρχικώς ποινική δίωξη για σωρεία κακουργηματικών και πλημμεληματικών πράξεων (42 + 336 παρ. 3-4, 337 παρ.1,42 + 339 παρ.1β, 348Γ παρ.1 β, γ, ΠΚ και2, 23 παρ.1 β -20 παρ.1, 2, 3, 40, 41, 43 παρ.1, 2γ, 3 ν. 4139/2013) εις βάρος πλειόνων ανήλικων θυμάτων σε διάστημα περίπου 9 μηνών (από Αύγουστο 2023 έως Απρίλιο 2024) και συνακόλουθα, μετά την απολογία του κατηγορουμένου, επιβλήθηκε προσωρινή κράτηση δυνάμει του από 27/2024 εντάλματος προσωρινής κράτησης της Ανακρίτριας Κω. Περίπου 10 μήνες αργότερα, ασκήθηκε εναντίον του συμπληρωματική δίωξη κινούμενη κατά βάση γύρω από τα ίδια αδικήματα, κάποια εκ των οποίων (των νέων) συνιστούν εξακολούθηση των ήδη διωχθέντων αδικημάτων. Με το πέρας της απολογίας του, ανέκυψε διαφωνία μεταξύ εισαγγελέως και ανακρίτριας σχετικά με τη δυνατότητα διαδοχικής επιβολής προσωρινής κράτησης και για τα επιπλέον των αρχικών αδικήματα, αναφορικά με τον ερμηνευτικό συνδυασμό και την εφαρμογή των άρθρων 6§4 Συντάγματος και 293§2 ΚΠΔ, δηλαδή για την υπαγωγή του συνόλου των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως αυτής στην έννοια της «ίδιας υπόθεσης» κατά το 6§4 του Συντάγματος.
Διαφωνία
Κατά την εισαγγελέα, η εφαρμογή του άρθρου 293§2 στην προκειμένη περίπτωση οδηγεί στη δυνατότητα επιβολής νέας προσωρινής κράτησης για τους ακόλουθους σωρευτικά συντρέχοντες λόγους. Κατ’ αρχάς, προφανώς σε αυτή την υπόθεση δεν προκύπτει ζήτημα κατ΄ εξακολούθηση εγκλήματος(τουλάχιστον όχι για όλα τα συρρέοντα αδικήματα) λόγω της ετερότητας των φορέων των εννόμων αγαθών που εθίγησαν αφού πρόκειται για εγκλήματα που θίγουν προσωποπαγή έννομα αγαθά, επομένως δεν προκύπτει και ζήτημα εφαρμογής του περιορισμού του 293§1 ΚΠΔ. Επιπροσθέτως, η συμπληρωματικώς ασκηθείσα δίωξη δεν ήταν δυνατό να ασκηθεί ούτε με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας που διαμορφώθηκε αρχικά, ούτε εντός εύλογου χρόνου από την άσκηση της πρώτης (ως εύλογος χρόνος νομολογιακά μάλλον ορίζεται το τρίμηνο – αντίθετη η άποψη της θεωρίας περί εξαμήνου κατά Μαργαρίτη, Καρρά, Παπαδαμάκη). Εντούτοις, το ζήτημα των χρονικών περιθωρίωνδεν φαίνεται να αποτέλεσε την αιτία της διαφωνίας.

Το σημαντικότερο ζήτημα αφορούσε στην ερμηνεία του όρου «ίδια υπόθεση» κατά το αντίστοιχο άρθρο του Συντάγματος. Σύμφωνα με την εισαγγελέα, λοιπόν, οι αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις δεν εμπίπτουν στην έννοια της ίδιας υποθέσεως καθότι, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για συναφείς πράξεις που τελέστηκαν από τον ίδιο (128, 129 ΚΠΔ), δεν αφορούν στο ίδιο ιστορικό γεγονός ούτε σε ένα ενιαίο εγκληματικό σχέδιο. Αυτό διότι το μεν έλαβαν χώρα σε πλείονες τόπους και χρόνους σε ένα εξαιρετικά ευρύ χρονικό πλαίσιο, στοιχείο απαγορευτικό για την ένταξη των αναφερόμενων πράξεων σε συγκεκριμένο και οριοθετημένο ιστορικό γεγονός, ειδικά από τη στιγμή που δεν πρόκειται για διαρκή εγκλήματα, το δε αφορούν προσωποπαγή έννομα αγαθά επομένως δεν εντάσσονται στο κατ΄ εξακολούθηση έγκλημα.
Σε αυτό το νομικό ζήτημα εντοπίζεται η διαφοροποίηση της ανακρίτριας, η οποία θεώρησε πως η έκδοση δεύτερου εντάλματος προσωρινής κράτησης θα προσέκρουε στο Σύνταγμα και ειδικότερα στην έννοια της «ίδιας υπόθεσης» καθώς, κατά την άποψή της, η εξεταζόμενη υπόθεση, νοούμενη ως σύνολο, εντάσσεται στον παραπάνω όρο, ενώ παράλληλα, προς επίρρωση της άποψής της, επικαλείται και το σταθερό και απαράλλαχτο modusoperandi που αναφαίνεται στη δράση του κατηγορουμένου. Στοιχείο που αποδυνάμωσε την πρότασή της σίγουρα αποτέλεσε η εσφαλμένη αναφορά της στο βούλευμα υπ’ αριθμόν 1045/2001 ΣυμβΕφΘεσ το οποίο αναφερόταν σε κατ΄ εξακολούθηση τελεσθέντα αδικήματα.
