Toυ Διονύση Κονδάκη,
Η παρακμή και η πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν αποτέλεσμα ενός συμπλέγματος αλληλένδετων αιτίων, αποτελώντας ιδιαίτερα μακρόσυρτη εργασία, καθώς διήρκησε από το 1571 έως το 1856, οπότε και σημειώνεται μια μεταρρυθμιστική εκστρατεία που την εκσυγχρονίζει και την αλλάζει σε βάθος. Μια πρώτη ένδειξη της κρίσης εμφανίζεται κατά το 1571 μετά από τη ναυμαχία της Ναυπάκτου και την καταβύθιση του Οθωμανικού στόλου από τα σταυροφορικά στρατεύματα των Ισπανών και των Βενετών. Τον Ιανουάριο του 1572, και έπειτα από τη ναυπήγηση πάνω από 230 πλοίων μέσα σε 2 μήνες, οι συνασπισμένες χριστιανικές δυνάμεις παρατάχθηκαν και πάλι στην Α. Μεσόγειο, με σκοπό την αναχαίτιση της οθωμανικής επέκτασης στην Κύπρο. Αν και το επεισόδιο δεν προκάλεσε εδαφικές απώλειες, σε συνδυασμό και με την ήττα της Ναυπάκτου, απαίτησε τη μαζική αναδιάρθρωση και ναυπήγηση του στόλου των Οθωμανών, θέτοντας σε κίνδυνο την ακεραιότητα του akce (άσπρα), με σημαντικές απώλειες στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Γενικότερα, η καθοδική πορεία της αυτοκρατορίας μπορεί να ταξινομηθεί σε τρεις τομείς: την κυβερνητική παρακμή, την κοινωνικό-οικονομική παρακμή και την πνευματική-πολιτισμική παρακμή.
Πράγματι, όπως σημειώνεται και στο διάσημο υπόμνημα του Κότσου Μπέη, υψηλός αξιωματούχος και σύμβουλος Σουλτάνων από ντεβσιρμέ, προς τον Μουράτ IV, 17o Σουλτάνο, το 1630, τα σημάδια της αρρώστιας σημειώθηκαν πρώτα στον κυβερνητικό μηχανισμό, επηρεάζοντας όχι μόνο την ηγεσία, αλλά και τη γραφειοκρατία, τα ιερά αξιώματα, και τις ένοπλες δυνάμεις. Αν οι πρώτοι δέκα Σουλτάνοι του Οσμάν μάς εκπλήσσουν με την ικανότητα και τη νοημοσύνη τους, οι υπόλοιποι ηγέτες της δυναστείας εκπλήσσουν με την ανικανότητα, τον εκφυλισμό, και τη διαφθορά τους. Τόσοι συνεχόμενοι ανίκανοι ηγέτες δεν αποτελούν απλή σύμπτωση, αλλά αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου συστήματος ανατροφής και επιλογής τους, που απέκλειε κάθε πιθανότητα ανάδειξης ενός αποτελεσματικού ηγέτη, στο πλαίσιο μιας πολιτειακής αλλαγής και αλλοίωσης του συστήματος διαδοχής στον σουλτανικό θρόνο. Μέχρι το 1566, ο κυρίαρχος τρόπος ανάδειξης στον θρόνο αφορούσε στην αδελφοκτονία, στην εξόντωση, δηλαδή, όλων των υπολοίπων αρρένων συγγενών.
Το 1617, ωστόσο, το σχήμα αυτό αντικαταστάθηκε από το κάφες (κλουβί), μια πρακτική αραβοπερσικής προέλευσης σύμφωνα με την οποία η διαδοχή γινόταν κατά τάξη της πρεσβυγενείας των αρρένων συγγενών του σουλτανικού οίκου, με προτίμηση να δίνεται στους εξ αίματος αδελφούς του τέως Σουλτάνου, έναντι των ξαδέλφων και των υιών του. Ως αποτέλεσμα, οι διάδοχοι στην ανώτατη εξουσία ήταν ιδιαίτερα μεγάλοι σε ηλικία και άπειροι. Το καφές «ευνούχισε» τους σουλτάνους, καθιστώντας τους απλά σύμβολα, ενώ οι γυναίκες που τους συνόδευαν ήταν στείρες, ώστε να μην περιπλέκεται περισσότερο η σειρά της διαδοχής με την προσθήκη νέων δικαιούχων στον θρόνο. Η σειρά των ανίκανων κατόχων του θρόνου εγκαινιάστηκε από τον Σελίμ Β’ και η εξουσία, ιδιαίτερα ευαίσθητη πλέον στη διαφθορά, γρήγορα πέρασε στα χέρια της Σουλτάνας Βαλιντέ, του Μ. Βεζύρη, των ουλεμάδων, και των γενίτσαρων, οι οποίοι, απολαμβάνοντας μεγαλύτερη επιρροή, γρήγορα αποτέλεσαν αποσταθεροποιητικό παράγοντα.