Τελικώς, η διαφωνία επιλύθηκε από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών υπέρ της εισαγγελέως και διατάχθηκε η έκδοση δεύτερου εντάλματος προσωρινής κράτησης, αφού το Συμβούλιο υιοθέτησε πλήρως τις προαναφερόμενες απόψεις της.
Σχολιασμός
Κατά την άποψή μου, στην υπόθεση αυτή δημιουργήθηκε σύγχυση μεταξύ αφενός της έννοιας του «κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος» και αφετέρου των εννοιών της «ίδιας υπόθεσης» και του «ίδιου ιστορικού γεγονότος» καθώς η ανακρίτρια ουδέποτε διέλαβε ότι η απαγόρευση έκδοσης δεύτερου εντάλματος συναντά τον περιορισμό της παραγράφου 1 του 293 ΚΠΔ και θεωρώ άστοχη τη νοηματική σύνδεση των υπολοίπων επιχειρημάτων της με την αυταπόδεικτα εσφαλμένη αναφορά της στο βούλευμα 1045/2001 ΣυμβΕφΘεση οποία μπορεί να έγινε και εκ παραδρομής.
Για να γίνω πιο σαφής, θεωρώ πως οι ανωτέρω πράξεις εμπίπτουν στην έννοια της ίδιας υπόθεσης καθώς, εκτός του ότι πρόκειται εν τω συνόλω για αδικήματα του 19ου κεφαλαίου του ΠΚ, με εξαίρεση το σχετιζόμενο με τον νόμο περί Ναρκωτικών, το οποίο όμως τελέστηκε σε άμεση πραγματική συνάφεια με τα παραπάνω, φαίνεται όντως να προκύπτει ενιαίος δόλος, αυτοτελώς ιδωμένης της έννοιας από το στενό νοηματικό περιεχόμενο που αυτή αποκτά στο πλαίσιο του κατ΄ εξακολούθηση εγκλήματος, καθώς, στην υπόθεση αυτή, συναντάται μία συχνά επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά εντός ενός, αν και μεγάλου, διαστήματος 9 μηνών, προς τέλεση συγκεκριμένων πράξεων των οποίων η πραγματολογική ουσία παραμένει ίδια (γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους) και το μόνο που αλλάζει είναι ο νομικός τους χαρακτηρισμόςλόγω των πολλών διαφοροποιήσεων που θεσπίστηκαν σε νομοθετικό επίπεδο.

Αν και ερμηνεύω τον όρο «ίδια υπόθεση» με ευρύτητα, θεωρώ πως η εξαίρεση της παραγράφου 2 του άρθρου 293 ΚΠΔ δεν αναφέρεται δίχως άλλο στην περίπτωση αληθινής πραγματικής συρροής εγκλημάτων με πλείονα θύματα ακόμα και αν δεν μπορούμε να υπαγάγουμε τα τελεσθέντα αδικήματα στο άρθρο 98 ΠΚ καθώς αληθινή πραγματική συρροή εγκλημάτων με πλείονα θύματα θα μπορούσαμε να έχουμε και σε περίπτωση που τελούνται από έναν δράστη ανθρωποκτονίες εναντίον διαφόρων μελών αντίπαλης συμμορίας σε μία συγκεκριμένη πάντως χρονική περίοδο, με σαφή και ενιαίο σκοπό την εξόντωσή της και την παύση της δράσης της. Σε αυτήν την περίπτωση, που δεν συναντάται κατ΄ εξακολούθηση έγκλημα ούτε συντρέχει αληθινή κατ΄ ιδέα συρροή, αν για παράδειγμα η μία ανθρωποκτονία ανακαλυφθεί μετά από μακρό χρονικό διάστημα, ποιος θα μπορούσε αλήθεια με ευκολία να ισχυριστεί ότι μπορεί να επιβληθεί δεύτερη προσωρινή κράτηση με κυριότερη δικαιολογητική βάση ότι τα θύματα είναι διαφορετικά; Επί της ουσίας, δηλαδή, θέλω να καταδείξω πως δεν αποτελεί το κρισιμότερο επιχείρημα η πλειονότητα των παθόντων για την κρίση περίδιας υποθέσεως, ενώ θεωρώ ότι και η αυτονόητη διαπίστωση της εισαγγελέως ότι τα κρινόμενα αδικήματα δεν αποτελούν διαρκή εγκλήματα πολύ λίγα έχει να εισφέρει στο παρόν ζήτημα καθώς το ενιαίο ιστορικό συμβάν δεν αφορά μόνο σε αυτά, αλλιώς σε κάθε περίπτωση αληθούς πραγματικής συρροής (εξαίρεση το κατ’ εξακολούθηση) επί στιγμιαίων αδικημάτων θα επιτρεπόταν η διαδοχική επιβολή προσωρινών κρατήσεων. Άρα κάτι άλλο θέλει να πει ο νομοθέτης όταν μιλά για «ίδια υπόθεση», εννοώντας κάτι ευρύτερο από μία αληθινή πραγματική συρροή. Ενιαίο εγκληματικό σχέδιο δεν υπάρχει