Η κατάπτωση της κυβερνητικής μηχανής φάνηκε και στη θεαματική πτώση της αποτελεσματικότητας, της ακεραιότητας και της τήρησης των καθηκόντων των γραφειοκρατών και των ουλεμάδων. Ωστόσο, εντυπωσιακότερος όλων ήταν ο ξεπεσμός των ενόπλων δυνάμεων και, ιδιαίτερα, του σώματος των γενίτσαρων. Ένα σημαντικό αίτιο, το οποίο αποτελεί και καταλυτικό λόγο της παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έγκειται στην αδυναμία των Οθωμανών να επεκταθούν, έχοντας φτάσει στο ανώτατο όριο της επέκτασής τους τον 16ο αιώνα. Στα ανατολικά σύνορα, η νέα συγκεντρωτική μοναρχία των Σαφαβιβών, η δυσκολία διοίκησης των υψιπέδων του Ιράν, όπως και το εμπόδιο της υποκίνησης ενός μουσουλμανικού στρατού, που παραδοσιακά τελούσε τζιχάντ, εναντίον ομόπιστων δυνάμεων, σταμάτησαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία από την επέκτασή της στην Κεντρική Ασία και στις Ινδίες. Ανάλογα, στα ανατολικά ύδατα, ανακόπηκαν από τις πορτογαλικές δυνάμεις, εφοδιασμένες με καλύτερη ναυτική γνώση και ανώτερη τεχνολογία σκαφών και πυρομαχικών.
Βόρεια, μετά την ήττα της Χρυσής Ορδής το 1502 και την απορρόφηση των χανάτων του Καζάν και του Αστραχάν, ο δρόμος προς τη Μαύρη Θάλασσα, τον Καύκασο, τη Κασπία και τη Δυτική Σιβηρία είχε ανοίξει, με αποτέλεσμα η Ρωσική προέλαση να αποκλείσει και να περικυκλώσει τους Οθωμανούς. Νότια, το εχθρικό κλίμα και το τραχύ έδαφος της Αφρικής δεν θεωρήθηκε ποτέ άξιο κατάκτησης από τους Οθωμανούς, με αποτέλεσμα να αξιοποιηθεί από τους Ευρωπαίους. Τέλος, στην κλασική περιοχή της οθωμανικής επέκτασης πέραν του Βόσπορου, οι Οθωμανοί γνώρισαν το εμπόδιο της Βιέννης, από την οποία, μετά την κατάκτηση της Ουγγαρίας, ηττήθηκε γρήγορα ο Σουλεϊμάν τον Οκτώβριο του 1529, με την ολοκληρωτική ήττα να έρχεται, όμως, το 1683. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε φτάσει στο όριο πέραν του οποίου δε μπορούσε να προχωρήσει, με τις ανώτερες πολεμικούς εξοπλισμούς των Αψβούργων, όπως και με την ανεπάρκεια των οθωμανικών τεχνικών στρατηγικής και ανεφοδιασμού, να την οδηγούν συστηματικά στην υποχώρηση.
Στο πλαίσιο των παραπάνω, η αποτυχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να υιοθετήσει τις νέες ευρωπαϊκές πολεμικές και ναυτικές τεχνικές, σημείωσε μια πολεμική οπισθοδρόμηση που συνέβαλε τόσο στην παρακμή του στρατού της, που πλέον εμφανίζεται βραδύς και ανίκανος να αντιδράσει, όσο και στην παρακμή της ίδιας, υπονομεύοντας το raison d’être της. Ήδη από την πρώτη της εμφάνιση, αυτοσκοπός της αυτοκρατορίας ήταν επέκταση, με τους γαζήδες και τους δερβίσηδες να υποκινούνται από τη λογική του τζιχάντ. Τα σύνορα προσέφεραν επαγγελματικές ευκαιρίες όχι μόνο στους άντρες του ξίφους, αλλά προς όλον τον πληθυσμό. Το κλείσιμο των συνόρων δημιούργησε ένα αδιαπέραστο εμπόδιο που ήρθε σε άμεση αντίθεση με τον πυρήνα των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών δομών της αυτοκρατορίας, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να εκσυγχρονιστούν αποτελεσματικά. Χαρακτηριστικά, η απουσία νέων εδαφών στέρησε τη τιμαριακή γη από τους Σπαχήδες, οι οποίοι γρήγορα αντικαταστάθηκαν από μισθοφόρους, αδειάζοντας περαιτέρω τα οθωμανικά θησαυροφυλάκια, ενώ το σώμα των γενίτσαρων χαρακτηρίζεται από κατακόρυφη πτώση. Γρήγορα, τους δόθηκε το δικαίωμα του γάμου, ενώ το αξίωμα μετατράπηκε σε κλειστό, με τους γενίτσαρους να αξιοποιούν την κυβερνητική διαφθορά για να καταστήσουν το αξίωμά τους κληρονομικό. Χαρακτηριστικά, κατά τον 18ο αιώνα υπήρχαν 400.000 γενίτσαροι, ενώ μάχιμοι ήταν μόλις οι 20.000.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Lewis Bernard (2001-2002), Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα
- Shaw Stanford J. και Ezel Kural (1976-1977), History of the Ottoman Empire and Modern Turkey, Cambridge University Press, Cambridge και Νέα Υόρκη
- Sugar Peter (1994), Η Νοτιοανατολική Ευρώπη κάτω από την οθωμανική κυριαρχία, 1354 – 1804, (μτφρ. Παυλίνα Μπαλουξή), εκδ. Σμίλη, Αθήνα