μόνο στην νομοθετικά ορισμένη περίπτωση του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος. Θα περίμενα, ως εκ τούτου, μία επιχειρηματολογία η οποία να αποδομεί την ένταξη της υπό κρίση υπόθεσης στην έννοια της «ίδιας υποθέσεως» και όχι τόση προσήλωση στην αντίκρουση του χαρακτηρισμού των αναφερόμενων γεγονότων ως κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος,διότι δεν αποτελεί μοναδική προϋπόθεση του 293§2 ΚΠΔ η ετερότητα των προσωποπαγών εννόμων αγαθών αλλά, προκειμένου να γίνεται ορθή και σύμφωνη με το 6§4 Συντάγματος ερμηνεία, θα πρέπει να διαπιστώνεται ότι τα τελεσθέντα αδικήματα δεν αποτελούν «ίδια υπόθεση» όχι μόνο με χρονικά και τοπικά αλλά και με λογικά και πραγματολογικά κριτήρια και για αυτόν τον λόγο θεωρώ ιδιαίτερα ορθό, εύστοχο και βάσιμο το επιχείρημα της ανακρίτριας περί σταθερού και ενιαίου modusoperandi.
Ούτως ή άλλως, όταν ο αναθεωρητικός νομοθέτης όριζε ότι «απαγορεύεται η υπέρβαση των ανώτατων ορίων της προφυλάκισης με τη διαδοχική επιβολή του μέτρου αυτού για επί μέρους πράξεις της ίδιας υπόθεσης» μάλλον δεν είχε στο νου του αυτό που δέχεται το βούλευμα. Σε τι διαφέρει άλλωστε ο ήδη προσωρινά κρατούμενος για ληστείες κατ΄ εξακολούθηση όταν ανακαλύπτονται και άλλες κατά τη διάρκεια της κράτησής του, με την υπόθεση κάποιου που έχει τελέσει γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους και κατά την προσωρινή του κράτηση ανακαλύπτονται και άλλες; Μία νομική και όχι πραγματική διαφορά όπως η αναγκαία υπαγωγή του πρώτου στην κατηγορία των εγκλημάτων κατ΄ εξακολούθηση συγκριτικά με την δεύτερη περίπτωση όπου αυτό απαγορεύεται λόγω της σημασίας του θιγόμενου εννόμου αγαθού του εγκλήματος ως προσωποπαγούς δεν θα έπρεπε καθεαυτή να αναιρεί την απαγόρευση έκδοσης διαδοχικά εκτιόμενου εντάλματος προσωρινής κράτησης και αυτό διότι, κατά αυτόν τον τρόπο, αλλοιώνεται στην πραγματικότητα το νόημα της απαγόρευσης το οποίο συνίσταται στην αποτροπή της αυθαιρεσίας της κατηγορούσας αρχής και στην αποφυγή της μακράς παραμονής του κατηγορουμένου σε σωφρονιστικό κατάστημα χωρίς καταδικαστική απόφαση.
Κατά την άποψή μου, δηλαδή, προκειμένου να γίνεται λόγος για διαφορετική υπόθεση θα πρέπει να αναφερόμαστε κατά κανόνα σε ετεροειδή αδικήματα με κάποια χρονική απόσταση μεταξύ τους ή αλλιώς σε ομοειδή με την πάροδο μακρού χρονικού διαστήματος ανάμεσά τους προκειμένου να γίνεται σαφές ότι δεν εντάσσονται σε ένα εγκληματικό σχέδιο με συγκεκριμένο τρόπο δράσης και δόλο, ενώ αναφέρω ξανά ότι γλωσσικά η έννοια του «ενιαίου δόλου» και του «ενιαίου εγκληματικού σχεδίου» μπορεί να αποκτά διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό που αποκτούν οι έννοιες αυτές εντασσόμενες στο κατ’ εξακολούθηση έγκλημα. Κατά συνέπεια, θεωρώ ορθή την άποψη της ανακρίτριας ότι «το περιεχόμενο της ίδιας υπόθεσης προσδιορίζεται από την αλληλουχία μιας επαναλαμβανόμενης εγκληματικής συμπεριφοράς, η οποία εμφανίζει μια φυσική ενότητα και είναι ενταγμένη σε ένα χωροχρονικά προσδιορισμένο εγκληματικό σχέδιο, παρουσιάζοντας στοιχεία ομοιογένειας, δίχως η απόσταση μεταξύ των πράξεων να αναιρεί την ενότητα της εγκληματικής δράσης, εφόσον εντάσσονται στον ενιαίο σχεδιασμό του κατηγορουμένου».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ποινική Δικαιοσύνη, Απρίλιος 2025, σελ. 381-383
- Ποινική Δικονομία, Παπαδαμάκης Αδάμ, 11η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2024